άρθρο του Χρήστου Γιανναρά
(Ημερομηνία δημοσίευσης: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 13/10/2014)
Δεν πρόκειται για διαπίστωση που μπορεί «αντικειμενικά» να βεβαιωθεί. Πρόκειται για διάγνωση που προκύπτει από υποκειμενική εκτίμηση της δυναμικής συμπτωμάτων, τη στάθμιση επιρροής ενδεχόμενων ή σταθερών παραγόντων. Και η διάγνωση λέει ότι, σε κάθε κοινωνία, οι πολίτες που κρίνουν τα κοινά με επαρκή συλλογιστική ικανότητα και διαυγή, νηφάλια σύνεση αποτελούν τη μειοψηφία.
Σε παρελθόν όχι πολύ μακρινό, έμοιαζε να λειτουργούν στην κοινωνία κάποιοι αφανείς και ανεπίγνωστοι «φυσικοί» νόμοι, που οδηγούσαν τους επιπόλαιους στη σκέψη και αδύναμους στην κρίση να δέχονται θετικά τον επηρεασμό από τη γνώμη των αριθμητικά λιγότερων αλλά σαφώς ωριμότερων. «Διαμορφωτές κοινής γνώμης» γίνονταν τότε οι περισσότερο μορφωμένοι, αλλά και όσοι διέθεταν αποδεδειγμένη μέσα στον χρόνο ευθυκρισία. Σωζόταν και μια προσωπική αίσθηση ευθύνης του απλού ανθρώπου για τις γνώμες – κρίσεις που εξέφραζε – αισθανόταν μειωμένος αν οι εκτιμήσεις και επιλογές του αποδείχνονταν λαθεμένες ή επιπόλαιες.
Σήμερα «διαμορφωτής της κοινής γνώμης» είναι, σχεδόν αποκλειστικά, η τηλεόραση. Στη συντριπτική τους πλειονότητα οι άνθρωποι δεν έχουν καν δική τους εκφραστική: αναπαράγουν λεκτικά κλισέ παγιωμένα στις τηλεοπτικές κοκορομαχίες. Ούτε υπάρχει πια επίγνωση διαφοράς στην αξιολόγηση της συλλογιστικής και κριτικής ικανότητας: Οταν ο κ. Γιακουμάτος, ο κ. Κικίλιας, ο κ. Ντινόπουλος, η κ. Βούλτεψη, η κ. Γεννηματά κατέχουν θώκους και απολαμβάνουν τιμές υπουργών, κάθε λειτουργία συγκριτικής αξιολόγησης μοιάζει θεσμικά καταργημένη. Οταν η σύνταξη υπαλλήλου των προνομιακών κρατικών «ρετιρέ», με μόνο απολυτήριο γυμνασίου, είναι τουλάχιστον διπλάσια της σύνταξης πανεπιστημιακού καθηγητή, η αποτίμηση της εγκυρότητας γνωμών και κρίσεων, με κριτήριο τη μόρφωση, γίνεται εντελώς περιττή.
Σήμερα όλοι τα ξέρουμε όλα χάρη στην τηλεοπτική αναίδεια και στην παγιωμένη αναξιοκρατία. Η τηλεόραση «οφείλει» να παρέχει συνεχή ροή «ειδήσεων». Οι ειδήσεις αγοράζονται κονσερβαρισμένες από τα «πρακτορεία ειδήσεων». Σε ελάχιστα κανάλια υπάρχουν «ρεπόρτερς», με καταμερισμό πεδίων αλλά όχι και με εξειδίκευση σπουδών – δυστυχισμένα σκλαβάκια που τρέχουν εξουθενωμένα, νύχτα – μέρα, για ένα κομμάτι ψωμί, με προτεταμένο ένα μαρκούτσι στο χέρι, χωρίς να ξέρουν τι να ρωτήσουν και πώς να το ρωτήσουν.
Το κυρίως έργο της «πληροφόρησης» των πολιτών μετατίθεται στις ανέξοδες «συνεντεύξεις»: Τα «πρωινάδικα» και οι βραδινές τάχα «πολιτικές» εκπομπές έχουν κατοχυρώσει σαν «πλουραλισμό» την καθημερινή παρέλαση από τη μικρή οθόνη υπουργών της κυβέρνησης και «στελεχών» της αντιπολίτευσης, που επιδίδονται σε μιαν αέναη, δεκαετίες τώρα, πανομοιότυπη επανάληψη της πιο ηλίθιας που θα μπορούσε να επινοήσει άνθρωπος κομματικής αυτοκολακείας και αυτοδιαφήμισης. Κάποιες φορές καλούνται να τους πλαισιώσουν και οι λεγόμενες «γλάστρες»: τριτοκλασάτοι ηθοποιοί, τυχαίες γνωριμίες του καναλιού δίχως την παραμικρή κοινωνική παρουσία, δημοσιομανείς μετριότητες του πανεπιστημιακού ή του επιχειρηματικού χώρου.
Τέτοιες συνθέσεις τηλεοπτικών «πάνελ» φτάνουν στο κορύφωμα του αλαλούμ και της φτήνιας, κάθε βράδυ, στα δευτερότερα κανάλια, αυτά που όλη τη μέρα προσφέρουν τηλε-αγορές και το βράδυ πολιτική αγωγή. Εκεί ο «κάθε πονεμένος», κοσμοσωτήριων προθέσεων αγορητής αποφαίνεται περί παντός του γιγνομένου, ως εγκυρότατος παντογνώστης. Τα «πάνελ» αυτά μοιάζει να είναι το κυρίως πρότυπο που υπαγορεύει συμπεριφορά, λεξιλόγιο και αναίδεια σε ευρύτατες μάζες του ελλαδικού πληθυσμού. Βεβαιωνόμαστε από αυτά τα θεάματα, χωρίς να το συνειδητοποιούμε, ότι μπορούμε όλοι να τα ξέρουμε όλα, να αποφαινόμαστε με σιγουριά για τα πάντα, να μας είναι περιττή, για τη διαμόρφωση πολιτικής στάσης, η γνώμη ειδημόνων, επαϊόντων – κυρίως ανθρώπων ανυπότακτων στον ναρκισσισμό και στην ιδιοτέλεια.
Πέντε χρόνια τώρα η πατρίδα μας ζει οικονομική καταστροφή, με επιπτώσεις εφιαλτικές για το μέλλον: Μισθοί και συντάξεις έχουν περικοπεί σε επίπεδο ένδειας. Οι Τράπεζες είναι αποκομμένες από την κοινωνία και την αγορά. Το γιαπί νεκρό, επενδύσεις μηδενικές, αποβιομηχάνιση πλήρης. Τα ασφαλιστικά ταμεία λεηλατημένα από τα κόμματα, ο κρατικός μηχανισμός σε αποσύνθεση, η χώρα με ξεπουλημένη την εθνική της κυριαρχία. Η Δικαιοσύνη και οι νομοθέτες καλύπτουν απροκάλυπτα «διεφθαρμένες συμπεριφορές» μεγιστάνων του πλούτου, των τυράννων του τόπου. Τα σχολειά μένουν ακόμα ανοιχτά μόνο χάρη σε λίγους δασκάλους που αντιμάχονται τα μηδενιστικά «οράματα» του υπουργείου ρισκάροντας το ψωμί τους. Η ανεργία αποδείχνεται καινούργια πρακτική γενοκτονίας, ο πανικός και η ανελπιστία καινούργια μορφή λοιμικής.
Το εφιαλτικότερο από όλα είναι η αποθηρίωση του Ελλαδίτη, οι αντικοινωνικές συμπεριφορές: Ο,τι είναι δημόσιο, κοινωνική περιουσία, το λεηλατεί, το καταστρέφει. Κλέβει στα νοσοκομεία τις κουρτίνες από τα δωμάτια και τα σκεπάσματα της λεκάνης από τις τουαλέτες. Το ελληνόπουλο, με το σπρέι, τον μαρκαδόρο, τον σουγιά, καταστρέφει μανιασμένα το σχολειό του και το πανεπιστήμιο. Αχρηστευμένες οι πινακίδες της τροχαίας, τα «σήματα» κυκλοφορίας, μόνο για την πρωτόγονη ηδονή του βανδαλισμού.
Το πολιτικό σύστημα έχει καταρρεύσει, είναι ανίκανο να δώσει κυβέρνηση που να μπορεί να καβαντζάρει τη συμφορά. Ποιος αφελέστατος είπε ότι «στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα»; Καταλάβαινε τη δημοκρατία σαν συνταγή, ενώ η δημοκρατία είναι κατόρθωμα. Οταν σε μια συλλογικότητα κυριαρχεί ο πρωτογονισμός του ατομοκεντρισμού, όταν έχει χαθεί η αίσθηση του δημοσίου συμφέροντος, είναι απάτη ή αφέλεια να μιλάμε για δημοκρατία...
Περισσότερα: http://www.yannaras.gr/monodromos-protogonismou/
(Ημερομηνία δημοσίευσης: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 13/10/2014)
Δεν πρόκειται για διαπίστωση που μπορεί «αντικειμενικά» να βεβαιωθεί. Πρόκειται για διάγνωση που προκύπτει από υποκειμενική εκτίμηση της δυναμικής συμπτωμάτων, τη στάθμιση επιρροής ενδεχόμενων ή σταθερών παραγόντων. Και η διάγνωση λέει ότι, σε κάθε κοινωνία, οι πολίτες που κρίνουν τα κοινά με επαρκή συλλογιστική ικανότητα και διαυγή, νηφάλια σύνεση αποτελούν τη μειοψηφία.
Σε παρελθόν όχι πολύ μακρινό, έμοιαζε να λειτουργούν στην κοινωνία κάποιοι αφανείς και ανεπίγνωστοι «φυσικοί» νόμοι, που οδηγούσαν τους επιπόλαιους στη σκέψη και αδύναμους στην κρίση να δέχονται θετικά τον επηρεασμό από τη γνώμη των αριθμητικά λιγότερων αλλά σαφώς ωριμότερων. «Διαμορφωτές κοινής γνώμης» γίνονταν τότε οι περισσότερο μορφωμένοι, αλλά και όσοι διέθεταν αποδεδειγμένη μέσα στον χρόνο ευθυκρισία. Σωζόταν και μια προσωπική αίσθηση ευθύνης του απλού ανθρώπου για τις γνώμες – κρίσεις που εξέφραζε – αισθανόταν μειωμένος αν οι εκτιμήσεις και επιλογές του αποδείχνονταν λαθεμένες ή επιπόλαιες.
Σήμερα «διαμορφωτής της κοινής γνώμης» είναι, σχεδόν αποκλειστικά, η τηλεόραση. Στη συντριπτική τους πλειονότητα οι άνθρωποι δεν έχουν καν δική τους εκφραστική: αναπαράγουν λεκτικά κλισέ παγιωμένα στις τηλεοπτικές κοκορομαχίες. Ούτε υπάρχει πια επίγνωση διαφοράς στην αξιολόγηση της συλλογιστικής και κριτικής ικανότητας: Οταν ο κ. Γιακουμάτος, ο κ. Κικίλιας, ο κ. Ντινόπουλος, η κ. Βούλτεψη, η κ. Γεννηματά κατέχουν θώκους και απολαμβάνουν τιμές υπουργών, κάθε λειτουργία συγκριτικής αξιολόγησης μοιάζει θεσμικά καταργημένη. Οταν η σύνταξη υπαλλήλου των προνομιακών κρατικών «ρετιρέ», με μόνο απολυτήριο γυμνασίου, είναι τουλάχιστον διπλάσια της σύνταξης πανεπιστημιακού καθηγητή, η αποτίμηση της εγκυρότητας γνωμών και κρίσεων, με κριτήριο τη μόρφωση, γίνεται εντελώς περιττή.
Σήμερα όλοι τα ξέρουμε όλα χάρη στην τηλεοπτική αναίδεια και στην παγιωμένη αναξιοκρατία. Η τηλεόραση «οφείλει» να παρέχει συνεχή ροή «ειδήσεων». Οι ειδήσεις αγοράζονται κονσερβαρισμένες από τα «πρακτορεία ειδήσεων». Σε ελάχιστα κανάλια υπάρχουν «ρεπόρτερς», με καταμερισμό πεδίων αλλά όχι και με εξειδίκευση σπουδών – δυστυχισμένα σκλαβάκια που τρέχουν εξουθενωμένα, νύχτα – μέρα, για ένα κομμάτι ψωμί, με προτεταμένο ένα μαρκούτσι στο χέρι, χωρίς να ξέρουν τι να ρωτήσουν και πώς να το ρωτήσουν.
Το κυρίως έργο της «πληροφόρησης» των πολιτών μετατίθεται στις ανέξοδες «συνεντεύξεις»: Τα «πρωινάδικα» και οι βραδινές τάχα «πολιτικές» εκπομπές έχουν κατοχυρώσει σαν «πλουραλισμό» την καθημερινή παρέλαση από τη μικρή οθόνη υπουργών της κυβέρνησης και «στελεχών» της αντιπολίτευσης, που επιδίδονται σε μιαν αέναη, δεκαετίες τώρα, πανομοιότυπη επανάληψη της πιο ηλίθιας που θα μπορούσε να επινοήσει άνθρωπος κομματικής αυτοκολακείας και αυτοδιαφήμισης. Κάποιες φορές καλούνται να τους πλαισιώσουν και οι λεγόμενες «γλάστρες»: τριτοκλασάτοι ηθοποιοί, τυχαίες γνωριμίες του καναλιού δίχως την παραμικρή κοινωνική παρουσία, δημοσιομανείς μετριότητες του πανεπιστημιακού ή του επιχειρηματικού χώρου.
Τέτοιες συνθέσεις τηλεοπτικών «πάνελ» φτάνουν στο κορύφωμα του αλαλούμ και της φτήνιας, κάθε βράδυ, στα δευτερότερα κανάλια, αυτά που όλη τη μέρα προσφέρουν τηλε-αγορές και το βράδυ πολιτική αγωγή. Εκεί ο «κάθε πονεμένος», κοσμοσωτήριων προθέσεων αγορητής αποφαίνεται περί παντός του γιγνομένου, ως εγκυρότατος παντογνώστης. Τα «πάνελ» αυτά μοιάζει να είναι το κυρίως πρότυπο που υπαγορεύει συμπεριφορά, λεξιλόγιο και αναίδεια σε ευρύτατες μάζες του ελλαδικού πληθυσμού. Βεβαιωνόμαστε από αυτά τα θεάματα, χωρίς να το συνειδητοποιούμε, ότι μπορούμε όλοι να τα ξέρουμε όλα, να αποφαινόμαστε με σιγουριά για τα πάντα, να μας είναι περιττή, για τη διαμόρφωση πολιτικής στάσης, η γνώμη ειδημόνων, επαϊόντων – κυρίως ανθρώπων ανυπότακτων στον ναρκισσισμό και στην ιδιοτέλεια.
Πέντε χρόνια τώρα η πατρίδα μας ζει οικονομική καταστροφή, με επιπτώσεις εφιαλτικές για το μέλλον: Μισθοί και συντάξεις έχουν περικοπεί σε επίπεδο ένδειας. Οι Τράπεζες είναι αποκομμένες από την κοινωνία και την αγορά. Το γιαπί νεκρό, επενδύσεις μηδενικές, αποβιομηχάνιση πλήρης. Τα ασφαλιστικά ταμεία λεηλατημένα από τα κόμματα, ο κρατικός μηχανισμός σε αποσύνθεση, η χώρα με ξεπουλημένη την εθνική της κυριαρχία. Η Δικαιοσύνη και οι νομοθέτες καλύπτουν απροκάλυπτα «διεφθαρμένες συμπεριφορές» μεγιστάνων του πλούτου, των τυράννων του τόπου. Τα σχολειά μένουν ακόμα ανοιχτά μόνο χάρη σε λίγους δασκάλους που αντιμάχονται τα μηδενιστικά «οράματα» του υπουργείου ρισκάροντας το ψωμί τους. Η ανεργία αποδείχνεται καινούργια πρακτική γενοκτονίας, ο πανικός και η ανελπιστία καινούργια μορφή λοιμικής.
Το εφιαλτικότερο από όλα είναι η αποθηρίωση του Ελλαδίτη, οι αντικοινωνικές συμπεριφορές: Ο,τι είναι δημόσιο, κοινωνική περιουσία, το λεηλατεί, το καταστρέφει. Κλέβει στα νοσοκομεία τις κουρτίνες από τα δωμάτια και τα σκεπάσματα της λεκάνης από τις τουαλέτες. Το ελληνόπουλο, με το σπρέι, τον μαρκαδόρο, τον σουγιά, καταστρέφει μανιασμένα το σχολειό του και το πανεπιστήμιο. Αχρηστευμένες οι πινακίδες της τροχαίας, τα «σήματα» κυκλοφορίας, μόνο για την πρωτόγονη ηδονή του βανδαλισμού.
Το πολιτικό σύστημα έχει καταρρεύσει, είναι ανίκανο να δώσει κυβέρνηση που να μπορεί να καβαντζάρει τη συμφορά. Ποιος αφελέστατος είπε ότι «στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα»; Καταλάβαινε τη δημοκρατία σαν συνταγή, ενώ η δημοκρατία είναι κατόρθωμα. Οταν σε μια συλλογικότητα κυριαρχεί ο πρωτογονισμός του ατομοκεντρισμού, όταν έχει χαθεί η αίσθηση του δημοσίου συμφέροντος, είναι απάτη ή αφέλεια να μιλάμε για δημοκρατία...
Περισσότερα: http://www.yannaras.gr/monodromos-protogonismou/