2024-04-18

Εισήγηση στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο 17-4-2024

ΑΡΙΘΜΟΣ ΕΚΘΕΜΑΤΟΣ: 7
ΑΕΔ-24/2Ο23 (παρ. απόφ. ΑΠ 1509/2023)

Δικάσιμος: 17.4.2024
Εισηγ.: Ειρ. Σταυρουλάκη
Έκθεση άρθρου 11 παρ. 1 ν. 345/1976






Νικόλαος Ανδρουλάκης
κατά
ΑΕ "Τράπεζα της Ελλάδος Ανώνυμη Εταιρία"


Το ΑΕΔ καλείται να αποφανθεί, εάν η διάταξη του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.6 περ.3 του ν. 4Ο93/2Ο12, κατά την οποία «Από 1.1.2013 τα επιδόματα και δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και το επίδομα αδείας που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη νόμου ή κανονιστική πράξη ή καταστατική διάταξη για τους συνταξιούχους και βοηθηματούχους όλων των φορέων και τομέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, καθώς και του ΟΓΑ, του ΝΑΤ και της Τράπεζας της Ελλάδος καταργούνται...», είναι σύμφωνη, όπως κρίθηκε με την παραπεμπτική 1509/2023 απόφαση του ΑΠ, ή αντίκειται στο Σύνταγμα, όπως κρίθηκε με τις ΣΤΕ ολομ.2287-8/2015.

Όταν το ΑΕΔ επιλαμβάνεται άρσεως αμφισβητήσεως ως προς την ουσιαστική συνταγματικότητα κατόπιν παραπεμπτικής αποφάσεως ανωτάτου δικαστηρίου, α) οι διάδικοι της δίκης της παραπεμπτικής αποφάσεως είναι αυτοδικαίως διάδικοι ενώπιον του ΑΕΔ δίκη, β) οι διάδικοι στις δίκες των φερομένων ως αντιθέτων προς την παραπεμπτική αποφάσεων καθίστανται διάδικοι ενώπιον του ΑΕΔ ασκώντας πρόσθετη παρέμβαση κατ’ άρθρο 13 του Κώδ. ΑΕΔ και Υ) τρίτοι, σε σχέση με τις δίκες αυτές, εφ’ όσον δικαιολογούν έννομο συμφέρον σε σχέση με την επίμαχη κρίση, μπορούν ομοίως να ασκήσουν πρόσθετη παρέμβαση κατ' άρθρο 1 ν.2479/1997, εφ’ όσον το αγόμενο ενώπιον του ΑΕΔ ζήτημα εκκρεμεί σε δίκη ενώπιον άλλου δικαστικού σχηματισμού του αυτού κλάδου δικαιοσύνης. Με τα κριτήρια αυτά θα ελεγχθεί το παραδεκτό των ασκηθεισών ενώπιον του ΑΕΔ 7 , 81 10, 121 13, 16, 18 και 19/2024 προσθέτων παρεμβάσεων, υπό την έννοια ότι οι παρεμβάντες θα πρέπει να επικαλούνται και να αποδεικνύουν ειδικώς και τεκμηριωμένως την συνδρομή των ως άνω όρων, προσκομίζοντας, επιπλέον, αποδεικτικά επιδόσεως των παρεμβάσεων.

Με την παραπεμπτική του απόφαση ο ΑΠ επελήφθη αιτήσεως αναιρέσεως του Ν. Ανδρουλάκη κατά αποφάσεως του 1μΕφΑθ κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών εργατικών διαφορών επί εφέσεως της Τράπεζας της Ελλάδος κατά αποφάσεως του 1μΠρΑθ κατά την αυτή διαδικασία επί αγωγής του έτους 2018, με την οποία ο ανωτέρω ισχυρίσθηκε ότι από 20.1.2009 είναι συνταξιούχος της εν λόγω Τράπεζας, ότι, ως προσληφθείς σε αυτήν πριν τις 31.12.1992, ασφαλίσθηκε υποχρεωτικώς για παροχή κυρίας συντάξεως στο Ταμείο Συντάξεων Προσωπικού της (ΤΣΠΤΕ), ενταχθείς και στο Μετοχικό Ταμείο Υπαλλήλων της (Μ ΤΥ ΤΕ), από το οποίο, μετά την συνταξιοδότησή του, ελάμβανε και μηνιαία μετεργασιακή παροχή σε ποσοστό 36% επί των συντάξιμων αποδοχών του, καθώς και 14 μερίσματα κατ’ έτος, που αντιστοιχούσαν στις μηνιαίες παροχές καθώς και στις παροχές επιδομάτων εορτών και αδείας. Από 1.1.2011, δυνάμει του άρθρου 64 του ν. 3863/2010, η προαναφερθείσα τραπεζική εταιρεία ανέλαβε την κοινωνική ασφάλιση του προσωπικού της ως προς τους κλάδους κυρίας και επικουρικής ασφαλίσεως, διαδεχθείσα τα καταργούμενα ΤΣΠ-ΤΕ και ΜΤΥΠΕ. Βάσει της από 2.6.2013 τριμερούς συλλογικής συμφωνίας μεταξύ αυτής και των συλλόγων των υπαλλήλων της αφ' ενός και των συνταξιούχων της αφ' ετέρου, το ως άνω «μέρισμα» θα εξακολουθεί να καταβάλλεται από αυτήν στους δικαιούχους σε ποσοστό 20% επί των συνταξίμων αποδοχών τους ως επικουρική σύνταξη και σε ποσοστό 16% ως μετεργασιακή παροχή, ως προς την οποία συστάθηκε ο ειδικός λογαριασμός «Πρόγραμμα Προσθέτων Μετεργασιακών Παροχών». Περαιτέρω, ισχυρίσθηκε ότι από 1.1.2013 η Τράπεζα, κατ' επίκληση της επίμαχης διατάξεως, έπαυσε να του καταβάλλει τα επιδόματα εορτών και αδείας επί του μερίσματος τόσο ως προς το ποσοστό 20% της επικουρικής σύνταξης, όσο και ως προς το ποσοστό 16% της μετεργασιακής παροχής, κατά παράβαση της σχετικής συμβατικής υποχρεώσεώς της, ζήτησε, δε, να υποχρεωθεί αυτή να του καταβάλει συνολικό ποσό 21.299,66 ευρώ αντιστοιχούν στα μερίσματα επιδομάτων εορτών και αδείας ετών 2013-2018 με νόμιμο τόκο. Ο ΑΠ έκρινε ότι η επίμαχη διάταξη του ν.4Ο93/2Ο12 περί καταργήσεως για όλους τους συνταξιούχους των επιδομάτων εορτών και αδείας δεν αποτέλεσε, στο πλαίσιο εφαρμογής του Δευτέρου Μνημονίου, λόγω της συνεχιζομένης οικονομικής υφέσεως, χάριν αποκαταστάσεως της δημοσιονομικής ισορροπίας και της βιωσιμότητας των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως, μέτρο μη αναγκαίο και προδήλως απρόσφορο, εφ' όσον εξυπηρετεί δημόσιο συμφέρον, χωρίς να διακυβεύεται το επίπεδο -αξιοπρεπούς διαβιώσεως των συνταξιούχων.


Η ΣΤΕ Ολομ. 2287/2015 αφορά σε αίτηση αναιρέσεως επί αγωγής συνταξιούχου του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. και του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφαλίσεως (Ε.Τ.Ε.Α.) ως προς το ποσό, κατά το οποίο περιορίσθηκαν η κύρια και επικουρική της σύνταξη δυνάμει των άρθρων τρίτου παρ. 10 ν. 3845/2010, 44 παρ. 13 v. 3986/2011, 2 παρ. 3 v. 4024/2011, 6 παρ. 2 του ν. 4051/2012 και πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 και υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 ν. 4093/2012 (η ΣΤΕ 2288/2015 διαφέρει κατά το ότι αφορά σε κύρια μόνον, όχι και σε επικουρική, σύνταξη λόγω γήρατος μελών του προσωπικού της ΔΕΗ υπαγομένων στην ασφάλιση του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ). Με την ΣΤΕ 2287/2015 κρίθηκε, κατά πλειοψηφία, μεταξύ άλλων, ότι με το άρθρο 6 ν. 4051/2012 μειώθηκαν αναδρομικώς κατά 12% οι κύριες συντάξεις άνω των 1.300 ευρώ και οι επικουρικές, με κλιμάκωση του ποσοστού μειώσεως (10%, 15% και 20%) αναλόγως του ύψους τους και με κατοχύρωση κατώτατου ορίου 200 ευρώ, ότι με το άρθρο πρώτο του ν. 4093/2012 αφ' ενός μειώθηκαν εκ νέου, σε ποσοστά 51-2070, οι από οποιαδήποτε πηγή και για οποιαδήποτε αιτία συντάξεις υπερβαίνουσες αθροιστικώς τα 1.000 ευρώ, αφ’ ετέρου καταργήθηκαν πλέον για όλους τους συνταξιούχους τα επιδόματα και δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, ότι οι διατάξεις αυτές ψηφίσθηκαν μετά την πάροδο διετίας από τον πρώτο αιφνιδιασμό της οικονομικής κρίσεως και αφού είχαν σχεδιασθεί και ληφθεί τα βασικά μέτρα για την αντιμετώπισή της, ότι, συνεπώς, η επιχειρηθείσα με τις εν λόγω διατάξεις νέα, για πολλοστή φορά, περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών της ίδιας ομάδας θιγομένων δεν εδικαιολογείτο πλέον χωρίς ειδική έρευνα του αντικειμένου αυτών, αλλ' απητείτο εμπεριστατωμένη μελέτη, προκειμένου να διαπιστωθεί τεκμηριωμένα ότι η συμβατότητα των συγκεκριμένων μέτρων με τις συνταγματικές δεσμεύσεις ως προς τον θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως, τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και την προστασία της αξίας του ανθρώπου, και, τελικώς, ότι οι ανωτέρω διατάξεις των ν. 4051 4093/2012 αλλά και οι προπαρατεθείσες προγενέστερες διατάξεις των v-3845/2010, 3986/2011 και 4024/2011, αντίκεινται στο Σύνταγμα και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες, ως προς τις περικοπές των κυρίων αλλά και των επικουρικών συντάξεων. (με την ΣΤΕ 2287/2015), οριζομένου, ως χρονικού σημείου επελεύσεως των εν λόγω συνεπειών, την δημοσίευση της αποφάσεως (10-6-2015), Το ΣΤΕ προσέδωσε μείζονα βαρύτητα, για την εκφορά της ως άνω κρίσεως, στην υποχρεωτικότητα της επικουρικής (συμπληρωματικής) κοινωνικής ασφαλίσεως που παρέχεται από το Ε.Τ.Ε.Α. και άλλους φορείς και στην συνακόλουθη λειτουργία αυτών ως νπδδ, που δικαιολογούνται από τον δημόσιο σκοπό που οι φορείς αυτοί υπηρετούν κατ' άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, συμβάλλοντας στη διασφάλιση ικανοποιητικού επιπέδου διαβιώσεως για τους συνταξιούχους, κατά το δυνατόν εγγύς εκείνου που είχαν, όσο εργάζονταν, καθώς και στο ότι, ένεκα του ανωτέρω δημοσίου σκοπού, το κράτος, ανεξαρτήτως αν μέχρι σήμερα δεν έχει προβλεφθεί τακτική κρατική χρηματοδότηση των φορέων της υποχρεωτικής επικουρικής κοινωνικής ασφαλίσεως, υποχρεούται, πάντως, κατά την ανωτέρω συνταγματική διάταξη, να συμμετέχει στη χρηματοδότηση και των φορέων τούτων, προς κάλυψη των ελλειμμάτων τους.

Τίθεται ζήτημα παραδεκτού, ως προς το εάν πράγματι, κατά την έννοια των περί ΑΕΔ διατάξεων, υφίσταται αντίθεση κρίση μεταξύ ΣΤΕ και ΑΠ σχετικά με την αντισυνταγματικότητα νόμου. Ειδικότερα, το ΑΕΔ επιλαμβάνεται άρσεως αμφισβητήσεως ως προς την αντισυνταγματικότητα τυπικού νόμου επί αντιθέτων αποφάσεων, μεταξύ άλλων, του ΣΤΕ και του ΑΠ, όταν υπάρχει ταυτότητα της διατάξεως που ερμηνεύθηκε και εφαρμόσθηκε από τα ανώτατα δικαστήρια και αντίθεση μεταξύ αποφάσεων των δικαστηρίων αυτών ως προς τον χαρακτηρισμό της εν λόγω διατάξεως ως σύμφωνης ή μη προς συγκεκριμένη συνταγματική διάταξη, η δε αντίθεση πρέπει να προκύπτει από τις αναγκαίες για τη θεμελίωση του διατακτικού των αποφάσεων αιτιολογίες τους. Δεν συντρέχει αντίθετη ούτε, συνακολούθως, δικαιοδοσία του ΑΕΔ, α) όταν τα δικαστήρια δεν ερμήνευσαν την ίδια διάταξη τυπικού νόμου, αλλά διαφορετικές, έστω και με την ίδια διατύπωση, β) όταν δεν ερμήνευσαν αποκλειστικώς και μόνον την ίδια διάταξη τυπικού νόμου, αλλά το ένα από αυτά την ερμήνευσε σε συνδυασμό και με άλλες διατάξεις, οπότε το επιλυθέν ζήτημα δεν είναι το ίδιο, αλλά διαφορετικό, γ) όταν το επιλυθέν από το ένα δικαστήριο νομικό ζήτημα δεν ήταν αναγκαίο για την επίλυση από το άλλο δικαστήριο του ενώπιον του αχθέντος νομικού ζητήματος και δ) όταν, γενικώς, η αντίθεση δεν προκύπτει από τις αναγκαίες για τη θεμελίωση του διατακτικού των αποφάσεων αιτιολογίες τους.

Εν προκειμένω: ο ΑΠ έκρινε την επίμαχη διάταξη του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.6 περ. ε του ν. 4093/2012 ως σύμφωνη με το Σύνταγμα επί μερισμάτων επιδομάτων εορτών και αδείας για τα έτη 2013-2018 που καταβάλλονταν από 1.1.2011, μετά την ανάληψη από την ως άνω Τράπεζα, κατ' άρθρο 64 ν. 3863/2010, της κοινωνικής ασφαλίσεως του προσωπικού της ως προς τους κλάδους κύριας και επικουρικής ασφάλισης και την κατάργηση του ΜΤΥ ΤΕ, ενώ η 2288/2015 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ανεξαρτήτως των αιτιολογιών της, έκρινε τις διατάξεις αυτές αντίθετες προς το Σύνταγμα επιλύοντας ζήτημα που αφορούσε σε περικοπές κυρίων συντάξεων και όχι στα επιδόματα εορτών και αδείας επί των επικουρικών συντάξεων. Εξ άλλου, η ΣΤΕ Ολομ. 2287/2015 έκρινε, μεταξύ άλλων, αντισυνταγματική την επίμαχη διάταξη του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.6 περ. ε του ν. 409372012 σε σχέση με επικουρικές συντάξεις χορηγούμενες σε συνταξιούχους του ΙΚΑ από το ΙΚΑ-ΤΕΑΜ (μετέπειτα ΕΤΕΑΜ και εν συνεχεία ΕΤΕΑ) αλλά και από τους λοιπούς φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως, αφού ελήφθη διεξοδικώς υπ' όψιν και εξετάσθηκε, στο σύνολό του, το σχετικό νομοθετικό καθεστώς, προς τούτο, δει κηρύχθηκαν τελικώς ως αντισυνταγματικές όχι μόνον οι προαναφερθείσες διατάξεις του ν.4Ο93/2Ο12 αλλά, ρητώς, το πλέγμα των ως άνω διατάξεων του ν.4Ο93/2Ο12 σε συνδυασμό με τα άρθρα τρίτο παρ. 10 ν. 3845/2010, 44 παρ. 13 ν. 3986/2011, 2 παρ. 3 ν. 4024/2011 και 6 παρ. 2 του ν. 4051/2012, υπό την έννοια ότι συνεκτιμήθηκαν οι , ήδη με τις ως άνω προγενέστερες της επίμαχης διατάξεις επελθούσες, μειώσεις και περικοπές στις συντάξεις και το σωρευτικό επ' αυτών αποτέλεσμα της εφαρμογής των ως άνω διατάξεων. Περαιτέρω, η απόφαση στηρίχθηκε στην υποχρεωτικότητα της ασφαλίσεως στους ως άνω φορείς, στην οργάνωση αυτών ως νπδδ, στην διαχρονικώς ασκουμένη από το Κράτος επί των φορέων αυτών εποπτεία, στη θέσπιση ρυθμίσεων για την προστασία και αξιοποίηση της περιουσίας τους και την επωφελή διαχείριση των αποθεματικών τους, με τον καθορισμό εκάστοτε των συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων και την πρόβλεψη των πόρων τους.

Αντιθέτως, η παραπεμπτική απόφαση του ΑΠ, χωρίς αντίστοιχες σκέψεις, θεώρησε σύμφωνη με το Σύνταγμα (μόνο) την ως άνω διάταξη του ν. 4093/2012, κρίνοντας, όμως, επί αγωγής ως προς μερίσματα που χορηγούσε αρχικά το Μετοχικό Ταμείο Υπαλλήλων Τράπεζας της Ελλάδος και, ακολούθως, η Τράπεζα της Ελλάδος.

Θα πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί εάν το Μετοχικό Ταμείο Υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος δύναται να θεωρηθεί φορέας επικουρικής ασφαλίσεως όμοιος με εκείνους, για τους οποίους έκρινε το ΣΤΕ, και εάν, επομένως, τίθεται στις δύο αποφάσεις το ίδιο ζήτημα, ή εάν, αντιθέτως, οι διαφορές μεταξύ των φορέων επικουρικής ασφαλίσεως, στους οποίους αφορούσε η κάθε απόφαση, ήταν τέτοιας φύσεως, ώστε να καθίσταται διαφορετικό το κριθέν με αυτές ζήτημα. Ομοίως ερευνητέο είναι το ότι τα δύο Δικαστήρια ερμήνευσαν μεν την ίδια διάταξη, αλλά σε συνδυασμό με διαφορετικές, το καθένα, διατάξεις, αφού το ΣΤΕ συνεκτίμησε ως βασικό στοιχείο τις προγενέστερες περικοπές και μειώσεις επί των συντάξεων, ορισμένες, όμως, από τις οποίες δεν αφορούσαν και δεν έγιναν στις επικουρικές συντάξεις των συνταξιούχων της Τράπεζας της Ελλάδος. Η εκδοχή αυτή επιρρωνύεται από το από 10.4.2024 έγγραφο της Διευθύνσεως Ανθρωπίνου Δυναμικού της Τράπεζας της Ελλάδος, με το οποίο διευκρινίσθηκε ότι στους συνταξιούχους της Τράπεζας δεν έτυχαν εφαρμογής οι περικοπές της παρ. 3 επ. του άρθρου 2 του ν. 4024/2011 και της παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 4051/2012, καθόσον οι διατάξεις αυτές (όπως προκύπτει και από τις σχετικές εγκυκλίους του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης) δεν περιέλαβαν στο πεδίο εφαρμογής τους την εν λόγω Τράπεζα. Σε περίπτωση που κριθεί ότι πρόκειται περί του αυτού ζητήματος, επί του οποίου έκριναν τα δύο Δικαστήρια, και ότι, συνεπώς, στοιχειοθετείται αντίθεση των σχετικών αποφάσεων, τίθεται περαιτέρω το ουσιαστικό ερώτημα ως προς την συμφωνία ή μη προς το Σύνταγμα της διατάξεως του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012 ως προς την κατάργηση των δώρων επί των επικουρικών συντάξεων.

Αθήνα 11 Απριλίου 2024






ΕΙΡΗΝΗ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΚΗ
ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ