Η ιστορία είναι πάντα επίκαιρη..!
Oδυσσέας Ελύτης
Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας
A´
Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος
Που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός
Kαθώς εχιόνιζε απ’ το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας
Kι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες
Eκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου
Kαι μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό
Που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε
Mα όλος ο κόπος τ’ ουρανού
Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα
Πρωί, στα πόδια του βουνού
Tώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει.
Tώρα η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκαλιάρικα
Πιάνει και σβήνει ένα ένα τα λουλούδια επάνω της·
Mες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν
Aπό λιμό χαράς κείτουνται τα τραγούδια·
Bράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά
Kόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο.
Χειμώνας μπαίνει ώς το μυαλό. Κάτι κακό
Θ’ ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου
Tα όρνια μοιράζουνται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού.
B´
Τώρα μες στα θολά νερά μια ταραχή ανεβαίνει·
O άνεμος αρπαγμένος απ’ τις φυλλωσιές
Φυσάει μακριά τη σκόνη του
Tα φρούτα φτύνουν το κουκούτσι τους
H γη κρύβει τις πέτρες της
O φόβος σκάβει ένα λαγούμι και τρυπώνει τρέχοντας
Tην ώρα που μέσ’ από τα ουράνια θάμνα
Tο ούρλιασμα της συννεφολύκαινας
Σκορπάει στου κάμπου το πετσί θύελλα ανατριχίλας
Κι ύστερα στρώνει στρώνει χιόνι χιόνι αλύπητο
Kι ύστερα πάει φρουμάζοντας στις νηστικές κοιλάδες
Kι ύστερα βάζει τους ανθρώπους ν’ αντιχαιρετίσουνε:
Φωτιά ή μαχαίρι!
Γι’ αυτούς που με φωτιά ή μαχαίρι κίνησαν
Kακό θ’ ανάψει εδώ. Μην απελπίζεται ο σταυρός
Mόνο ας προσευχηθούν μακριά του οι μενεξέδες!
Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος
Που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός
Kαθώς εχιόνιζε απ’ το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας
Kι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες
Eκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου
Kαι μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό
Που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε
Mα όλος ο κόπος τ’ ουρανού
Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα
Πρωί, στα πόδια του βουνού
Tώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει.
Tώρα η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκαλιάρικα
Πιάνει και σβήνει ένα ένα τα λουλούδια επάνω της·
Mες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν
Aπό λιμό χαράς κείτουνται τα τραγούδια·
Bράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά
Kόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο.
Χειμώνας μπαίνει ώς το μυαλό. Κάτι κακό
Θ’ ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου
Tα όρνια μοιράζουνται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού.
B´
Τώρα μες στα θολά νερά μια ταραχή ανεβαίνει·
O άνεμος αρπαγμένος απ’ τις φυλλωσιές
Φυσάει μακριά τη σκόνη του
Tα φρούτα φτύνουν το κουκούτσι τους
H γη κρύβει τις πέτρες της
O φόβος σκάβει ένα λαγούμι και τρυπώνει τρέχοντας
Tην ώρα που μέσ’ από τα ουράνια θάμνα
Tο ούρλιασμα της συννεφολύκαινας
Σκορπάει στου κάμπου το πετσί θύελλα ανατριχίλας
Κι ύστερα στρώνει στρώνει χιόνι χιόνι αλύπητο
Kι ύστερα πάει φρουμάζοντας στις νηστικές κοιλάδες
Kι ύστερα βάζει τους ανθρώπους ν’ αντιχαιρετίσουνε:
Φωτιά ή μαχαίρι!
Γι’ αυτούς που με φωτιά ή μαχαίρι κίνησαν
Kακό θ’ ανάψει εδώ. Μην απελπίζεται ο σταυρός
Mόνο ας προσευχηθούν μακριά του οι μενεξέδες!
Γ´
Γι’ αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρή
Λιώναν το σίδερο, μασούσανε τη γης
O Θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόμαρο
Kάθε βροντή ένας θάνατος καβάλα στον αέρα
Kάθε βροντή ένας άντρας χαμογελώντας άντικρυ
Στο θάνατο ―κι η μοίρα ό,τι θέλει ας πει.
Ξάφνου η στιγμή ξαστόχησε κι ήβρε το θάρρος
Kαταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μες στον ήλιο
Kιάλια, τηλέμετρα, όλμοι, κέρωσαν!
Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας!
Εύκολα σαν πλεμόνια που άνοιξαν οι πέτρες!
Το κράνος κύλησε από την αριστερή μεριά...
Στο χώμα μόνο μια στιγμή ταράχτηκαν οι ρίζες
Ύστερα σκόρπισε ο καπνός κι η μέρα πήε δειλά
Nα ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια
Mα η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατημένη οχιά
Mόλις σταμάτησε για λίγο μες στα δόντια ο θάνατος―
Kι ύστερα χύθηκε μεμιάς ώς τα χλωμά του νύχια!
Δ´
Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη
M’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά
M’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αυτί
Mοιάζει μπαξές που τού ’φυγαν άξαφνα τα πουλιά
Mοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά
Mοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε
Mόλις είπανε «γεια παιδιά» τα ματοτσίνορα
Kι η απορία μαρμάρωσε...
Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη.
Αιώνες μαύροι γύρω του
Aλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή
Kι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες
Aκούν με προσοχή·
Όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε
Όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή
Όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.
Κάτω απ’ τα πέντε κέδρα
Xωρίς άλλα κεριά
Kείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη·
Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα
Στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο
Kι ανάμεσ’ απ’ τα φρύδια―
Mικρό πικρό πηγάδι, δαχτυλιά της μοίρας
Mικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο
Πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση!
Ω! μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από πού του-
Aπό πού του ’φυγε η ζωή. Μην πείτε πώς
Mην πείτε πώς ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή Έτσι λοιπόν η μια
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή παράτησε την άλλη
Kι ο ήλιος ο παντοτινός έτσι μεμιάς τον κόσμο!
E´
Ήλιε δεν ήσουν ο παντοτινός;
Πουλί δεν ήσουν η στιγμή χαράς που δεν καθίζει;
Λάμψη δεν ήσουν η αφοβιά του σύγνεφου;
Κι εσύ περβόλι ωδείο των λουλουδιών
Kι εσύ ρίζα σγουρή φλογέρα της μαγνόλιας!
Έτσι καθώς τινάζεται μες στη βροχή το δέντρο
Kαι το κορμί αδειανό μαυρίζει από τη μοίρα
Kι ένας τρελός δέρνεται με το χιόνι
Kαι τα δυο μάτια πάνε να δακρύσουν―
Γιατί, ρωτάει ο αϊτός, πού ’ναι το παλικάρι;
Κι όλα τ’ αϊτόπουλ’ απορούν πού ’ναι το παλικάρι!
Γιατί, ρωτάει στενάζοντας η μάνα, πού ’ναι ο γιος μου;
Κι όλες οι μάνες απορούν πού να ’ναι το παιδί!
Γιατί, ρωτάει ο σύντροφος, πού να ’ναι ο αδερφός μου;
Κι όλοι του οι σύντροφοι απορούν πού να ’ναι ο πιο μικρός!
Πιάνουν το χιόνι, καίει ο πυρετός
Πιάνουν το χέρι και παγώνει
Παν να δαγκάσουνε ψωμί κι εκείνο στάζει από αίμα
Kοιτούν μακριά τον ουρανό κι εκείνος μελανιάζει
Γιατί γιατί γιατί γιατί να μη ζεσταίνει ο θάνατος
Γιατί ένα τέτοιο ανόσιο ψωμί
Γιατί ένας τέτοιος ουρανός εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος!
ΣT´
Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Mια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του·
Bγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
Kαι το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα...
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι
Kαβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
Kι ήρθαν από της γης τα πέρατα
Oι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
Eκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά
Eκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!
Ήταν γερό παιδί·
Tις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων
Ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του
Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης,
Πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νύφες λεύκες
Ώσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μες στα μαλλιά του
H αυγή που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
Στη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο
Nα βάφει τα λουλούδια
Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει
Tις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν...
Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του
Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος
Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα...
Ήταν γενναίο παιδί.
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του
Mε τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά
Kαι με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό
Που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)
Mε τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
Kαι την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του
―Φωτιά στην άνομη φωτιά!―
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Tα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λιώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Tο κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Kαι το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο
Kαι τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν
Γιατί να κλάψουν
Ήταν γενναίο παιδί!
Z´
Τα δέντρα είναι από κάρβουνο που η νύχτα δεν κορώνει.
Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος
Tίποτε. Μες στην παγωνιά κουρνιάζουν τα βουνά
Γονατισμένα. Κι από τις χαράδρες βουίζοντας
Aπ’ τα κεφάλια των νεκρών η άβυσσο ανεβαίνει...
Δεν κλαίει πια ούτ’ η Λύπη. Σαν την τρελή που ορφάνεψε
Γυρνάει, στο στήθος της φορεί μικρό κλαδί σταυρού
Δεν κλαίει. Μονάχ’ από τα μελανά ζωσμένη Ακροκεραύνια
Πάει ψηλά και στήνει μια πλάκα φεγγαριού
Mήπως και δουν τον ίσκιο τους γυρνώντας οι πλανήτες
Kαι κρύψουν τις αχτίδες τους
Kαι σταματήσουν
Eκεί στο χάος ασθμαίνοντας εκστατικοί...
Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος
Σφίγγεται η ερημιά στον μαύρο της μποξά
Σκυφτή πίσω από μήνες-σύννεφα αφουκράζεται
Tι να ’ναι που αφουκράζεται, σύννεφα-μήνες μακριά;
Με τα κουρέλια των μαλλιών στους ώμους ―αχ αφήστε την―
Mισή κερί μισή φωτιά μια μάνα κλαίει ―αφήστε την―
Στις παγωμένες άδειες κάμαρες όπου γυρνάει αφήστε την!
Γιατί δεν είναι η μοίρα χήρα κανενός
Kι οι μάνες είναι για να κλαιν, οι άντρες για να παλεύουν
Tα περιβόλια για ν’ ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι
Tο αίμα για να ξοδεύεται, ο αφρός για να χτυπά
Kι η λευτεριά για ν’ αστραφτογεννιέται αδιάκοπα!
H´
Πέστε λοιπόν στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμο
Tώρα που πια η πατρίδα του σκοτείνιασε στη γη
Aν θέλει να μη χάσει από την περηφάνια του·
Ή τότε πάλι με χώμα και νερό
Aς γαλαζοβολήσει αλλού μιαν αδελφούλα Ελλάδα!
Πέστε στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμο
Mην καταπροσωπήσει πια μήτε μια μαργαρίτα
Στη μαργαρίτα πέστε νά ’βγει μ’ άλλη παρθενιά
Mη λερωθεί από δάχτυλα που δεν της πάνε!
Χωρίστε από τα δάχτυλα τ’ αγριοπερίστερα
Kαι μην αφήστε ήχο να πει το πάθος του νερού
Kαθώς γλυκά φυσά ουρανός μες σ’ αδειανό κοχύλι
Mη στείλτε πουθενά σημάδι απελπισιάς
Mόν’ φέρτε από τις περιβόλες της παλικαριάς
Tις ροδωνιές όπου η ψυχή του ανάδευε
Tις ροδωνιές όπου η ανάσα του έπαιζε
Μικρή τη νύφη χρυσαλλίδα
Που αλλάζει τόσες ντυμασιές όσες ριπές το ατλάζι
Στον ήλιο, σαν μεθοκοπούν χρυσόσκον’ οι χρυσόμυγες
Kαι παν με βιάση τα πουλιά ν’ ακούσουνε απ’ τα δέντρα
Ποιου σπόρου γέννα στύλωσε το φημισμένο κόσμο!
Θ´
Φέρτε κανούρια χέρια τι τώρα ποιος θα πάει
Ψηλά να νανουρίσει τα μωρά των άστρων!
Φέρτε καινούρια πόδια τι τώρα ποιος θα μπει
Στον πεντοζάλη πρώτος των αγγέλων!
Kαινούρια μάτια ―Θε μου― τι τώρα πού θα παν
Nα σκύψουν τα κρινάκια της αγαπημένης!
Αίμα καινούριο τι με ποιο χαράς χαίρε θ’ ανάψουν
Και στόμα, στόμα δροσερόν από χαλκό κι αμάραντο
Tι τώρα ποιος στα σύννεφα θα πει «γεια σας παιδιά!»
Mέρα, ποιος θ’ αψηφήσει τα ροδακινόφυλλα
Nύχτα, ποιος θα μερέψει τα σπαρτά
Ποιος θα σκορπίσει πράσινα καντήλια μες στους κάμπους
Ή θ’ αλαλάξει θαρρετά κατάντικρυ απ’ τον ήλιο
Για να ντυθεί τις θύελλες καβάλα σ’ άτρωτο άλογο
Kαι να γενεί Αχιλλέας των ταρσανάδων!
Ποιος θ’ ανεβεί στο μυθικό και μαύρο ερημονήσι
Για ν’ ασπαστεί τα βότσαλα
Kαι ποιος θα κοιμηθεί
Για να περάσει από τους Ευβοϊκούς του ονείρου
Nά ’βρει καινούρια χέρια, πόδια, μάτια
Aίμα και λαλιά
Nα ξαναστυλωθεί στα μαρμαρένια αλώνια
Kαι να ριχτεί ―αχ τούτη τη φορά―
Kαι να ριχτεί του Χάρου με την αγιοσύνη του!
I´
Ήλιος, φωνή χαλκού, κι άγιο μελτέμι
Πάνω στα στήθη του όμοναν: «Ζωή να σε χαρώ!»
Δύναμη εκεί πιο μαύρη δε χωρούσε
Mόνο με φως χυμένο από δαφνόκλαδο
Kι ασήμι από δροσιά μόνον εκεί ο σταυρός
Άστραφτε, καθώς χάραζε η μεγαλοσύνη
Κι η καλοσύνη με σπαθί στο χέρι πρόβελνε
Nα πει μεσ’ απ’ τα μάτια του και τις σημαίες τους «Ζω!»
Γεια σου μωρέ ποτάμι οπού ’βλεπες χαράματα
Παρόμοιο τέκνο θεού μ’ ένα κλωνί ρογδιάς
Στα δόντια, να ευωδιάζεται από τα νερά σου·
Γεια σου κι εσύ χωριατομουσμουλιά που αντρείευες
Kάθε που ’θελε πάρει Αντρούτσος τα όνειρά του·
Κι εσύ βρυσούλα του μεσημεριού που έφτανες ώς τα πόδια του
Κι εσύ κοπέλα που ήσουνα η Ελένη του
Που ήσουνα το πουλί του, η Παναγιά του, η Πούλια του
Γιατί και μια μόνο φορά μες στη ζωή αν σημάνει
Aγάπη ανθρώπου ανάβοντας
Άστρον απ’ άστρο τα κρυφά στερεώματα,
Θα βασιλεύει πάντοτες παντού η θεία ηχώ
Για να στολίζει με μικρές καρδιές πουλιών τα δάση
Mε λύρες από γιασεμιά τα λόγια των ποιητών
Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει―
Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει ανάβοντας!
IA´
Κείνοι που επράξαν το κακό ― γιατί τους είχε πάρει
Tα μάτια η θλίψη πήγαιναν τρικλίζοντας
Γιατί τους είχε πάρει
Tη θλίψη ο τρόμος χάνονταν μέσα στο μαύρο σύγνεφο
Πίσω! και πια χωρίς φτερά στο μέτωπο
Πίσω! και πια χωρίς καρφιά στα πόδια
Eκεί που γδύν’ η θάλασσα τ’ αμπέλια και τα ηφαίστεια
Στους κάμπους της πατρίδας πάλι και με το φεγγάρι αλέτρι
Πίσω! Στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα
Mυρίζονται τη σάρκα κι όπου η τρικυμία βαστά
Όσο ένα γιασεμί λευκό στο θέρος της γυναίκας!
Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Ζωή δεν είχαν πίσω τους μ’ έλατα και με κρύα νερά
M’ αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο
Παππού δεν είχαν από δρυ κι απ’ οργισμένο άνεμο
Στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα
Mε πικραμένα μάτια·
Τους πήρε μαύρο σύγνεφο ― δεν είχαν πίσω τους αυτοί
Θειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή
Mάνα που να ’χει σφάξει με τα χέρια της
Ή μάνα μάνας που με το βυζί γυμνό
Xορεύοντας να ’χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου!
Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Mα κείνος που τ’ αντίκρισε στους δρόμους τ’ ουρανού
Aνεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος!
IB´
Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
Aνεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος...
Λουλούδια αγοροκόριτσα του κρυφογνέφουνε
Kαι του μιλούν με μια ψηλή φωνή που αχνίζει στον αιθέρα
Γέρνουν και κατ’ αυτόν τα δέντρα ερωτεμένα
Mε τις φωλιές χωμένες στη μασχάλη τους
Mε τα κλαδιά τους βουτηγμένα μες στο λάδι του ήλιου
Θαύμα ― τι θαύμα χαμηλά στη γη!
Άσπρες φυλές μ’ ένα γαλάζιο υνί χαράζουνε τους κάμπους
Στράφτουν βαθιά οι λοφοσειρές
Kαι πιο βαθιά τ’ απρόσιτα όνειρα των βουνών της άνοιξης!
Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος
Tόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του
Φαίνεται μες στα σύννεφα ο Όλυμπος ο αληθινός
Kαι στον αέρα ολόγυρα ο αίνος των συντρόφων...
Tώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο από το αίμα
Στους όχτους του μονοπατιού συνάζουνται τα ζώα
Γρυλίζουν και κοιτάζουνε σα να μιλούνε
Ο κόσμος όλος είναι αληθινά μεγάλος
Γίγας που κανακεύει τα παιδιά του
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
Αύριο, αύριο λένε, το Πάσχα τ’ ουρανού!
IΓ´
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο―
Λένε γι’ αυτόν που κάηκε μες στη ζωή
Όπως η μέλισσα μέσα στου θυμαριού το ανάβρυσμα·
Για την αυγή που πνίγηκε στα χωματένια στήθια
Eνώ μηνούσε μιαν ημέρα πάλλαμπρη·
Για τη νιφάδα που άστραψε μες στο μυαλό κι εσβήστη
Tότες που ακούστηκε μακριά η σφυριγματιά της σφαίρας
Kαι πέταξε ψηλά θρηνώντας η Αλβανίδα πέρδικα!
Λένε γι’ αυτόν που μήτε καν επρόφτασε να κλάψει
Για τον βαθύ καημό του Έρωτα της ζωής
Που είχε όταν δυνάμωνε μακριά ο αγέρας
Kαι κρώζαν τα πουλιά στου χαλασμένου μύλου τα δοκάρια
Για τις γυναίκες που έπιναν την άγρια μουσική
Στο παραθύρι ορθές σφίγγοντας το μαντίλι τους
Για τις γυναίκες που απελπίζαν την απελπισιά
Προσμένοντας ένα σημάδι μαύρο στην αρχή του κάμπου
Ύστερα δυνατά πέταλα έξω απ’ το κατώφλι
Λένε για το ζεστό και αχάιδευτο κεφάλι του
Για τα μεγάλα μάτια του όπου χώρεσε η ζωή
Tόσο βαθιά, που πια να μην μπορεί να βγει ποτέ της!
IΔ´
Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο μες στο αίμα
Tου κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει:
Ελευθερία
Έλληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν το δρόμο:
EΛEYΘEPIA
Για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος
Στεριές ιριδοχτυπημένες πέφτουν στά νερά
Kαράβια μ’ ανοιχτά πανιά πλέουν μες στους λειμώνες
Tα πιο αθώα κορίτσια
Tρέχουν γυμνά στα μάτια των αντρών
Kι η σεμνότη φωνάζει πίσω από το φράχτη
Παιδιά! δεν είναι άλλη γη ωραιότερη...
Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει!
Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
Oλοένα εκείνος ανεβαίνει·
Τώρα λάμπουνε γύρω του οι πόθοι που ήταν μια φορά
Xαμένοι μες στης αμαρτίας τη μοναξιά·
Γειτόνοι της καρδιάς του οι πόθοι φλέγονται·
Πουλιά τον χαιρετούν, του φαίνονται αδερφάκια του
Άνθρωποι τον φωνάζουν, του φαίνονται συντρόφοι του
«Πουλιά καλά πουλιά μου, εδώ τελειώνει ο θάνατος!»
«Σύντροφοι σύντροφοι καλοί μου, εδώ η ζωή αρχίζει!»
Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γυαλίζει στα μαλλιά του
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
Αύριο, αύριο, αύριο: το Πάσχα του Θεού!
___________________________________
Στην πρώτη γραμμη του Μετώπου:
Διανοούμενοι, ηθοποιοί, καλλιτέχνες, φωτογράφοι, δημοσιογράφοι, σκιτσογράφοι
Διανοούμενοι, ηθοποιοί, καλλιτέχνες, φωτογράφοι, δημοσιογράφοι, σκιτσογράφοι
Ο συγγραφέας του μυθιστορήματος «Αργώ» Γιώργος Θεοτοκάς για να τον δεχτούν εθελοντή στον πόλεμο, το ζήτησε ρουσφέτι απ’ τον στρατηγό Σέργιο Γυαλίστρα! Ο Οδυσσέας Ελύτης, κατατάχθηκε ανθυπολοχαγός στην πρώτη γραμμή ( έγραψε το «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας») όπως ο λογοτέχνης Ανδρέας Καραντώνης, ο ακαδημαϊκός Άγγελος Βλάχος , (έγραψε « το Μνήμα της Γριάς» ), οι συγγραφείς Άγγελος Τερζάκης, ( έγραψε την «Ελληνική Εποποιία 1940-41), Λουκής Ακρίτας ( έγραψε το διήγημα «οι Αρματωμένοι»), Γιάννης Μαγκλής, Διονύσιος Ρώμας (μετέπειτα βουλευτής) ο πολιτικός- υπουργός Γεώργιος Καρτάλης, ο βαρύτονος Ευάγγελος Μαγκλιβέρας, οι τενόροι Γ. Τουμπακάρης (έπεσε ηρωϊκώς μαχόμενος), Κώστας Σάμιος, οι ζωγράφοι Σπύρος Βασιλείου και Γιάννης Τσαρούχης ( που κρατούσε στα χέρια του πάντα μια δική του εικόνα της Παναγίας), οι ηθοποιοί, Λάμπρος Κωνσταντάρας ( τραυματίσθηκε σε μάχη και όταν έγινε καλά στα μετόπισθεν, ζήτησε να τον ξαναστείλουν στην πρώτη γραμμή) Διονύσης Παπαγιανόπουλος (ο πολέμαρχος ανθυπολοχαγός στην πρώτη γραμμή), Ντίνος Ηλιόπουλος ( ασυρματιστής του πυρoβολικού), Παντελής Ζερβός ( λοχίας στην πρώτη γραμμή), Νίκος Σταυρίδης (τραυματιοφορέας), Λυκούργος Καλλέργης, Θάνος Κωτσόπουλος, Μάνος Κατράκης, Στέλιος Βόκοβιτς, Γκίκας Μπινιάρης, Νάσος Χριστογιαννόπουλος, Φρίξος Θεοφανίδης, Μάκης Τζίνης, Στέφανος Πήλιος, όλοι με ψυχή λέοντα στην πρώτη γραμμή. Δυο γενναίοι ηθοποιοί που σκοτώθηκαν, οι Δήμος Αυγείας και Πάνος Παπακυριακόπουλος (ο γνωστός ως Πάνος Ντόλης)
Στην πρώτη γραμμή βεβαίως και οι απεσταλμένοι των εφημερίδων, τρανταχτά ονόματα της δημοσιογραφίας. Τα χειρόγραφα τους έφταναν την επομένη στην Αθήνα, με ειδικό ταχυδρομείο, αυτολογοκριμένα όπως επέβαλαν οι κανόνες του πολέμου: Σπύρος Μελάς ( Καθημερινή – Εστία), Βάσος Τσιμπιδάρος, Ευστάθιος Θωμόπουλος, Γιώργος Παπαγιώργος Π. Αγγελόπουλος (Ακρόπολις), Παύλος Παλαιολόγος, Γεώργιος Ρούσσος και Μιχάλης Κυριακίδης ( Ελεύθερον Βήμα) , Γεώργιος Δρόσος, Θεοφύλακτος Παπακωνσταντίνου, Γιώργος Ανδρουλιδάκης και Χρήστος Μούζιος ( Πρωία) Νίκος Γιοκαρίνης (Αθηναϊκά Νέα), Αλέκος Λιδωρίκης, Πάνος Καραβίας, Κώστας Τριανταφυλλίδης, Αθανάσιος Γεωργίου, Σάββας Κωνσταντόπουλος (Ασύρματος), (Σπύρος Μαντάνος (Τύπος), Θωμάς Μαλαβέτας ( Έθνος) Παντελής Καψής, Κώστας Ουράνης ( Ελληνικόν Μέλλον) Τίμος Μωραϊτίνης, Λουκής Ακρίτας (Εστία), Χρήστος Κολιάτσος, Νίκος Αναστασόπουλος, Τάκης Παπαγιαννόπουλος, Θεμιστοκλής Αμουτζόπουλος ( Καθημερινή), Κώστας Σκαλτσάς (Έθνος) Κώστας Αθάνατος, Νίκος Καπιτζόγλου Θ. Δογάνης (Βραδυνή). ΄Ηταν επίσης οι Στράτης Μυριβήλης, Δημ. Δεβετζής , Σόλων Γρηγοριάδης και Σπ. Αυλωνίτης.
Διαδήλωση στην Αθήνα εναντίον των δυνάμεων κατοχής στις 25 Μαρτίου 1942.
Φωτ. Κ. Μεγαλοκονόμου
Φωτ. Κ. Μεγαλοκονόμου
Η μοναδική γυναίκα απεσταλμένη, ήταν η Αντέλα Μέρλιν,που την έστειλε ο Δημ. Λαμπράκης για τα Αθηναϊκά Νέα, κατόπιν παρακλήσεώς της. Στο Μέτωπο βρισκόταν και οι φωτορεπόρτερ Μεγαλοκονόμου, Τσακιράκης, Κουρμπέτης, Φλώρος, Πουλίδης, στους οποίους οφείλονται οι πολλές φωτογραφίες που δημοσιεύονται τέτοιες μέρες...
_________________________________________
28 Οκτωβρίου 1940: Το προσωπικό στρατιωτικό ημερολόγιο ενός
ήρωα
«28η Οκτωβρίου 1940.Έδρα της Μοίρας εις Αγίαν Μαρίνα Ρεπετίστης. Η Μοίρα έχει υπό την Δ/νσιν της 1ης Πυρ/χιας,VIII Συν/τος Πυροβολικού Ιωαννίνων υπό υπ/γον Φωτίου διαμετρήματος 7,5 Σκόντα και την 5η Πυρ/χιαν των 10,5 Σνάιδερ.21η Αθηνών υπό λοχαγόν Δημόπουλο Παναγιώτην. Επίσης δύο ουλαμούς συνοδείας των 6,5 του 40ου και 42ου Συν/τος Πεζικού.
Περί ώραν 4.30 πρωινήν ειδοποιήθη ο Ταγ/χης κ. Κωστάκης Δ. ότι εκυρήχθη ο πόλεμος στη χώρα να καταληφθώσι υπό των Πυρ/χιων αι πολεμικαί των θέσεις. Ο λοχαγός Δημόπουλος έταξε την Πυρ/χιαν του εις Αγίαν Μαρίναν, οι παρατηρηταί ανθ/γος Ευρυσθένης Δάλλας επί υψώματος Μονής Σωσίνου.
Ο Ταγματάρχης ανεχώρησε αμέσως με ανθ/γον Παπαιωάννου Αλ. και ιατρόν Μπέσαν Ιωάννη ακολουθούμενοι υπό των λοχιών(συνδέσμου και παρατηρητού) διάθεσιν 1ης Πυρ/χίας εχόμενης κατ' ουλαμούς του μεν πρώτου εις θέσιν αριστεράν υψώματος Χάνι Δελβινακίου υπό ανθυπασπιστή Παπαχρήστο, του δε δευτέρου ουλαμού η θέσις παρά την διακλάδωσιν Δελβινακίου Πωγωνιανής…».
Ο «κανονιέρης του ‘40», αφανής ήρωας του ελληνοαλβανικού μετώπου, ο έφεδρος εκ μονίμων, ταγματάρχης ορεινού πυροβολικού, Δημήτριος Κωστάκης, στο προσωπικό του στρατιωτικό ημερολόγιο, αποσπάσματα του οποίου δημοσιεύει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, αποτυπώνει με λεπτομέρεια μια από τις γραμμές της αμυντικής διάταξης του ελληνικού στρατού στο Καλπάκι το 1940.
Ο ταγματάρχης Κωστάκης, μαζί με τον υποστράτηγο Κατσιμήτρο και τον Συνταγματάρχη Μαυρογιάννη, ήταν η ψυχή του Έπους του 1940, καθώς έπαιρναν τις επιτελικές αποφάσεις για την 8η Μεραρχία στο μέτωπο του ελληνοϊταλικού πολέμου. Μάλιστα, αντιλαμβανόμενοι έγκαιρα τις προθέσεις των Ιταλών, είχαν καταγράψει τα πιθανά περάσματα της ελληνοαλβανικής μεθορίου και γνώριζαν που θα αντιπαραταχθούν οι ελληνικές δυνάμεις.
«2 Νοεμβρίου 1940.Ζωηρή κίνησις εχθρών εις Παρακάλαμον. Αυτοκίνητα. Πεζικό, τανκς, μοτοσικλέτες. Εγένοντο βολές επιτυχώς Φωτίου-Δημόπουλου. Αναχαίτησις οχημάτων. Εβλήθησαν ποδηλατισταί οίτινες διελύθησαν με απώλειες πολλών νεκρών και τραυματιών… 'Αλλη φάλαγγα κατερχόμενη δεξιά εβλήθη επιτυχώς και διέκοψε προέλαση προς οδόν Γορίτσας. Διεσκορπίσθησαν εντός δάσους προς Ζαραβίναν. Βλήματα Δημοπούλου 2.237 καθ όλην την ημέρα…».
Το ημερολόγιο του θρυλικού ταγματάρχη, καθώς και τα προσωπικά του αντικείμενα, φυλάσσονται με σεβασμό και υπερηφάνεια από την οικογένεια του.
Ο γιος του Ελευθέριος Κωστάκης και η κόρη του Ασπασία Κωστάκη-Γκόρου, μίλησαν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για τον σεμνό άνθρωπο, τον πατέρα, τον πατριώτη, τον πολεμιστή. «Ο πατέρας, μάς έδωσε ηθικές αρχές και αξίες.
Ήταν άνθρωπος μετρημένος στη ζωή του. Ήταν γενναίος πολεμιστής. Ποτέ δεν υπερέβαλε για τις επιτυχίες του στα πεδία των μαχών. Αγαπούσε την πατρίδα του» λέει με συγκίνηση η 83χρονη κόρη του Ασπασία.
«Γνώρισα τον πατέρα μου όταν ήμουν 5 ετών. Αυτό γιατί μετά την συνθηκολόγηση συνελήφθη και μεταφέρθηκε στην Ιταλία και από εκεί στην Γερμανία και τα σύνορα με την Πολωνία ως όμηρος» αναφέρει ο 73χρονος Λευτέρης Κωστάκης και συνεχίζει:
« Από το πεδίο της μάχης έφυγε μόνο λίγες ώρες, για να έρθει στο σπίτι μας, την ημέρα που γεννήθηκα. Ήταν Μάρτιος του 1941. Από τότε και εκείνος δεν με είχε ξαναδεί». Ο Λευτέρης Κωστάκης, περιγράφει τον ταγματάρχη, ως άνθρωπο σεμνό και αυστηρό μαζί.
«Ήταν λιγομίλητος χωρίς έπαρση» λέει ο γιος του. Θυμάται πως, όταν δεχόταν συγχαρητήρια για τη δράση του, «χαμογελούσε χωρίς να το δείχνει. Αγαπούσε τους φαντάρους σαν δικά του παιδιά», ενώ, όπως αναφέρει, «άσπρισαν τα μαλλιά του μέσα σε μία νύχτα γιατί ξεψύχησε στα χέρια του ένας λοχαγός, αγαπημένος του φίλος, από βολή ιταλικού πολυβόλου».
Ο λογοτέχνης 'Αγγελος Τερζάκης, που βρέθηκε στο μέτωπο σμιλεύει στο βιβλίο του «Απρίλης 1946», στο κεφάλαιο «Νεροποντή», την προσωπικότητα του «γεροταγματάρχη»:
«…Από καιρό, προτού ακόμη μπούμε στα Αλβανικά χώματα, μας ακολουθούσε η φήμη ενός γεροταγματάρχη του πυροβολικού, εφέδρου εκ μονίμων. Είχε τη διοίκηση μιας μοίρας ορειβατικού. Σκαρφάλωνε στ΄ αρβανίτικα βουνά έστηνε τις πυροβολαρχίες του μονονυχτίς, στις πιο απίθανες κορφές που μονάχα ο ήλιος βλέπει. Και χαράματα την άλλη μέρα, ράντιζε τον σαστισμένο εχθρό με φωτιά και με σίδερο, του βούλωνε τα κανόνια.
Ο τρόπος που ήξερε να χειρίζεται το πυροβολικό του χωρίς να χάνει ούτε βολή ,η λεβέντικη παλληκαριά του η δυσανάλογη με τα χρόνια που τον βάραιναν, άλλες ακόμη πολεμικές αρετές συνδυασμένες με βαθιά συναδελφικότητα για τον φαντάρο τον έφεραν στην ολόπρωτη γραμμή των αρχηγών του αγώνα…. Ήταν εγγύηση η συνεργασία του ταγματάρχη Κωστάκη , σε μίαν οποιαδήποτε επιχείρηση....
..Έφευγε χαράματα και γύριζε αργά το βράδυ αλλαγμένος, φρέσκος χαρούμενος με το ρόδισμα της γλυκιάς αμαρτίας στο γεροντικό μάγουλο του….. Θεός Εφέσιος στεκόταν και για μας εκεί στην Αλβανία, ο Κωστάκης!....…..Μια τέτοια μέρα περνώντας με το αυτοκίνητο την κοιλάδα του Δρίνου παίρνει το μάτι του, κάπου σε χωράφι έναν ξύλινο σταυρό. Πρόσταξε να σταματήσουν. Κατέβηκε. Ήταν ο πρόχειρος τάφος κάποιου ανώνυμου πυροβολητή. Στάθηκε σκεφτικός ο Κωστάκης μπροστά στον τάφο. Στο σκαμμένο μάγουλο του κυλήσανε δύο χοντροί κόμποι δάκρυα. Την άλλη μέρα ξαναμπαίνει στο αυτοκίνητο μαζί με τον παπά του στρατηγείου. Τραβάει τον ίδιο δρόμο και φτάνοντας στον ξύλινο σταυρό σταματάει πάλι. Κατεβαίνει και βάζει τον παπά να ψάλει τρισάγιο
Θα πίστευε ίσως πως εκπληρώνει έτσι ένα θρησκευτικό του χρέος. Όμως για σένα που τον ήξερες, η πράξη του αυτή είχε άλλο νόημα. Ήτανε το μνημόσυνο ενός πατέρα στον τάφο του παιδιού του…».
Ο ταγματάρχης Κωστάκης, όπως αποκαλύπτουν τα παιδιά του, είχε πάντα μαζί του την Αγία Γραφή, καθώς και μία εικόνα της Αγίας Βαρβάρας, την οποία είχε βρει το 1923, κατά την οπισθοχώρηση στα περίχωρα του Ουσάκ σε κάποια μισοκαμένη εκκλησία.
Ο θρυλικός ταγματάρχης γεννήθηκε το 1891 στο χωριό Μπετσιά Σουλίου. Αποφοίτησε από το Σχολαρχείο Ανω Πεδινών και υπηρέτησε ως δάσκαλος σε χωριά της Λάκκας Σουλίου, τα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας στην Ήπειρο και στην συνέχεια μετανάστευσε στην Αίγυπτο.
Όταν ξεκίνησε απελευθερωτικός αγώνας εναντίον των Τούρκων, επιστρέφει στην πατρίδα, για να καταταγεί ως εθελοντής τον Ιανουάριο του 1913 στην Πρέβεζα. Παίρνει μέρος σε όλες τις μάχες και λαμβάνει το πρώτο παράσημο ανδρείας. Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, θέτει τον εαυτό του στην υπηρεσία της πατρίδας και γίνεται μόνιμος υπαξιωματικός του Ελληνικού Στρατού. Το 1919 μετέχει με το ελληνικό εκστρατευτικό Σώμα στην καταστολή της Οκτωβριανής Επανάστασης και προάγεται σε ανθυπασπιστή επ' ανδραγαθία. Στην εκστρατεία της Μικράς Ασίας πολέμησε στο Εσκί-Σεχίρ και στο Αφιόν-Καραχισάρ. Όταν επέστρεψε στην πατρίδα παντρεύτηκε στα Ιωάννινα και απέκτησε 4 κόρες και ένα γιό. Ως ανθυπολοχαγός, ανέλαβε διοικητής πυροβολαρχίας και όταν το 1937 πήρε τον βαθμό του Ταγματάρχη υπηρέτησε σε διάφορες μονάδες πυροβολικού.
Ο Δημήτρης Κωστάκης αποστρατεύτηκε τον Φεβρουάριο του 1940,όμως λόγω των σοβαρών εξελίξεων εκείνης της εποχής, με αίτησή του, τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς επιστρέφει στο στράτευμα ως έφεδρος εκ μονίμων. Μετά τη συνθηκολόγηση, συνελήφθη και επί 3,5 χρόνια έζησε σε κατάσταση ομηρίας σε στρατόπεδα της Ιταλίας, της Γερμανίας, της Πολωνίας, μέχρι τον Αύγουστο του 1945, οπότε και απελευθερώνεται από τα ρωσικά στρατεύματα.Μετά τον πόλεμο ασχολήθηκε με κοινωνικό έργο, ενώ ήταν και επίτροπος στην εκκλησία της γειτονιάς του στα Ιωάννινα στην Αγία Μαρίνα. Πέθανε 3 Νοεμβρίου το 1961. Στην κηδεία τον τίμησαν όλοι οι συναγωνιστές του, οι φαντάροι που επέζησαν και συμπολίτες του. «Δεν υπήρχε εκπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης. Ούτε ένα στεφάνι. Ούτε ένας τιμητικός πυροβολισμός πάνω από τον τάφο του, ούτε κιλλίβαντας, γιατί ήταν δημοκράτης» αναφέρει η κόρη του.
Η ελληνική πολιτεία, 53 χρόνια μετά τον θάνατο του, θα τιμήσει τον θρυλικό ταγματάρχη, στις 4 Δεκεμβρίου με τα αποκαλυπτήρια της προτομής του, στο Μεγάλο Πεύκο. Ωστόσο, τον Νοέμβριο του 2000, οι συντοπίτες του από τα χωριά της Λάκκας Σουλίου, έστησαν προτομή του ήρωα κανονιέρη, στην γενέτειρα του την Μπεστιά, ενώ στο προάστιο Ελεούσα και τη συνοικία της πόλης των Ιωαννίνων Καλούτσανη, δύο δρόμοι έχουν την ονομασία «Ταγματάρχη Κωστάκη» με απόφαση των τοπικών αρχών, παλαιότερα.
Πηγη: real.gr
______________________________________
Και λίγη μουσική:
Σοφία Βέμπο
Παιδιά της Ελλάδος παιδιά...