2014-11-16

Πολυτεχνείο 2014

1973 - 2014

Οι πυραμίδες του Μάντοφ και το αδιεξοδο της εποχής...

Άρθρο του συν. Δημήτρη Σουλιώτη:

Oι ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ, οι «πυραμίδες» του Μάντοφ και το αμερικανικό αδιέξοδο

Με τα τελευταία έξη άρθρα μου, που αποτελούν μια ενότητα, προσπάθησα να προσεγγίσω μορφές του ελληνικού αδιεξόδου και να αναδείξω το βάθος του και τις τεράστιες δυσκολίες υπέρβασής του. Για να μην θεωρηθεί όμως ότι έχω κάποια εμμονή με την Ελλάδα και τους …κακούς έλληνες, αποφάσισα να γράψω για ένα άλλο αδιέξοδο απείρως πιο σημαντικό, γιατί προέρχεται από ένα κοινωνικο-οικονομικό μοντέλο που αποτελεί παγκόσμιο πρότυπο. Τα ερεθίσματα για τη συγγραφή του παρόντος άρθρου ήταν δύο: Το πρώτο ήταν η μελέτη του βιβλίου του ελληνοαμερικανού χρηματοοικονομικού αναλυτή - ελεγκτή Harry Markopolos «Κανείς δεν ήθελε ν’ ακούσει», που αφορά τη μεγάλη χρηματοοικονική απάτη με τις «πυραμίδες» του Μάντοφ. Το δεύτερο ερέθισμα ήταν η συντριπτική ήττα που υπέστη ο πρόεδρος Ομπάμα στις ενδιάμεσες εκλογές αντιπροσώπων των νομοθετικών σωμάτων στις ΗΠΑ. Όσον αφορά το βιβλίο του Μαρκόπολος προσπαθώ με το παρόν κείμενο να απαντήσω στην απορία του γιατί «Κανείς δεν ήθελε ν’ ακούσει», που αποτελεί και την ουσία του αμερικανικού αδιεξόδου. Ειδικότερα καταβάλλεται μια προσπάθεια ανάλυσης του θέματος όχι στο οικονομικό ή κοινωνικό πεδίο, αλλά στο φιλοσοφικό – ψυχολογικό, όπου βρίσκονται, κατά τη γνώμη μου, οι βασικές αιτίες που διαμορφώνουν το σύστημα και τους ανθρώπους του, οι οποίοι το λειτουργούν και το αναπαράγουν. Ένας απ’ αυτούς είναι και ο Μπέρνι Μάντοφ, αλλά και ο πρωταγωνιστής της ταινίας «Ο λύκος της Wall Street» με τον Λεονάρντο ντι Κάπριο.

Ο συγγραφέας και το βιβλίο

Ο Χάρι Μαρκόπολος είναι Έλληνας τρίτης γενιάς από την Πενσυλβάνια, Ορκωτός Χρηματοοικονομικός Αναλυτής, Πιστοποιημένος Ερευνητής Χρηματοοικονομικής Απάτης και τ. Πρόεδρος της Ένωσης Χρηματιστηριακών Αναλυτών Βοστώνης. Το ερέθισμα για να μετατραπεί σε κυνηγό του Μάντοφ και της απάτης του και τελικά στη συγγραφή του βιβλίου ήταν η παρατήρησή του ότι το hedge fund (επενδυτικό κεφάλαιο αντιστάθμισης κινδύνων) του τελευταίου έδινε εξωφρενικά καλές αποδόσεις, ανεξαρτήτως των διακυμάνσεων της αγοράς. Επιπλέον οι συναλλαγές της εταιρίας, με το πρόσχημα ότι είναι έξω-χρηματιστηριακές, δεν αναφέρονταν πουθενά και ως εκ τούτου δεν ελέγχονταν από καμιά εποπτική αρχή. Ο Μαρκόπολος ως πολύ καλός γνώστης των μαθηματικών γνώριζε ότι σε αντίθεση με τους ανθρώπους οι αριθμοί δεν μπορούν να πουν ψέματα και έτσι άρχισε τη μακρόχρονη έρευνά του, για την ανακάλυψη της κρυμμένης αλήθειας.

Το πρώτο πράγμα που ένιωσα διαβάζοντας το βιβλίο ήταν μια αίσθηση ηθικής και δικαίου που διαπερνούσε όλες τις σελίδες του και αποτυπωνόταν στο πάθος του συγγραφέα για την αναζήτηση της αλήθειας και την τιμωρία των ενόχων. Αναρωτήθηκα: Πως μπόρεσε αυτός ο άνθρωπος να αποφύγει την απορρόφησή του από το σύστημα και να σταθεί έξω και πάνω απ’ αυτό; Γιατί ενώ οι άλλοι, οι πολλοί εκμεταλλεύονται, αποδέχονται ή ανέχονται το σύστημα, αυτός διέγνωσε την «αρρώστια» του, δεν την άντεξε και αποφάσισε να συγκρουστεί μαζί του; Τι ήταν αυτό που τον κινητοποίησε; Ποια ήταν η κινητήρια δύναμη του πάθους του; Η αυστηρή οικογενειακή ανατροφή με την προτεσταντική ηθική της πατρίδας του, που μπολιάστηκε όμως με τις δογματικές αρχές της ορθόδοξης ανατολής των προγόνων του; Ο ναρκισσισμός της υπεροχής μέσω της σύγκρουσης και της κατατρόπωσης ενός μεγάλου; Ή μήπως υπάρχει σε κάποιους ανθρώπους, κάποιο ισχυρό γονίδιο δικαιοσύνης; Γιατί ήταν τελικά αυτή η κινητήρια δύναμη που τον οδήγησε να ακολουθεί για εννιά ολόκληρα χρόνια τα ίχνη ενός από τους ισχυρότερους άντρες της Γουόλ Στριτ, πεπεισμένος ότι επρόκειτο για έναν από τους μεγαλύτερους απατεώνες στην ιστορία της αγοράς και να υποβάλλει πέντε αναφορές στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με τις ανησυχίες του. Ήταν αυτή η δύναμη που τον οδήγησε να δουλεύει μυστικά με τρεις συνεργάτες του χρηματοοικονομικού κλάδου, να επενδύσει ατέλειωτες ώρες, να ρισκάρει ακόμη και τη ζωή του, αλλά …κανείς δεν ήθελε ν’ ακούσει.   

Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας αυτό που τον εξέπληξε από την αρχή της καριέρας του ήταν το μέγεθος της διαφθοράς, η οποία αποτελούσε έναν αποδεκτό τρόπο δουλειάς. Όταν κάποτε είχε επιστήσει την προσοχή ενός αναλυτή της Γουόλ Στριτ σε μια συγκεκριμένη εταιρία που μαγείρευε τα βιβλία της, αυτός του απάντησε ότι η επισήμανσή του τον έκανε να αισθάνεται ακόμη μεγαλύτερη σιγουριά για την επιλογή του να συστήσει τις μετοχές της ως ανοδικές, γιατί μια τέτοια εταιρία δεν θα μπορούσε ποτέ να απογοητεύσει τη Γουόλ Στριτ!! Μέσα από τη μακρόχρονη εμπειρία του και με οδηγό το αίσθημα δικαίου που τον διακατείχε κατάλαβε ότι ο Μάντοφ δεν ήταν μια ιδιότυπη παρέκκλιση, ήταν η προέκταση της παραβατικής κουλτούρας. Κατάλαβε πολύ γρήγορα ότι σε μια δουλειά όπου το αποτέλεσμα κρίνεται αποκλειστικά από το χρήμα, υπάρχει ένα ανεκτό επίπεδο βαθιά ριζωμένης ανομίας. Έμαθε ότι ο χρηματοοικονομικός κλάδος βασίζεται στη σχέση θηρευτή και θηράματος και αν δεν ξέρεις ποιος είναι ο θηρευτής, αυτόματα μετατρέπεσαι σε θήραμα – θύμα. 

Και όσον αφορά τις ελεγκτικές αρχές της πατρίδας του, διαπίστωσε και εκεί ανοχή και συνενοχή. Η αρμόδια Αρχή (Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς) αντί να επικεντρώνεται στα ουσιώδη, όπως είναι η εξαπάτηση των επενδυτών, έλεγχε και ήταν πολύ σκληρή με τους μικροαπατεώνες, τα «παπαγαλάκια» και τους insiders. Αντίθετα συμπεριφερόταν με το γάντι στις μεγάλες εταιρίες και τους θεσμικούς παράγοντες της Γουόλ Στριτ, επιβάλλοντας ανούσια και διόλου αποτρεπτικά πρόστιμα ή δίνοντας έμφαση σε δευτερεύουσας σημασίας θέματα, όπως αυτά της τήρησης γραφειοκρατικών διαδικασιών. Επίσης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι δραστηριοποιούμενες παγκόσμια τέσσερις μεγάλες ελεγκτικές – λογιστικές εταιρίες δεν «αντιλήφθηκαν» ούτε την κομπίνα του Μάντοφ, αλλά ούτε και κανένα από τα μεγάλα οικονομικά εγκλήματα που διέπραξαν άλλες μεγάλες εταιρίες. Όλοι τους είχαν «καθαρά» βιβλία. Και ο συγγραφέας εύλογα αναρωτιέται: Ποιος ο λόγος ύπαρξής τους, αν δεν μπορούν να ελέγξουν την πιθανότητα απάτης; Γιατί να πληρώνεις το λογιστικό έλεγχο, αν οι ελεγκτές δεν έχουν εκπαιδευτεί να ερευνούν απάτες; Ποιος τέλος πάντων είναι ο λόγος ύπαρξης της έκθεσης του ορκωτού λογιστή σε μια εταιρία που ήδη παρανομεί;  

Ο Μάντοφ και η κομπίνα του

Η κομπίνα του Μάντοφ καλλιεργήθηκε στα εύφορα εδάφη ενός καπιταλισμού – καζίνο, ενώ στο επίπεδο των διαπροσωπικών σχέσεων στηρίχτηκε στην εκμετάλλευση δύο χαρακτηριστικών των πελατών του, που ευδοκιμούν στην αμερικανική κοινωνία: την απληστία και το ναρκισσισμό. Όσον αφορά την απληστία οι επενδυτές του Μάντοφ γνώριζαν ότι κάτι περίεργο συνέβαινε με τις αποδόσεις των προϊόντων του, αλλά πίστευαν ότι ήταν – όπως τόσοι άλλοι - ένας ακόμη τύπος που κινούνταν στις γκρίζες ζώνες της Γουόλ Στριτ. Με άλλα λόγια πίστευαν ότι έκανε κάτι παράνομο, αλλά το αποδέχονταν επειδή ήταν ο προσωπικός τους απατεώνας, ένας απατεώνας που ήξεραν ότι μπορούν να εμπιστεύονται. Ήταν μια σπουδαία συμφωνία: Καρπώνονταν τα οφέλη της κλοπής, χωρίς να χρειάζεται να αναλάβουν κανένα ρίσκο. Από την άλλη ο ναρκισσισμός των πελατών του έχει σχέση με την πίστη τους ότι ο Μάντοφ παρείχε τις υπηρεσίες του αποκλειστικά σε λίγους εκλεκτούς επενδυτές, τους οποίους επέλεγε προσεκτικά βασιζόμενος στη διακριτικότητά τους. Αισθάνονταν ξεχωριστοί, ως ανήκοντες σ’ ένα ξεχωριστό κλαμπ εκλεκτών - άλλωστε κάποιοι ήταν μέλη των βασιλικών οικογενειών της Ευρώπης - και βέβαια ως εκλεκτοί έπρεπε να έχουν περισσότερα προνόμια (κέρδη) από τους …παρακατιανούς. Δεν έλαβαν όμως υπόψη τους ότι οι μεγάλοι νάρκισσοι απατεώνες εξαπατούν τους πάντες, ακόμη και γαλαζοαίματους νάρκισσους, που πιστεύουν ότι τους οφείλονται τα πάντα και οι ίδιοι δεν οφείλουν τίποτα σε κανένα. Η απληστία και ο ναρκισσισμός των πελατών εξυπηρετούσαν θαυμάσια τον προφανή στόχο του Μάντοφ να μην τον πιάνουν τα «ραντάρ» των ελεγκτικών αρχών, μέσω της επιβολής ενός πέπλου μυστικότητας. Ο ίδιος ισχυριζόταν ότι η επιτυχία της ιδιόκτητης στρατηγικής του εξαρτιόταν από τη μυστικότητά της και σχεδόν όρκιζε τους επενδυτές του στην τήρηση της εχεμύθειας, απειλώντας ταυτόχρονα ότι θα τους επέστρεφε τα κεφάλαιά τους αν μιλούσαν.

Ποια ήταν όμως η κομπίνα του Μάντοφ; Όλοι ή σχεδόν όλοι οι πελάτες - επενδυτές του πίστευαν (πίστη - συναίσθημα αντί λογικής) ότι οι επενδύσεις των χρημάτων τους κινούνταν στο περίπλοκο και δυσνόητο πεδίο των δομημένων προϊόντων και των παραγώγων, στο πεδίο των λογισμικών της μη παραμετρικής στατιστικής και των διαφορικών εξισώσεων. Είναι αδύνατο να υπολογιστεί ο αριθμός των χρηματοοικονομικών προϊόντων που με απόκρυφες μεθόδους σκαρφίζονται χιλιάδες μαθηματικά μυαλά (ποσοτικοί αναλυτές) σ’ όλο τον κόσμο, προκειμένου οι πλούσιοι του πλανήτη να δημιουργούν και να διατηρούν τον πλούτο τους, υπερβαίνοντας νόμους, ρυθμίσεις, φορολογίες εισοδημάτων και περιουσίας. Παρένθεση: Όλα αυτά τα μαθηματικά μυαλά αντί να εργάζονται στους παραγωγικούς τομείς και ειδικότερα στον οικοδομικό κλάδο (πολιτικοί μηχανικοί), στα σχολεία (μαθηματικοί) και τα εργοστάσια (μηχανολόγοι - ηλεκτρολόγοι μηχανικοί) χρησιμοποιούνται από το σύστημα στη χρηματοοικονομική σφαίρα, για τη λειτουργία και αναπαραγωγή του. Κλείνει η παρένθεση. Ενώ όμως οι επενδυτές του φαντασιώνονταν περίπλοκες καταστάσεις, ο Μάντοφ έπαιζε, όπως και πριν χρόνια πλήθος συμπατριωτών μας, το σύστημα «αεροπλανάκι», ή όπως το βελτίωσαν ακόμη και οι γείτονές μας Αλβανοί το σύστημα «πυραμίδα». Ο μηχανισμός ενός συστήματος «πυραμίδα» είναι σχετικά απλός. Ειδικότερα προσφέρεται σε ενδιαφερόμενους η δυνατότητα να επενδύσουν σε μια επιχειρηματική δραστηριότητα, που φαίνεται πραγματική ή και λογική και η οποία υποτίθεται ότι εκμεταλλεύεται διάφορα χρηματοοικονομικά «παραθυράκια», δικαιολογώντας έτσι τα ασυνήθιστα γρήγορα και υψηλά κέρδη που προσφέρει. Στην πραγματικότητα σ’ ένα σχήμα «πυραμίδα» δεν υπάρχει ούτε πραγματική εταιρία, αλλά ούτε και πραγματικές επενδύσεις. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο παρά μόνο το ρευστό που μπαίνει και βγαίνει απ’ αυτό. Οι αρχικοί επενδυτές πληρώνονται από το αρχικό κεφάλαιο που απαιτεί το στήσιμο της κομπίνας και παίρνουν ολόκληρο το υποσχόμενο ποσό της μεγάλης απόδοσης, για λόγους διαφήμισης του προϊόντος στους γνωστούς τους. Από εκείνο το σημείο μέχρι να καταρρεύσει η κομπίνα, οι επενδυτές πληρώνονται με τα κεφάλαια που εισπράττονται από επόμενους επενδυτές. Συνήθως σημαντικός αριθμός επενδυτών επανατοποθετεί στο ίδιο προϊόν τα υποτιθέμενα κέρδη του. Στα χαρτιά – αλλά μόνο στα χαρτιά – γίνονται πλούσιοι. Η κομπίνα μπορεί να λειτουργεί όσο μπαίνουν στο παιχνίδι νέοι επενδυτές, τα χρήματα των οποίων χρησιμοποιούνται για να πληρώνονται οι παλιότεροι.

Όταν στο τέλος του 2008 ο Μάντοφ παραδόθηκε στις αρχές, το ποσό της απάτης του εκτιμήθηκε σε εξήντα πέντε (65) δισεκατομμύρια δολάρια, χωρίς να περιλαμβάνεται το ποσό που έχασαν οι ευρωπαίοι επενδυτές του, που όπως είναι ευνόητο δεν το δήλωσαν για να αποφύγουν τις κυρώσεις για φορολογικές και άλλες παραβάσεις τους.      

Μπέρνι Μάντοφ ένας μεγαλοπρεπής νάρκισσος 

Ο Μπέρνι Μάντοφ, άτομο εβραϊκής καταγωγής, υπήρξε βασιλιάς του χρηματιστηριακού κλάδου, σεβάσμιος συνιδρυτής και πρώην πρόεδρος του NASDAQ, ιδιοκτήτης μιας από τις πλέον επιτυχημένες χρηματιστηριακές εταιρίες της Γουόλ Στριτ και διαπρεπής φιλάνθρωπος της Νέας Υόρκης. Κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης έρευνάς του απασχόλησε έντονα τον ελεγκτή – συγγραφέα το ενδεχόμενο ο άνθρωπος αυτός να ήταν από εκείνους που κανείς δεν μπορεί ν’ αγγίξει, γιατί απλούστατα ήταν υπερβολικά ισχυρός για να νικηθεί. Όχι μόνο επειδή ήταν δισεκατομμυριούχος και γνώριζε τους πιο σημαντικούς ανθρώπους στη βιομηχανία του χρήματος ή επειδή είχε τη δυνατότητα να δημιουργεί και να καταστρέφει καριέρες, αλλά επειδή ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος της χρηματαγοράς. Αν ήταν απατεώνας, θα έθετε υπό αμφισβήτηση το σύστημα αξιών όλων των ανθρώπων της αγοράς. Ο Μπέρνι Μάντοφ ήταν η επιτομή του ανθρώπου του συστήματος, ενώ ο συγγραφέας – ελεγκτής ήταν αυτός που απειλούσε το σύστημα, ο «εκτός συστήματος». Πέρα και πάνω όμως από τα επιμέρους χαρακτηριστικά του, αυτό που καθορίζει την προσωπικότητα του Μάντοφ είναι ο έντονος ναρκισσισμός του. Ο Μάντοφ είναι ένας μεγαλοπρεπής νάρκισσος, ένας εξουσιομανής νάρκισσος, σαν αυτούς που βρίσκονται σε όλα τα κέντρα εξουσίας του συστήματος, ένας παθολογικός νάρκισσος (NPD), σαν αυτούς που είναι απαραίτητοι στον καπιταλισμό – καζίνο για να λειτουργήσει και να αναπαραχθεί. Ο Μάντοφ ήταν θηρευτής εξουσίας, όχι τόσο πολιτικής – κρατικής ή πλούτου, αλλά εξουσίας πάνω στα βαθύτερα ένστικτα των πελατών του, εξουσίας επιβολής της θέλησής του πάνω στις δικές τους (τους έπειθε να του εμπιστευθούν το πολυτιμότερο γι’ αυτούς πράγμα, το χρήμα τους, άρα τους ήλεγχε, τους εξουσίαζε). Αυτός ο ναρκισσισμός του ήταν ταυτόχρονα η αρρώστια του και η δύναμή του. Η ναρκισσιστική αίσθηση μεγαλείου τον ωθούσε έξω από την πραγματικότητα, πέρα από το νόμο, γιατί πίστευε ότι νόμιμο, δίκαιο και ηθικό ήταν αυτό που όριζε ο ίδιος. Μπορούσε να πείθει για τις ικανότητές του και το πρεστίζ της εταιρίας του, γιατί δεν ζούσε στον πραγματικό κόσμο της αγοράς με τους κανόνες και τα μεγέθη της, αλλά στο δικό του φαντασιακό κόσμο του μεγαλείου. Και ήταν αυτό το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του που τράβηξε κοντά του τόσο πολλούς ανθρώπους, από τους φτωχούς εβραίους των συναγωγών μέχρι τα μέλη των βασιλικών οικογενειών της Ευρώπης. Κατά την απολογία του στο Δικαστήριο, που τον καταδίκασε σε εκατόν πενήντα χρόνια κάθειρξη, ο Μάντοφ δήλωσε: «Δεν μπορώ να προσφέρω καμιά δικαιολογία για τη συμπεριφορά μου... όσο σκληρά και αν προσπάθησα, τόσο πιο βαθιά έπεφτα στην τρύπα, που ο ίδιος έσκαψα... Δεν μπορούσα να παραδεχτώ, ότι για μια φορά στη ζωή μου είχα αποτύχει...». Ένας μεγαλοπρεπής νάρκισσος δεν ξέρει να χάνει, γιατί η ήττα βρίσκεται έξω από τον κόσμο του…

Η νίκη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος στις ενδιάμεσες εκλογές των ΗΠΑ ως πισωγύρισμα


Στο τέλος Οκτωβρίου (2014) διενεργήθηκαν στις ΗΠΑ οι ενδιάμεσες εκλογές για την ανανέωση μέρους των αντιπροσώπων των δύο νομοθετικών σωμάτων (Βουλής και Γερουσίας). Τελικά ποιο ήταν το κύριο διακύβευμα σ’ αυτές τις εκλογές, ποιος κέρδισε και ποιος έχασε; Κατά τη γνώμη μου η νίκη των Ρεπουμπλικάνων, που πανηγυρίστηκε δεόντως από τη Γουόλ Στριτ με άνοδο του Χρηματιστηρίου, μπορεί να διαβαστεί, κυρίως στο συμβολικό πεδίο, ως πισωγύρισμα στον αδυσώπητο ανταγωνισμό και τον παθολογικό ναρκισσισμό, στο μότο «ο πρώτος είναι τα πάντα και ο δεύτερος σκ…», που είχαν κάπως μετριαστεί – κυρίως στο συμβολικό πεδίο και πάλι - μετά την εκλογή Ομπάμα. Η νίκη αυτή μπορεί ταυτόχρονα να εκληφθεί ως ήττα της ανοχής και της ανεκτικότητας προς τον αδύνατο συνάνθρωπο. Με την άνοδο του Ομπάμα στην εξουσία οι αδύνατοι, οι μη ανταγωνιστικοί, οι εκτός συστήματος, λόγω κάποιων κοινωνικών παρεμβάσεων, όπως το πρόγραμμα υγείας (medicare), ένιωσαν, σε κάποιο μικρό βαθμό και στα όρια ανοχής του συστήματος, περισσότερο άνθρωποι. Αυτό όμως η λευκή πλειοψηφία δεν το άντεξε. Έτσι λοιπόν συσπειρώθηκε κατά τις πρόσφατες ενδιάμεσες εκλογές και πέτυχε την ανατροπή και το πισωγύρισμα. Το πισωγύρισμα σε μια σκληρή κοινωνία που στον εντός του συστήματος που τα καταφέρνει, του δίνεται η δυνατότητα να περνάει καλά, μέχρι να γίνει και πάμπλουτος, ενώ όποιος δεν τα καταφέρνει τίθεται αυτόματα εκτός συστήματος και υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να καταλήξει στη φυλακή. Οι ΗΠΑ είναι η χώρα με τους περισσότερους φυλακισμένους αναλογικά με τον πληθυσμό. Τι θα γίνει όμως με τους αδύνατους, με αυτούς που δεν μπορούν να τα καταφέρουν στον σκληρό και αδυσώπητο ανταγωνισμό, που επιβάλλει το σύστημα ως βασική αρχή της λειτουργίας του και αναπαραγωγής του; Θα τους στείλει όλους στη φυλακή; Και πόσες φυλακές πρέπει να χτίσει ακόμα; Σημειωτέον ότι στη Φινλανδία, όταν κάποιο από τα μέλη μιας οικογένειας είναι σχιζοφρενής, αυτή επιδοτείται από το κράτος με τρεις χιλιάδες ευρώ. Στις ΗΠΑ αφήνεται στη μοίρα της. Αλλά και οι εντός συστήματος, οι πετυχημένοι ζουν στη δική τους «φυλακή», τους τοίχους της οποίας κτίζει η ναρκισσιστική νευρωτική υπερδραστηριότητα στον χώρο εργασίας, που αναιρεί την κοινωνική λειτουργία των ατόμων και τα εμποδίζει να ανταποκριθούν ικανοποιητικά στις απαιτήσεις της ζωής. Εκεί ακριβώς βρίσκεται το αμερικανικό αδιέξοδο. Ο δισεκατομμυριούχος χρηματιστής, μεγαλοεπενδυτής και ενίοτε κερδοσκόπος (ασαφείς διακρίσεις) Τζόρτζ Σόρος σε άρθρο του στη σουηδική εφημερίδα «Dagens Nyheter» που αναδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΚΕΡΔΟΣ» της 18.3.1998 υποστηρίζει: «Προσωπικά έχω κάνει μία ολόκληρη περιουσία μέσα στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, αλλά ακόμη εξακολουθώ να φοβάμαι ότι η άνευ ορίων επικράτηση ενός καπιταλιστικού συστήματος «laisser faire» και η συνεχής διάχυση των αξιών της αγοράς στη ζωή μας, απειλεί το μέλλον των δημοκρατικών κοινωνιών. Ο κύριος εχθρός μιας ανοιχτής κοινωνίας δεν είναι πλέον η κομμουνιστική απειλή, αλλά η καπιταλιστική. Είναι λάθος να καθιστούμε βασική αρχή μιας πολιτισμένης κοινωνίας την επιβίωση των ικανοτέρων». Εκεί ακριβώς βρίσκεται το αμερικανικό αδιέξοδο. Πιο συγκεκριμένα η δυναμική του συστήματος στηρίζεται στη δημιουργία και εκμετάλλευση ικανών, ανταγωνιστικών, παθολογικών νάρκισσων, όπως ο Μπέρνι Μάντοφ. Ταυτόχρονα όμως η δυναμική αυτή υποσκάπτεται από τη μάζα των αδύνατων και μη ανταγωνιστικών, που το σύστημα τους απορρίπτει στις φυλακές και στα συσσίτια της εκκλησίας. 

Όσο για μας που ψάχνουμε το μοντέλο ανάπτυξης και τη μορφή της οικονομίας και κοινωνίας που θα δημιουργήσουμε στη μεταμνημονιακή Ελλάδα, είναι ευνόητο ότι για να υπερβούμε τη «χύμα» κατάσταση της χώρας μας και την επικρατούσα μεθοδική θεσμική εξάλειψη της αξιοκρατίας, πρέπει να υιοθετήσουμε κάποιες …αμερικανικές μεθόδους και πρακτικές αξιολόγησης για την επιλογή των ικανών και αρίστων σε όλα τα επίπεδα. Επειδή όμως «μέτρον άριστον» πρέπει να αποφύγουμε να φθάσουμε στο άλλο άκρο, δηλαδή στην άκριτη υιοθέτηση ενός οικονομικού-κοινωνικου προτύπου απάνθρωπου ανταγωνισμού και παθολογικού ναρκισσισμού, όπου ο ισχυρός τα παίρνει όλα και ο αδύναμος καταλήγει στη φυλακή. Δεν μπορούμε να έχουμε ως πρότυπο μια οικονομία και μια κοινωνία που δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για να φυτρώνουν κάθε λογής Μάντοφ, αδίστακτοι θηρευτές εξουσίας και πλούτου, αλλά και οι πελάτες τους, που «τσιμπάνε», γιατί η «ψυχή» τους είναι ίδια… Από μια τέτοια κοινωνία που μοιάζει πολύ και με τη δική μας, πρέπει να γλυτώσουμε…

Δημήτριος Γ. Σουλιώτης
12 Νοεμβρίου 2014