Εισήγηση στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο 17-4-2024

ΑΡΙΘΜΟΣ ΕΚΘΕΜΑΤΟΣ: 7 ΑΕΔ-24/2Ο23 (παρ. απόφ. ΑΠ 1509/2023) Δικάσιμος: 17.4.2024 Εισηγ.: Ειρ. Σταυρουλάκη Έκθεση άρθρου 11 παρ...

2024-02-22

Απόφαση ΣτΕ Αριθμός 2307. Αγωγή των 29 για 10Α

Αριθμός 2307/2023

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Α΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Ιουνίου 2021, με την εξής σύνθεση: Άννα Καλογεροπούλου, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση της Προέδρου του Τμήματος και της Προεδρεύουσας Αντιπροέδρου, που είχαν κώλυμα, Όλγα Ζύγουρα, Παρασκευή Μπραΐμη, Σύμβουλοι, Χαρίκλεια Χαραλαμπίδη, Αντώνιος Ζιαμπάρας, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ειρήνη Δασκαλάκη, Γραμματέας του Α΄ Τμήματος.

Για να δικάσει την από 13 Μαρτίου 2020 αίτηση: των: 1. Ιωάννας Αχλαδιώτη του Σπυρίδωνος, κατοίκου Αλίμου Αττικής (Αφών Διδασκάλου 13), 2. Έλλης Βαξεβανάκη του Ιωάννη, κατοίκου Αγίας Παρασκευής Αττικής (Νεαπόλεως 8), 3. Ιουλίας Βαξεβανάκη του Ιωάννη, κατοίκου Νεάπολης (Λάμπρου Κατσώνη 31), οι οποίες παρέστησαν με τους δικηγόρους: α. Αντώνιο Ρουπακιώτη (Α.Μ. 2639) και β. Ευσταθία Κριεμάδη (Α.Μ. 24184), που τους διόρισαν με πληρεξούσια, 4. Ανδρέα Διαμαντή του Δημητρίου, κατοίκου Πάτρας (Προύσσης 106), ο οποίος με την από 11 Ιουνίου 2021 έγγραφη δήλωση του πληρεξουσίου του δικηγόρου Αντώνιου Ρουπακιώτη, παραιτήθηκε από το δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης, 5. Κωνσταντίνου Ευσταθίου του Παναγιώτη, κατοίκου Λαγονησίου Αττικής (Περδικοβρύσης και Φρατζή), 6. Ανδρέα Καραπαππά του Πέτρου, κατοίκου Γαλατσίου Αττικής (Ήρας 30), 7. Παναγιώτας - Αφροδίτης Καραφωτιά του Σπυρίδωνος, κατοίκου Νέου Ψυχικού Αττικής (Χρυσοστόμου Σμύρνης 64), 8. Κρίτωνος Καρσίκη του Χρήστου, κατοίκου Αγίας Παρασκευής Αττικής (Σολωμού 45), 9. Διονυσίου Κατσαδούρη του Φωτίου, κατοίκου Κηφισιάς Αττικής (Κυπαρισσίων 5), 10. Γεωργίας Κατσίγιαννη του Γερασίμου, κατοίκου Χαλανδρίου Αττικής (Υακίνθων 8), 11. Γεωργίου Κουλούρη του Σπυρίδωνος, κατοίκου Αθηνών (Κρέσνας 66), 12. Κωνσταντίνας Κουρκουτσάκη του Διονυσίου, κατοίκου Αθηνών (Φυλής 249Α), 13. Ευαγγελίας Κωνστανταράκη του Γεωργίου, κατοίκου Κορυδαλλού Αττικής (Χοζοβιωτίσσης 27), οι οποίοι παρέστησαν με τους ως άνω δικηγόρους: α. Αντώνιο Ρουπακιώτη και β. Ευσταθία Κριεμάδη, που τους διόρισαν με πληρεξούσια και οι οποίοι με προφορική δήλωση στο ακροατήριο διορθώνουν το όνομα του 8ου αιτούντος «Δημητρίου Καρσίκη» στο ορθό «Κρίτων Καρσίκη», 14. Παναγιώτη Μαλαπάσχα του Ερωτόκριτου, κατοίκου Βρίσας Λέσβου, ο οποίος με την από 11 Ιουνίου 2021 έγγραφη δήλωση του πληρεξουσίου του δικηγόρου Αντώνιου Ρουπακιώτη, παραιτήθηκε από το δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης, 15. Ασημίνας Μανουσάκη του Εμμανουήλ, κατοίκου Ηρακλείου Κρήτης (Ταγμ. Γιακουμάκη 23), 16. Δημητρίου Μασσαλά του Λάμπρου, κατοίκου Αθηνών (Καρκαβίτσα 14), 17. Νικίας Μεγαλοοικονόμου του Κωνσταντίνου, κατοίκου Λαγονησίου Αττικής (Περδικοβρύσης και Φρατζή), 18. Ελένης Μελισσείδου του Γεωργίου, κατοίκου Αγίας Παρασκευής Αττικής (Σπύρου Ματσούκα 10), 19. Αγγελικής Μπουλαλά του Δημητρίου, κατοίκου Αθηνών (Αληθείας 10), 20. Σωτηρίου Νικολόπουλου του Πέτρου, κατοίκου Νίκαιας Αττικής (Ι. Γκούρα 102), 21.Βασιλικής Νικολοπούλου του Νικολάου, κατοίκου Αθηνών (Έβρου 26), 22. Θεοχάρη Παπαμάργαρη του Μάργαρη, κατοίκου Μελισσίων Αττικής (Μυκόνου 9), 23. Ασημίνας Παπαμήτρου του Δημητρίου, κατοίκου Βραχατίου Κορινθίας (Ελ. Βενιζέλου 146), οι οποίοι παρέστησαν με τους ως άνω δικηγόρους, που τους διόρισαν με πληρεξούσια, 24. Εμμανουήλ Πολυζωίδη του Γεωργίου, κατοίκου Θεσσαλονίκης (Λογοθέτου 5), 25. Νικολάου Ραγιά του Γεωργίου, κατοίκου Θεσσαλονίκης (Φωκαίας 2), οι οποίοι με την από 11 Ιουνίου 2021 έγγραφη δήλωση του πληρεξουσίου τους δικηγόρου Αντώνιου Ρουπακιώτη, παραιτήθηκαν από το δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης, 26. Αμφίκλειας Τενεκίδου του Δαμιανού, κατοίκου Βούλας Αττικής (Δάφνης 39), 27. Γενοβέφας Φιωτάκη του Γεωργίου, κατοίκου Ηρακλείου Κρήτης (Φοίνικος 37), 28. Γεωργίου Φλεμετάκη του Ευστρατίου, κατοίκου Χανίων Κρήτης (περιοχή Βάμος) και 29. Μαρίας Χατούπη του Ανδρέα, κατοίκου Αθηνών (Μεθώνης 25-27), οι οποίοι παρέστησαν με τους ως άνω δικηγόρους, που τους διόρισαν με πληρεξούσια,

κατά του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, ο οποίος παρέστη με τη Γεωργία Ζουγανέλη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, και κατά των παρεμβαινόντων: 1. ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα της Ελλάδας (ΤτΕ)», που εδρεύει στην Αθήνα (Ελ. Βενιζέλου 21), η οποία παρέστη με τους δικηγόρους: α. Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου (Α.Μ. 13844) και β. Γεώργιο Μαθιόπουλο (Α.Μ. 28499), που τους διόρισε με πληρεξούσιο, 2. σωματείου με την επωνυμία «Σύλλογος Συνταξιούχων Τραπέζης Ελλάδος» (ΣΣΥΤΕ), που εδρεύει στην Αθήνα (Λέκκα 23-25), το οποίο παρέστη με τη δικηγόρο Αθηνά Πετρόγλου (Α.Μ. 14096), που τη διόρισε με πληρεξούσιο και 3. σωματείου με την επωνυμία «Σύλλογος Υπαλλήλων Τραπέζης Ελλάδος» (ΣΥΤΕ), που εδρεύει στην Αθήνα (Λέκκα 23-25), το οποίο παρέστη με τη δικηγόρο Γεωργία Φιλιπποπούλου (Α.Μ. 22387), που τη διόρισε με πληρεξούσιο.

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. Φ11321/57613/2541/16.1.2020 απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων (ΦΕΚ Β΄ 26/16.1.2020).Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Χαρίκλειας Χαραλαμπίδη.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους πληρεξούσιους των αιτούντων, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτηση και τους πληρεξουσίους των παρεμβαινόντων και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και  αφού μ ε λ έ τ η σ ε τα σχετικά έγγραφα

Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο ν  Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης κατατέθηκε το νόμιμο παράβολο (Κωδικός πληρωμής ηλεκτρονικού παραβόλου 329245870950 0515 0067/2020).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της Φ11321/57613/2541 απόφασης του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων με τίτλο «Έγκριση της αριθμ. 9/22.11.2019 απόφασης του Συμβουλίου Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος για τη συμπλήρωση του Καταστατικού του πρώην Ταμείου Συντάξεων Προσωπικού Τραπέζης της Ελλάδος (ΤΣΠ - TE)» (Β΄ 26/16.1.2020), κατά το μέρος που με την κανονιστική αυτή απόφαση ορίστηκε ότι οι ρυθμίσεις της διέπουν μόνο όσους συνταξιοδοτήθηκαν από την Τράπεζα της Ελλάδας από την 1η.1.2015 και εφεξής, επιδιώκεται δε, όχι η ακύρωση της απόφασης αυτής, αλλά η εφαρμογή της και στους συνταξιοδοτηθέντες πριν την πιο πάνω ημερομηνία.

3. Επειδή, από τους αιτούντες, οι Ανδρέας Διαμαντής, Παναγιώτης Μαλαπάσχας, Εμμανουήλ Πολυζωίδης και Νικόλαος Ραγιάς, δηλαδή ο τέταρτος (4ος), δέκατος τέταρτος (14ος), εικοστός τέταρτος (24ος) και εικοστός πέμπτος (25ος) κατά τη σειρά αναγραφής τους στο δικόγραφο, με την κατατεθείσα πριν τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο υπ’ αρ. πρωτ. ΣτΕ Π3959/11.6.2021 δήλωση παραίτησης του υπογράφοντος το δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης δικηγόρου, Αντώνιου Ρουπακιώτη, παραιτήθηκαν από το δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης. Συνεπώς, η δίκη πρέπει να κηρυχθεί καταργημένη ως προς τους πιο πάνω τέσσερις (4) αιτούντες.

4. Επειδή, η Τράπεζα της Ελλάδας (ΤτΕ), ενεργούσα ως φορέας κοινωνικής ασφάλισης, μετά την ανάθεση στην τελευταία, με το άρθρο 64 του ν. 3863/2010 (Α΄ 115), της άσκησης δημόσιας εξουσίας, η οποία συνίσταται στην υποχρεωτική ασφάλιση των εργαζομένων στην εν λόγω ανώνυμη εταιρεία καθ’ υποκατάσταση δημόσιου φορέα κοινωνικής ασφάλισης και στην παροχή συνταξιοδοτικών παροχών στους ήδη καταστάντες συνταξιούχους μετά την αποχώρησή τους από την εταιρεία αυτή (ΣτΕ 725/2017, 1068/2018, πρβ. ΣτΕ 960/2017 7μ.), παραδεκτώς παρεμβαίνει υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης κανονιστικής απόφασης, με την οποία θεσπίζονται ρυθμίσεις που αφορούν τις χορηγούμενες από αυτήν συνταξιοδοτικές παροχές (πρβ. ΣτΕ 545-546/2022 Ολομ.).

5. Επειδή, τα σωματεία «Σύλλογος Συνταξιούχων Τραπέζης της Ελλάδος» (ΣΣΥΤΕ) και «Σύλλογος Υπαλλήλων Τραπέζης της Ελλάδος» (ΣΥΤΕ), έχουν ασκήσει παρεμβάσεις με τα με αριθμ. καταθ. 558/ 21.9.2020 και 578/25.9.2020 δικόγραφα, αντιστοίχως. Όπως προκύπτει από το άρθρο 1 του Καταστατικού του πρώτου σωματείου (ΣΣΥΤΕ), αυτό έχει ως σκοπό, μεταξύ άλλων, τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών, ασφαλιστικών και συνδικαλιστικών συμφερόντων των μελών του, μέλη δε του σωματείου αυτού είναι αυτοδικαίως, κατά το άρθρο 2 του ίδιου Καταστατικού όλοι όσοι εξέρχονται από την ενεργό υπηρεσία της ΤτΕ και δικαιούνται σύνταξη από το πρώην ΤΣΠ-ΤτΕ. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το άρθρο 1 του Καταστατικού του δεύτερου σωματείου (ΣΥΤΕ), αυτό έχει ως σκοπό, μεταξύ άλλων, την προάσπιση των οικονομικών και επαγγελματικών συμφερόντων των μελών του, μέλη δε του σωματείου είναι εργαζόμενοι της ΤτΕ, οι οποίοι είναι και ασφαλισμένοι σε αυτή καθ΄ ο μέρος η εν λόγω ανώνυμη εταιρεία αποτελεί οργανισμό κοινωνικής ασφάλισης. Προς θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός τους προς άσκηση παρέμβασης στην παρούσα δίκη, το μεν πρώτο σωματείο επικαλείται ότι τυχόν ακύρωση της προσβαλλόμενης κανονιστικής απόφασης θα έχει ως συνέπεια την υποχρέωση όσων συνταξιοδοτήθηκαν από την ΤτΕ από 1.1.2015 και εφεξής να επιστρέψουν σε αυτήν τις συντάξεις που έλαβαν ως αχρεωστήτως καταβληθείσες, το δε δεύτερο σωματείο ισχυρίζεται ότι η ακύρωση της απόφασης αυτής θα έχει δυσμενείς συνέπειες στο συνταξιοδοτικό καθεστώς των εργαζομένων και ασφαλισμένων της ΤτΕ, καθώς θα οδηγήσει σε έλλειψη σαφούς νομοθετικού πλαισίου κατά την απονομή των κύριων συντάξεων στους εξερχόμενους από την υπηρεσία και θα επαναφέρει την κατάσταση της αβεβαιότητας και της εκκρεμότητας των αιτήσεων συνταξιοδότησης που υποβλήθηκαν από την ανωτέρω ημερομηνία και εφεξής. Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, με την κρινόμενη αίτηση επιδιώκεται η ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης καθ’ ο μέρος αποκλείεται η εφαρμογή της και στους συνταξιοδοτηθέντες πριν τις 1.1.2015 και όχι η ολοσχερής ακύρωσή της ώστε να μην εφαρμόζεται σε κανένα συνταξιούχο της ΤτΕ. Συνεπώς, και ανεξαρτήτως του ότι το πρώτο σωματείο δεν έχει έννομο συμφέρον και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι οι αιτούντες είναι μέλη του, αμφότερα τα πιο πάνω σωματεία ασκούν την κρινόμενη αίτηση χωρίς έννομο συμφέρον, δεδομένου ότι στο πλαίσιο της παρούσας δίκης δεν διακυβεύονται συμφέροντα μελών τους, αφού δεν επιδιώκεται η ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης και, συνεπώς, η μη εφαρμογή της, αλλά, αντιθέτως, η επέκταση της εφαρμογής της και σε όσους συνταξιοδοτήθηκαν πριν την 1η.1.2015.

6. Επειδή, στο άρθρο 47 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) ορίζεται ότι: «1. Αίτηση ακυρώσεως δικαιούται να ασκήσει ο ιδιώτης ή το νομικό πρόσωπο, τους οποίους αφορά η διοικητική πράξη ή των οποίων έννομα συμφέροντα, έστω και μη χρηματικά προσβάλλονται από αυτήν». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για την άσκηση της αίτησης ακύρωσης απαιτείται προσωπικό, άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον του αιτούντος και δεν αρκεί το γενικό ενδιαφέρον του κάθε πολίτη για την τήρηση των νόμων και τη σύννομη άσκηση της διοικητικής λειτουργίας. Στην ειδικότερη δε περίπτωση που ο αιτών ζητεί την ακύρωση πράξης με κανονιστικό χαρακτήρα, πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ότι θίγεται από τις προσβαλλόμενες κανονιστικές ρυθμίσεις λόγω συγκεκριμένης ιδιότητας ή νομικής κατάστασης στην οποία τελεί (ΣτΕ 2855 - 56/1985 Ολομ., 11256/2006 7μ., 1039, 2077, 3317/2014, 2336/2016 7μ., 136/2021).

7. Επειδή, από τα νομιμοποιητικά έγγραφα και λοιπά στοιχεία που προσκόμισαν οι αιτούντες ως προς τους οποίους η δίκη διατηρεί το αντικείμενό της και συγκεκριμένα οι Ιωάννα Αχλαδιώτη, Έλλη Βαξεβανάκη, Ιουλία Βαξεβανάκη, Κωνσταντίνος Ευσταθίου, Ανδρέας Καραπαππάς, Παναγιώτα - Αφροδίτη Καραφωτιά, Κρίτων Καρσίκης (όπως το όνομα αυτού διορθώθηκε με δήλωση των δικηγόρων του στο ακροατήριο από Δημήτριος σε Κρίτων), Διονύσιος Κατσαδούρης, Γεωργία Κατσίγιαννη, Γεώργιος Κουλούρης, Κωνσταντίνα Κουρκουτσάκη, Ευαγγελία Κωνστανταράκη, Ασημίνα Μανουσάκη, Δημήτριος Μασσαλάς, Νικίας Μεγαλοοικονόμου, Ελένη Μελισσείδου, Αγγελική Μπουλαλά, Σωτήριος Νικολόπουλος, Βασιλική Νικολοπούλου, Θεοχάρης Παπαμάργαρης, Ασημίνα Παπαμήτρου, Αμφίκλεια Τενεκίδου, Γενοβέφα Φιωτάκη και Μαρία Χατούπη, δηλαδή η πρώτη (1η), δεύτερη (2η), τρίτη (3η), πέμπτος (5ος), έκτος (6ος), έβδομη (7η), όγδοος (8ος), ένατος (9ος), δέκατη (10η), ενδέκατος (11ος), δωδέκατη (12η), δέκατη τρίτη (13η), δέκατη πέμπτη (15η), δέκατος έκτος (16ος), δέκατος έβδομος (17ος), δέκατη όγδοη (18η), δέκατη ένατη (19η), εικοστός (20ος), εικοστή πρώτη (21η), εικοστός δεύτερος (22ος), εικοστή τρίτη (23η), εικοστή έκτη (26η), εικοστή έβδομη (27η) εικοστή ένατη (29η) κατά τη σειρά αναγραφής στο δικόγραφο, προκύπτει ότι αυτοί έχουν καταστεί συνταξιούχοι του Ταμείου Συντάξεων Προσωπικού Τραπέζης της Ελλάδος (ΤΣΠ - ΤτΕ) ή του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ - ΕΤΑΜ), ως καθολικού διαδόχου του ΤΣΠ- ΤτΕ (άρθρα 1 και 2 του ν. 3655/2008, Α΄ 58 και 64 του ν. 3863/2010, Α΄ 115), μεταξύ των ετών 2003 και 2012, πλην του εικοστού όγδοου (28ου) Γεωργίου Φλεμετάκη, για τον οποίο δεν προσκομίστηκαν στοιχεία, από τα οποία να προκύπτει ότι αυτός κατέστη συνταξιούχος του ΤΣΠ - ΤτΕ ή του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ ως καθολικού διαδόχου του ΤΣΠ-ΤΕ και μάλιστα πριν την 1.1.2015. Οι προαναφερόμενοι αιτούντες προς θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός τους για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης ισχυρίζονται ότι θίγονται από την προσβαλλόμενη πράξη καθ’ ο μέρος ο οριζόμενος σε αυτή τρόπος υπολογισμού της σύνταξης δεν εφαρμόζεται και στους αιτούντες που συνταξιοδοτήθηκαν πριν τις 1.1.2015, αλλά μόνο σε όσους συνταξιοδοτούνται από 1.1.2015 και εφεξής, με συνέπεια να λαμβάνουν συντάξεις καθορισθείσες με προγενέστερο συνταξιοδοτικό καθεστώς λιγότερο ευνοϊκό από το θεσπισθέν με την προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση. Με τα δεδομένα αυτά, οι ανωτέρω αιτούντες, πλην του εικοστού όγδοου (28ου), ο οποίος δεν απέδειξε ότι έχει την ιδιότητα του συνταξιούχου του ΤΣΠ-ΤΕ (ή του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ ως καθολικού διαδόχου του ΤΣΠ-ΤΕ), παραπονούμενοι για τη μη εφαρμογή των ρυθμίσεων της προσβαλλόμενης κανονιστικής απόφασης και σε αυτούς, με έννομο συμφέρον ασκούν την κρινόμενη αίτηση. Εξάλλου, το αν με την προσβαλλόμενη απόφαση θεσπίζονται πράγματι ρυθμίσεις ευνοϊκότερες από τις ρυθμίσεις που ίσχυαν κατά τον χρόνο συνταξιοδότησης των αιτούντων και εφαρμόστηκαν σε αυτούς αποτελεί ζήτημα, το οποίο, εφόσον είναι κρίσιμο, θα ερευνηθεί κατά την εξέταση της βασιμότητας των παραπόνων των αιτούντων (βλ. ΣτΕ 545-546/2022 Ολομ.). Ως εκ τούτου, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από την παρεμβαίνουσα ΤτΕ ότι οι αιτούντες δεν έχουν έννομο συμφέρον να ασκήσουν την κρινόμενη αίτηση, εφόσον οι ρυθμίσεις της προσβαλλόμενης απόφασης δεν είναι ευνοϊκότερες από τις εφαρμοσθείσες στους αιτούντες κατά τη συνταξιοδότησή τους. Αντιθέτως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη ως προς τον εικοστό όγδοο (28ο) αιτούντα, διότι αυτός δεν απέδειξε το έννομο συμφέρον του για την άσκηση της αίτησης αυτής.

8. Επειδή, στις παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 10 του εγκριθέντος με την 21545/6/13.7.1927 απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας Καταστατικού του Ταμείου Συντάξεων Προσωπικού Τραπέζης της Ελλάδος και Κτηματικής (ΤΣΠ-ΤτΕ, ΦΕΚ Παράρτημα 174), το οποίο Ταμείο προήλθε από τη διχοτόμηση των Ταμείων Συντάξεων και Αυτασφάλειας του προσωπικού των Τραπεζών Ελλάδος, Εθνικής και Κτηματικής δυνάμει του ν.δ. 2626 της 17/29 Οκτ. 1953, Α΄ 293), όπως η παρ. 3 του άρθρου 10 αντικαταστάθηκε με την Β2/45/3/2459/6/17.12.1982 απόφαση του Υπουργού Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Β΄ 1037), ορίζονται τα εξής: «1. Συντάξεις δικαιούχων άρθρ. 7 του Κανονισμού. Η σύνταξις των κατά το άρθρ. 7 δικαιούχων καθορίζεται εις ποσοστά επί των συνταξίμων αποδοχών, αναλόγως των συνταξίμων ετών, κατά τα κατωτέρω καθοριζόμενα. 2. Συντάξιμα έτη. Συντάξιμα έτη είναι τα έτη εμμίσθου υπηρεσίας εν ταις Τραπέζαις Ελλάδος και ΚΑΤΕ ή παρά τη τέως ΚΤΕ και εφ’ όσον διά ταύτα ήσαν συμφώνως τω άρθρ. 6 του παρόντος Κανονισμού ησφαλισμένοι παρά τω Ταμείω ή παρά τω τέως Ταμείω Συντάξεων Προσωπικού Τραπεζών Εθνικής, Κτηματικής και Ελλάδος, προσηυξημένα κατά τον χρόνον προσμετρουμένης υπηρεσίας βάσει ετέρων διατάξεων του παρόντος Κανονισμού. Ίνα θεωρηθή ως συντάξιμος χρόνος ο παρά τη τέως ΕΤΕ χρόνος εμμίσθου υπηρεσίας ησφαλισμένου τινός δέον ούτος να ανήκεν εις το προσωπικόν της Τραπέζης της Ελλάδος ή της ΕΚΤΕ κατά την 1.10.53 (Ν.Δ. 2626/53) ή να ήτο συνταξιούχος του προκατόχου Ταμείου εξελθών της υπηρεσίας εκ των Τραπεζών Ελλάδος και ΕΚΤΕ. 3. Ποσοστά συντάξεων. Τα ποσοστά για τον καθορισμό της σύνταξης υπολογίζονται σε 2,2857% για κάθε συντάξιμο έτος από το 1ο μέχρι και του 35ου συμπεριλαμβανομένου οπότε συμπληρώνεται ποσοστό 80% των συντάξιμων αποδοχών και πέραν αυτού καμιά αύξηση του παραπάνω ποσοστού γίνεται. Ο υπολογισμός του ανωτέρω ποσοστού εφαρμόζεται και στις ασφαλιστικές περιπτώσεις που έχουν επέλθει μέχρι σήμερα και γι’ αυτό αναθεωρείται η σύνταξη των συνταξιούχων αυτοδίκαια από το Ταμείο, τα οικονομικά όμως αποτελέσματα του υπολογισμού αυτού αρχίζουν από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα της δημοσίευσης της παρούσης τροποποίησης». Περαιτέρω, στην παρ. 4 του ίδιου άρθρου 10 του Καταστατικού του ΤΣΠ - ΤτΕ, όπως η παρ. αυτή αντικαταστάθηκε με την Φ.45/709/2000 απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Β΄ 684) ορίζεται ότι: «Συντάξιμες αποδοχές. Ως συντάξιμες αποδοχές, από το σύνολο των κάθε είδους μηνιαίων αποδοχών θεωρούνται αποκλειστικά και μόνον: α) Για τα μέλη του κύριου και βοηθητικού προσωπικού που αποχωρούν από 1.1.1982 και μετέπειτα, ο βασικός μισθός που ελάμβαναν κατά τον τελευταίο πλήρη μήνα υπηρεσίας τους πριν από την αποχώρησή τους από την υπηρεσία της Τράπεζας. Για όσους είχαν αποχωρήσει από την υπηρεσία της Τράπεζας πριν από 1.1.1982, ο βασικός μισθός του κλιμακίου του Ενιαίου Μισθολογίου Τραπεζών, στο οποίο υπάγονται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην από 4.8.1982 ΣΣΕ ΑΥΕ 18617/1982 (ΦΕΚ 601/Β/82)». Εξάλλου, στο άρθρο 17 του ν. 1902/1990 (Α΄ 138) και στο άρθρο 66 του ν. 2084/1992 (Α΄ 165) προβλέφθηκε ότι οι συντάξεις και τα κατώτατα όρια που χορηγούν, μεταξύ άλλων, τα ειδικά ταμεία κύριας και επικουρικής ασφάλισης του άρθρου 9 του ν. 1976/1991 (στα οποία περιλαμβάνεται το ΤΣΠ - ΤτΕ) αναπροσαρμόζονται κατά το ποσοστό αναπροσαρμογής των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων. Περαιτέρω, στο άρθρο 18 του ν. 3193/2003 ορίστηκε ότι: «Με βάση τις υποχρεώσεις της Τράπεζας της Ελλάδος που απορρέουν από το άρθρο 38, για την καταβολή μισθού και σύνταξης (κύριας και επικουρικής), σε συνδυασμό με το άρθρο 71 του Καταστατικού της (Ν. 3424/1927): α) Η Τράπεζα της Ελλάδος εξακολουθεί να διασφαλίζει στο ακέραιο με κάθε πρόσφορο τρόπο τη βιωσιμότητα των οικείων Ασφαλιστικών Ταμείων («Ταμείο Συντάξεων Προσωπικού Τράπεζας της Ελλάδος» και «Μετοχικό Ταμείο Υπαλλήλων Τράπεζας της Ελλάδος») και τις ασφαλιστικές παροχές προς το προσωπικό της, όπως αυτές καταβάλλονται σύμφωνα με τα Καταστατικά των παραπάνω Ταμείων και την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία. 2...».

9. Επειδή, ακολούθως, με το άρθρο 1 του ν. 3655/2008 (Α΄ 58) το ΤΣΠ - ΤΕ, μεταξύ άλλων Ταμείων, εντάχθηκε στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ - ΕΤΑΜ). Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 2 του ίδιου νόμου, οι ασφαλισμένοι του ΤΣΠ -ΤΕ υπήχθησαν στην ασφάλιση του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ και διέπονταν ως προς τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης και τον τρόπο υπολογισμού της σύνταξης από τις διατάξεις της νομοθεσίας του ΤΣΠ - ΤΕ. Στη συνέχεια, στον ν. 3863/2010 (Α΄ 115), ο οποίος έχει τίτλο «Νέο Ασφαλιστικό Σύστημα και συναφείς διατάξεις, ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις» (Α΄ 115), και συγκεκριμένα στο άρθρο 64 του νόμου αυτού, το οποίο έχει τίτλο «Ασφάλιση του προσωπικού της Τράπεζας της Ελλάδος», όπως το εν λόγω άρθρο ισχύει μετά την κατάργηση των παρ. 2 και 3 αυτού, με το άρθρο 45 του ν. 4021/2011 (Α΄ 218), ορίζεται ότι: «1. Από την 1.1.2011 η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) αναλαμβάνει και ενεργεί την κοινωνική ασφάλιση του προσωπικού της, ως προς τους κλάδους κύριας και επικουρικής σύνταξης. Ασφαλιστέα πρόσωπα είναι αυτά που ορίζονται στο άρθρο 6 του Καταστατικού του πρώην ΤΣΠ-ΤΕ (ΦΕΚ 174 Β΄, απόφαση Υπουργού Εθνικής Οικονομίας 21545/1927), καθώς και στο άρθρο 2 του Καταστατικού του καταργούμενου με το άρθρο αυτό Μετοχικού Ταμείου ΤτΕ. Από την ίδια ως άνω ημερομηνία παύει η ασφάλιση των ανωτέρω προσώπων στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ και καταργείται το ‘’Μετοχικό Ταμείο Υπαλλήλων Τράπεζας της Ελλάδος’’. Το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού τόσο του πρώην ΤΣΠ - ΤΕ, που είχε περιέλθει στο ΙΚΑ - ΕΤΑΜ βάσει των άρθρων 1 και 2 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α΄), όσο και του καταργούμενου Μετοχικού Ταμείου Τράπεζας της Ελλάδος, περιέρχεται αυτοδίκαια στην Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία αποτελεί καθολική διάδοχο αυτών, χωρίς την καταβολή οποιουδήποτε φόρου, τέλους ή δικαιώματος τρίτων. Η οικονομική επιβάρυνση του κλάδου σύνταξης του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ, η οποία προκύπτει από την ένταξη σε αυτόν του ΤΣΠ - ΤΕ κατά το χρονικό διάστημα από 1.8.2008 έως 31.12.2010 αφαιρείται από το μεταφερόμενο ενεργητικό υπέρ του κλάδου σύνταξης του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ. ... Οι έως την 31.12.2010 συνταξιούχοι του πρώην ΤΣΠ/ΤΕ - ΙΚΑ/ΕΤΑΜ και του καταργούμενου Μετοχικού Ταμείου Υπαλλήλων Τράπεζας της Ελλάδος καθίστανται συνταξιούχοι της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία βαρύνεται στο εξής με την καταβολή των συντάξεων τους. Ο καθορισμός του χρόνου ασφάλισης, το είδος και το ύψος των παροχών, το ύψος των εισφορών, ο υπολογισμός του ποσού της σύνταξης και οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης διέπονται αντιστοίχως από τις διατάξεις του καταστατικού του πρώην ΤΣΠ-ΤΕ, όπως διαμορφώνονται με τις γενικές διατάξεις νόμων, τις διατάξεις του παρόντος νόμου, του Καταστατικού του ‘’Μετοχικού Ταμείου Υπαλλήλων Τράπεζας της Ελλάδος’’ και τις γενικές διατάξεις νόμων. Οι διατάξεις αυτές καθίστανται καταστατικές διατάξεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ως φορέα ασφάλισης του προσωπικού της, μεταφέρονται δε σε αυτήν όλα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των ασφαλισμένων και συνταξιούχων των κλάδων της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού. Οι καταστατικές αυτές διατάξεις, προσαρμοσμένες ως ανωτέρω, τροποποιούνται: α) με απόφαση του Συμβουλίου Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος, εγκρινόμενη από το Γενικό Συμβούλιο της Τράπεζας της Ελλάδος, προκειμένου για θέματα του Καταστατικού του Μετοχικού Ταμείου Υπαλλήλων Τράπεζας της Ελλάδος, β) με απόφαση του Συμβουλίου Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος, εγκρινόμενη από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, προκειμένου για καταστατικές διατάξεις του πρώην ΤΣΠ-ΤΕ. Για την εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν στη μεταβολή ασφαλιστικού φορέα, η Τράπεζα της Ελλάδος θεωρείται Οργανισμός Ασφάλισης. Χρόνος απασχόλησης στη ΤτΕ για τον οποίο χώρησε ασφάλιση στο πρώην ΤΣΠ - ΤΕ ή στο ΙΚΑ - ΕΤΑΜ κατά το χρονικό διάστημα από 1.8.2008 μέχρι την 31.12.2010 καθώς και χρόνος που αναγνωρίσθηκε και εξαγοράστηκε ως συντάξιμος στο πρώην ΤΣΠ - ΤΕ ή στον Κλάδο Σύνταξης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ λογίζεται ως διανυθείς στην ασφάλιση της Τράπεζας της Ελλάδος. Εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις του πρώην ΤΣΠ/ΤΕ-ΙΚΑ/ΕΤΑΜ και του καταργούμενου Μετοχικού Ταμείου Τράπεζας της Ελλάδος συνεχίζονται από την Τράπεζα της Ελλάδος, χωρίς να επέρχεται διακοπή δίκης. Δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται ισχύουν έναντι της Τράπεζας της Ελλάδος. Όπου από τις ισχύουσες γενικές διατάξεις νόμων ρυθμίζεται ζήτημα που αφορά τους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους του πρώην ΤΣΠ - ΤΕ ή εν γένει των πρώην Ειδικών Ταμείων, η ρύθμιση αφορά και τους ασφαλισμένους και συνταξιούχους της Τράπεζας της Ελλάδος… 4. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ρυθμίζεται κάθε ζήτημα που τυχόν ανακύπτει κατά την εφαρμογή του άρθρου αυτού».

10. Επειδή, περαιτέρω, στα άρθρα 2, 3 του πιο πάνω ν. 3863/ 2010, όπως τα άρθρα αυτά ίσχυαν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο 14 παρ. 2 του ν. 4337/2015 (Α΄ 129), πριν καταργηθούν με το άρθρο 27 παρ. 4 του ν. 4387/2016 (Α΄ 85), ορίζονταν τα εξής: Άρθρο 2 «1. Από 1.1.2015 και εφεξής καθιερώνεται βασική σύνταξη … 2. Την ανωτέρω βασική σύνταξη δικαιούνται: Α. Οι ασφαλισμένοι των οργανισμών κύριας ασφάλισης, πλην ΟΓΑ, καθώς και οι τακτικοί υπάλληλοι και λειτουργοί του Δημοσίου, … των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου… ανεξαρτήτως χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση, που είτε θεμελιώνουν δικαίωμα από 1.1.2015 και εφεξής είτε έχουν θεμελιώσει μέχρι 31.12.2014 αλλά η συνταξιοδότηση αρχίζει από 1.9.2015. ... Στους ασφαλισμένους των οποίων η σύνταξη, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Κεφαλαίου αυτού αποτελεί άθροισμα δύο τμημάτων, η Βασική σύνταξη υπολογίζεται αναλογικά, με βάση τα έτη ασφάλισης από 1.1.2011 και εφεξής προς το συνολικό χρόνο ασφάλισης…». Άρθρο 3. «1.Οι ασφαλισμένοι για πρώτη φορά από 1.1.2011 και εφεξής σε φορείς κύριας ασφάλισης, πλην ΟΓΑ, που είτε θεμελιώνουν δικαίωμα από 1.1.2015 και εφεξής, είτε έχουν θεμελιώσει μέχρι 31.12.2014 αλλά η σύνταξή τους αρχίζει από 1.9.2015, δικαιούνται αναλογικού ποσού σύνταξης, με βάση το συνολικό χρόνο ασφάλισής τους … Η μηνιαία σύνταξη των ανωτέρω, υπολογίζεται για κάθε πλήρες έτος ασφάλισης, με βάση ποσοστά επί των προβλεπομένων συντάξιμων αποδοχών ή ασφαλιστικών κατηγοριών, τα οποία καθορίζονται ως εξής:…». Περαιτέρω στο άρθρο 4 του ίδιου νόμου, όπως αυτό ίσχυε μετά την τροποποίησή του με το άρθρου 14 παρ. 3 του ν. 4337/2015 και πριν καταργηθεί με το άρθρο 27 παρ. 4 του ν. 4387/2016, οριζόταν ότι: «Όσοι έχουν υπαχθεί για πρώτη φορά στην ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο έως και 31.12.2010 και είτε θεμελιώνουν δικαίωμα από 1.1.2015 και εφεξής, είτε έχουν θεμελιώσει μέχρι 31.12.2014 αλλά η συνταξιοδότησή τους αρχίζει από 1.9.2015 δικαιούνται: α) τμήμα σύνταξης που αντιστοιχεί στο χρόνο ασφάλισης έως 31.12.2010, το οποίο υπολογίζεται με βάση τα ποσοστά και τις συντάξιμες αποδοχές ή ασφαλιστικές κατηγορίες ή τα οριζόμενα κατ΄ έτος ποσά συντάξεων, όπως ισχύον κατά το χρόνο της συνταξιοδότησης, …β) Τμήμα σύνταξης που αντιστοιχεί στο χρόνο ασφάλισής τους από 1.1.2011 έως την ημερομηνία συνταξιοδότησής τους. …».

11. Επειδή, ακολούθως με τον ν. 4387/2016 «Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας - Μεταρρύθμιση ασφαλιστικού - συνταξιοδοτικού συστήματος - Ρυθμίσεις φορολογίας εισοδήματος και τυχερών παιγνίων και άλλες διατάξεις» (Α΄ 85), ο οποίος άρχισε να ισχύει κατά το άρθρο 122 αυτού από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από τις 12.5.2016, αναμορφώθηκε πλήρως το ασφαλιστικό σύστημα της Χώρας, προβλέφθηκε δε εκ νέου, όπως προβλεπόταν και από τις καταργηθείσες διατάξεις του ν. 3863/2010, ότι η κύρια σύνταξη γήρατος αποτελείται από δύο τμήματα. Ειδικότερα, με το άρθρο 2 του πιο πάνω νόμου, υπό τον τίτλο «Εννοιολογικοί προσδιορισμοί», όπως το άρθρο αυτό ίσχυε τόσο πριν όσο και μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 22 του ν. 4670/2020 (Α΄ 43), ορίζεται ότι η κύρια σύνταξη που χορηγείται από τον συσταθέντα με τον ίδιο νόμο Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) υπολογίζεται εφεξής ως άθροισμα δύο τμημάτων, της «εθνικής σύνταξης» του άρθρου 7 του ν. 4387/2016 και της «ανταποδοτικής σύνταξης» του άρθρου 8 του ίδιου νόμου. Ορίζεται δε ότι η «εθνική σύνταξη» δεν χρηματοδοτείται από ασφαλιστικές εισφορές, αλλά απευθείας από τον Κρατικό προϋπολογισμό, ενώ η «ανταποδοτική σύνταξη» υπολογίζεται βάσει των αποδοχών, επί των οποίων καταβλήθηκαν εισφορές, του χρόνου ασφάλισης και του ποσοστού αναπλήρωσης, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο πιο πάνω άρθρο 8 του νόμου. Κατά την πρώτη εφαρμογή του νόμου η εθνική σύνταξη, υπό τις ειδικότερες προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 7 του ως άνω ν. 4387/2016, ανέρχεται στο ποσό των 384 ευρώ.

12. Επειδή, με το άρθρο μόνο της προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης, η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεων της παρ. 1 σε συνδυασμό με την παρ. 4 του πιο πάνω άρθρου 64 του ν. 3863/2010 και σύμφωνα με τη διαδικασία που περιγράφεται στην παρ. 1 του άρθρου αυτού, εγκρίθηκε η 9/22.11.2019 απόφαση του Συμβουλίου Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος για τη συμπλήρωση του Καταστατικού του πρώην ΤΣΠ - TE, με την οποία προστέθηκε άρθρο 10Α μετά το άρθρο 10 του Καταστατικού αυτού. Στο νέο άρθρο 10Α του Καταστατικού του ΤΣΠ - ΤΕ ορίζονται τα εξής: «1. Συνταξιούχοι μετά την 1.1.2015. Η σύνταξη ασφαλισμένων στην Τράπεζα της Ελλάδος που αποχωρούν και συνταξιοδοτούνται μετά την 1.1.2015 περιλαμβάνει: α) τμήμα σύνταξης που αντιστοιχεί στο χρόνο ασφάλισής τους μέχρι 31.12.2010 και υπολογίζεται με βάση τα ποσοστά και τις συντάξιμες αποδοχές ή ασφαλιστικές κατηγορίες ή τα οριζόμενα κατ’ έτος ποσά συντάξεων της ισχύουσας μέχρι 31.12.2014 νομοθεσίας και β) τμήμα σύνταξης που αντιστοιχεί στο χρόνο ασφάλισής τους από 1.1.2011 και μέχρι την ημερομηνία συνταξιοδότησής τους. Το ποσό αυτό προκύπτει από το άθροισμα της βασικής και της αναλογικής σύνταξης που υπολογίζεται για κάθε πλήρες έτος, ως κατωτέρω. 2. Βασική σύνταξη. α) Το ποσό της βασικής σύνταξης δεν αναλογεί σε ασφαλιστικές εισφορές και καθορίζεται στο ποσό των τριακοσίων εβδομήντα τριών (373) ευρώ μηνιαίως, για 12 μήνες. Το ποσό αυτό αναπροσαρμόζεται σε ετήσια βάση, με απόφαση του Συμβουλίου Ασφάλισης, με συντελεστή που διαμορφώνεται κατά 50% από τη μεταβολή του ΑΕΠ και κατά 50% από τη μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του προηγούμενου έτους. Σε καμία πάντως περίπτωση η αύξηση δεν μπορεί να υπερβαίνει την ετήσια μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, ενώ μείωση του ποσού της βασικής σύνταξης αποκλείεται. β) Το ποσό της βασικής σύνταξης μειώνεται για τους συνταξιούχους λόγω γήρατος κατά 1/35 για κάθε χρόνο που υπολείπεται των τριάντα πέντε (35) ετών διαμονής στην Ελλάδα, μεταξύ του 15ου και του 67ου έτους της ηλικίας. Μειώνεται επίσης στις περιπτώσεις θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος μειωμένης σύνταξης λόγω γήρατος, καθώς και χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου. Η μείωση της βασικής σύνταξης προκειμένου για τους ασφαλισμένους που λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη γήρατος, ανέρχεται σε 1/200 για κάθε μήνα που υπολείπεται για τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας πλήρους συνταξιοδότησης και μέχρι εξήντα (60) μήνες κατ’ ανώτατο όριο. Στις περιπτώσεις χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου, το ποσό της βασικής σύνταξης προσδιορίζεται για τον επιζώντα σύζυγο και κάθε συνδικαιούχο με βάση το δικαιούμενο ποσοστό σύνταξης λόγω θανάτου. γ) Προκειμένου για τέκνα, η καταβολή του εν λόγω ποσοστού της βασικής σύνταξης παύει με τη συμπλήρωση των ορίων ηλικίας που ορίζονται από τη νομοθεσία. Το καταβαλλόμενο σε αυτά ποσοστό, μετά τη διακοπή χορήγησής του, προστίθεται στο ποσοστό που χορηγείται στο δικαιούχο επιζώντα σύζυγο και μέχρι το ποσοστό της δικαιούμενης σύνταξης. Εάν ο συνταξιούχος λόγω θανάτου λαμβάνει και σύνταξη εξ ιδίου δικαιώματος από την Τράπεζα της Ελλάδος ή άλλον Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης, δικαιούται βασική/εθνική σύνταξη (ήτοι σύνταξης που δεν αναλογεί σε ασφαλιστικές εισφορές) μόνο για την εξ ιδίου δικαιώματος σύνταξη. Εάν λαμβάνει περισσότερες της μίας συντάξεις λόγω θανάτου από την Τράπεζα της Ελλάδος και άλλον Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης, δικαιούται μία βασική/εθνική σύνταξη, κατ` επιλογή του. Σε περίπτωση επιμερισμού της εξ ιδίου δικαιώματος σύνταξης μεταξύ δικαιούχου και τέκνων, το ποσό της βασικής σύνταξης κατανέμεται κατά τα ίδια ποσοστά. δ) Προκειμένου για συνταξιούχους εξ ιδίου δικαιώματος που λαμβάνουν περισσότερες της μίας συντάξεις, χορηγείται μία βασική/εθνική σύνταξη. Ο αρμόδιος φορέας για καταβολή της ανωτέρω σύνταξης, σε αυτή την κατηγορία συνταξιούχων, καθορίζεται άπαξ, κατ’ επιλογή του ασφαλισμένου, με σχετική δήλωσή του. Στην περίπτωση συνταξιούχου ή δικαιούμενου μίας πλήρους και μίας μειωμένης κύριας σύνταξης, το ποσό της χορηγούμενης σύνταξης της παρούσας παραγράφου είναι πλήρες και καταβάλλεται από το φορέα που χορηγεί την πλήρη σύνταξη. ε) Η εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων γίνεται με την επιφύλαξη των ρυθμίσεων περί προστασίας των πολιτών των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και των σχετικών συμβάσεων που έχει κυρώσει η Ελλάδα. 3. Αναλογική σύνταξη. α) Ως μηνιαίες συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό της αναλογικής σύνταξης γήρατος, αναπηρίας και θανάτου, λογίζεται το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών, πλην εκείνων του μήνα υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης και χωρίς υπολογισμό επιδομάτων εορτών και αδείας, που έλαβε ο ασφαλισμένος από 1.1.2011 και επί των οποίων καταβλήθηκαν ασφαλιστικές εισφορές, διά του αριθμού των μηνών απασχόλησης του ασφαλισμένου εντός της χρονικής αυτής περιόδου. Η μηνιαία σύνταξη των ανωτέρω, υπολογίζεται για κάθε πλήρες έτος ασφάλισης, με βάση ποσοστά επί των προβλεπομένων συντάξιμων αποδοχών ως ακολούθως: ΗΜΕΡΟΜΙΣΘΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ /ΕΤΗΣΙΟ ΠΟΣΟΣΤΟ ΑΝΑΠΛΗΡΩΣΗΣ ΓΙΑ ΟΛΟΝ ΤΟΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΒΙΟ ΒΑΣΕΙ H.A. (%) ... . Όπου ο χρόνος ασφάλισης υπολογίζεται σε μήνες ή έτη, κάθε μήνας αντιστοιχεί σε είκοσι πέντε (25) ημέρες ασφάλισης και κάθε έτος σε τριακόσιες (300) ημέρες ασφάλισης. β) Οι εν λόγω κατώτατοι συντελεστές αναπλήρωσης αυξάνονται με απόφαση του Συμβουλίου Ασφάλισης, εναρμονιζόμενοι προς την εκάστοτε ισχύουσα κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία. γ) Κατά τον προσδιορισμό των παραπάνω συντάξιμων αποδοχών, στις αποδοχές του ασφαλισμένου, για κάθε ημερολογιακό έτος, πλην εκείνων του τελευταίου έτους ή τμήματος έτους κατά το οποίο υποβάλλεται η αίτηση συνταξιοδότησης, συνυπολογίζονται τυχόν θετικές αυξήσεις του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή. δ) Το τελικό ποσό αναλογικής σύνταξης καθορίζεται για όλα τα έτη με βάση το συντελεστή που αντιστοιχεί στο τελευταίο πλήρες έτος ασφάλισης. 4. Μειωμένη σύνταξη: Σε περίπτωση απονομής μειωμένης σύνταξης γήρατος λόγω ορίου ηλικίας, ανεξάρτητα από το χρόνο υπαγωγής στην ασφάλιση, το ποσοστό μείωσης επιβάλλεται μόνο επί της βασικής σύνταξης και ορίζεται σε 1/200 επί του ποσού αυτής για κάθε μήνα που υπολείπεται από το κατά περίπτωση απαιτούμενο πλήρες όριο ηλικίας συνταξιοδότησης και μέχρι εξήντα (60) μήνες κατ΄ ανώτατο όριο. 5. Ανώτατα όρια συντάξεων: Η καταβολή του συνολικού ακαθάριστου ποσού κάθε μηνιαίας κύριας σύνταξης ή περισσότερων της μίας συντάξεων λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου, μη συμπεριλαμβανομένων των ποσών των χορηγουμένων επιδομάτων αναπηρίας από Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, τελεί υπό την επιφύλαξη του, τυχόν, γενικώς προβλεπομένου από την κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία ανωτάτου ορίου και δη από του χρόνου ισχύος του. 6. Ισχύς διατάξεων: Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου συμπληρώνουν και δεν θίγουν τις υπόλοιπες διατάξεις του Καταστατικού, ιδίως δε αυτές του άρθρου 10, κατισχύοντας πάντως εκείνων σε περίπτωση σύγκρουσης».

13. Επειδή, όπως συνάγεται από τις διατάξεις που παρατίθενται στην προηγούμενη σκέψη, με την προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση θεσπίζεται νέος τρόπος υπολογισμού των συντάξεων που χορηγούνται στους αποχωρήσαντες μετά την 1.1.2015 από την Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, ενεργεί ως φορέας κοινωνικής ασφάλισης. Η σύνταξη αυτή αποτελείται από δύο τμήματα: Από το τμήμα που αντιστοιχεί στον χρόνο ασφάλισης πριν τις 31.12.2010 και από το τμήμα που αντιστοιχεί στον χρόνο ασφάλισης μετά την 1.1.2011. Το δεύτερο αυτό τμήμα της σύνταξης προκύπτει από το άθροισμα της «βασικής» και της «αναλογικής» σύνταξης. Το ποσό της «βασικής» σύνταξης, στην περίπτωση χορήγησης πλήρους σύνταξης εξ ιδίου δικαιώματος σε διαμένοντα στην Ελλάδα για τουλάχιστον 35 έτη, ανέρχεται στο σταθερό ποσό των 373 ευρώ. Το ποσό της αναλογικής σύνταξης κυμαίνεται ανάλογα με τις συντάξιμες αποδοχές, τον χρόνο ασφάλισης και τον συντελεστή αναπλήρωσης, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην πιο πάνω υπουργική απόφαση. Ο υπολογισμός του δεύτερου αυτού τμήματος της σύνταξης (άθροισμα βασικής και αναλογικής), είναι παρόμοιος με τον τρόπο υπολογισμού (άθροισμα εθνικής και ανταποδοτικής) που θεσπίστηκε με τον ν. 4387/2016 για τον υπολογισμό των κύριων συντάξεων γήρατος που χορηγεί ο ΕΦΚΑ, ο οποίος από την 1η.3.2020 μετονομάστηκε σε Ηλεκτρονικό Εθνικό Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ, άρθρο 51 Α του ν. 4387/2016, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4670/2020) στην πλειοψηφία των συνταξιούχων της χώρας (βλ. άρθρα 2, 7, 8 και 28 του ν. 4387/2016, όπως τα άρθρα 2, 8 και 28 διαμορφώθηκαν τελικώς με τα άρθρα 22, 24 και 28, αντιστοίχως, του ν. 4670/2020). Όπως δε έχει κριθεί (βλ. ΣτΕ 1891/2019 Ολομ.), ο τρόπος αυτός υπολογισμού (του ν. 4387/2016) υιοθετήθηκε προκειμένου, μεταξύ άλλων, να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος. Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 10Α του Καταστατικού του ΤΣΠ-ΤΕ, το δεύτερο τμήμα της σύνταξης το οποίο χορηγείται στους συνταξιοδοτούμενους από την ΤτΕ μετά την 1.1.2015 και το οποίο αντιστοιχεί σε χρόνο ασφάλισης από την 1.1. 2011 και εφεξής διαμορφώνεται ως άθροισμα της «βασικής» και της «αναλογικής» σύνταξης. Η «βασική», δηλαδή, σύνταξη αποτελεί μέρος της μίας και μοναδικής σύνταξης που λαμβάνει η πιο πάνω κατηγορία συνταξιούχων (οι εξερχόμενοι από την υπηρεσία από την 1.1.2015 και εφεξής). Για τον καθορισμό δε του ύψους του υπολοίπου της χορηγούμενης στην ανωτέρω κατηγορία συνταξιούχων σύνταξης λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές που ελάμβανε ο συνταξιούχος όσο εργαζόταν και ο διανυθείς χρόνος ασφάλισής του, εφαρμοζομένων δύο διαφορετικών τρόπων υπολογισμού για τα ποσά της σύνταξης που αντιστοιχούν στο χρόνο ασφάλισης πριν και μετά την 1η.1.2011, με συνέπεια η απονεμόμενη στην ανωτέρω κατηγορία συνταξιούχων σύνταξη να διαμορφώνεται τελικώς σε ποσό, το οποίο αναλύεται σε άθροισμα επί μέρους ποσών σύνταξης ( σύνταξη που αντιστοιχεί στο χρόνο ασφάλισης πριν την 1.1.2011+ βασική σύνταξη + σύνταξη που αντιστοιχεί στο χρόνο ασφάλισης μετά την 1.1.2011), εν αντιθέσει με τη σύνταξη που λαμβάνουν οι αιτούντες, η οποία υπολογίζεται ενιαίως κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας που ίσχυε κατά το χρόνο εξόδου τους από την υπηρεσία.

14. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι το άρθρο 10Α του Καταστατικού του ΤΣΠ - ΤΕ, καθ’ ο μέρος σε αυτό γίνεται διαχωρισμός μεταξύ των συνταξιούχων που συνταξιοδοτήθηκαν πριν από την 1.1.2015 και όσων συνταξιοδοτήθηκαν μετά την ημερομηνία αυτή αντίκειται στην αρχή της ισότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι κατά τους αιτούντες, η μη εφαρμογή του νέου τρόπου υπολογισμού της σύνταξης που θεσπίστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση και σε αυτούς συνιστά δυσμενή διάκριση σε βάρος τους, αφού αυτοί στερούνται τη «βασική» σύνταξη, την οποία θα ελάμβαναν αν επεκτεινόταν και σε αυτούς η εφαρμογή της πιο πάνω διάταξης, και, περαιτέρω, λαμβάνουν σύνταξη που προσδιορίστηκε με βάση το βασικό μισθό τους και όχι με βάση το σύνολο των αποδοχών, το οποίο θα λαμβανόταν υπόψη αν εφαρμόζονταν οι διατάξεις του άρθρου 10 Α του Καταστατικού και στους ίδιους.

15. Επειδή, στις παρ. 1 και 5 του άρθρου 4 ορίζεται ότι «1. Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. … 5. Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Στο άρθρο 22 παρ. 5 ορίζεται ότι «Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι το Σύνταγμα, με το άρθρο 22 παρ. 5, κατοχυρώνει τον θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων και ανάγει τη μέριμνα για την προαγωγή του σε σκοπό του Κράτους (ΣτΕ 1890/2019 Ολομ. σκ. 8), με γνώμονα την κάλυψη ολόκληρου του εργαζομένου πληθυσμού της Χώρας και την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου. Ανέθεσε δε την εξειδίκευσή της, ανάλογα με τις περιστάσεις, στον νομοθέτη, ο οποίος κατά την επιδίωξη του σκοπού αυτού έχει ευρεία εξουσία για τη ρύθμιση των σχετικών θεμάτων, υποκείμενος μόνο σε περιορισμούς που επιβάλλονται από άλλες συνταγματικές διατάξεις. Ειδικότερα, ο τρόπος υπολογισμού των συντάξεων των ασφαλισμένων και ο καθορισμός των αποδοχών που λαμβάνονται κάθε φορά υπόψη για τον υπολογισμό αυτό επαφίεται στον κοινό νομοθέτη και στην κατ’ εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση, κατά τη ρύθμιση δε των θεμάτων αυτών οι ασφαλιστικές παροχές δεν απαιτείται να βρίσκονται σε σχέση ευθείας ανταποδοτικότητας προς τις εισφορές που έχουν καταβληθεί, καθόσον η αρχή της ανταποδοτικότητας μεταξύ ασφαλιστικών εισφορών και παροχών και η αναλογία ασφαλιστικών παροχών και ασφαλιστικών εισφορών δεν κατοχυρώνονται συνταγματικώς (ΣτΕ 3487/2008 Ολομ. σκ. 13, 2126/2019 σκ. 5, 600/2015 σκ. 6, 619/2012 σκ. 7, 4132/2011 7μ. σκ. 12, 2298/2010 7μ. σκ. 11, 157/2009 σκ. 7 κ.ά.). Περαιτέρω, ο κοινός νομοθέτης και η κατ’ εξουσιοδότηση νόμου κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση δεν κωλύονται από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις να μεταβάλλουν για το μέλλον το σύστημα συνταξιοδότησης κατηγοριών ασφαλισμένων, είτε με τη συνολική αναμόρφωση ή τη θέσπιση ενός νέου συστήματος συνταξιοδότησης (βλ. ΣτΕ 1890/2019 Ολομ. σκ. 5) είτε με τη θέσπιση επιμέρους τροποποιήσεων, ιδίως σε σχέση με το ύψος των ασφαλιστικών παροχών ή τον τρόπο υπολογισμού των συντάξεων (βλ. ΣτΕ 435-436/2022 Ολομ., σκ. 25, 835/2020 σκ. 10, 2126/2019 σκ. 5, 2429/2018 7μ. σκ. 8, 3281/2017 7μ. σκ. 23, 1709/2017 7μ. σκ. 7, 734/2016 Ολομ., 3413/2013 7μ. σκ. 6, 3145/2013 σκ. 4, 2913/2013 σκ. 4, 1783/2013 σκ. 5, 619/2012 σκ. 7, 3/2012 σκ. 11, 4126/2011 σκ. 2 και 4, 2317/2010 σκ. 6, 2298/2010 7μ. σκ. 10, 1219/2010 σκ. 7, 2030/2009 σκ. 5, 1817/2009 σκ. 6, 1689/2009 7μ. σκ. 8, 157/2009 σκ. 7, 3487/2008 Ολομ. σκ. 11 364/2005 σκ. 5, 3379/2004 σκ. 5, 1077/2003 7μ. σκ. 7, 1867/2001 σκ. 5, 3740/1999 7μ. σκ. 13, 3615/1999 σκ. 7, 3107/1999 σκ. 5, 58/1999 σκ. 6, 4078/1996 σκ. 4, 3072/1992 σκ. 4, 615/1991 σκ. 4, 473/1990 σκ. 5, 1631/1989 7μ. σκ. 5, 251/1989 σκ. 4, 4884/1988 σκ. 3, 505/1988 7μ., 4139/1986, 40/1985, 2914/1983, 1508/1982, 3852/1979). Εξάλλου, ο χρόνος αποχώρησης από την υπηρεσία και υποβολής του αιτήματος για συνταξιοδότηση αποτελούν παράγοντες αρκούντως αντικειμενικούς που δικαιολογούν τη διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των ασφαλισμένων σε περίπτωση νομοθετικής μεταβολής (ΣτΕ 545 - 546/2022 Ολομ. σκ. 25, 835/2020 σκ. 10, 2126/2019 σκ. 5, 1374/2019 σκ. 8, 2429/2018 7μ. σκ. 19, 3281/2017 7μ. σκ. 23, 1709/2017 7μ. σκ. 7, 719/2016 σκ. 7, 5-6/2016 σκ. 9, 600/2015 σκ. 6, 3413/2013 7μ. σκ. 6, 3145/2013 σκ. 8, 2913/2013 σκ. 8, 682/2013 σκ. 4, 619/2012 σκ. 7, 3/2012 σκ. 11, 4132/2011 7μ. σκ. 11, 4126/2011 σκ. 2, 3132/2011 σκ. 6, 2298/2010 7μ. σκ. 10, 2197/2010 Ολομ. σκ. 20, 1494/2010 σκ. 11, 1817/2009 σκ. 6, 1689/2009 7μ. σκ. 8, 1602/2009 σκ. 3, 527/2009 σκ. 7, 157/2009 σκ. 7, 3487/2008 σκ. 11, 2900/2008 σκ. 4, 718/2006 σκ. 7, 707/2006 7μ. σκ. 6, 1908/2005 σκ. 3, 3379/2004 σκ. 5, 3177/2004 σκ. 5, 135/2002 σκ. 10, 665/2000 σκ. 11, 3740/1999 7μ. σκ. 11, 3615/1999 σκ. 7, 58/1999 σκ. 6, 2031/1994 7μ. σκ. 10, 473/1990 σκ. 5, 251/1989 σκ. 4, 4884/1988 σκ. 3, 2971/1987, 40/1985, 2914/1983, 1508/1982).

16. Επειδή, περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (ΠΠΠ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνον για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια της περιουσίας, η οποία έχει αυτόνομο περιεχόμενο, ανεξάρτητο από την τυπική κατάταξη των επιμέρους περιουσιακών δικαιωμάτων στο εσωτερικό δίκαιο, περιλαμβάνονται όχι μόνον τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα «περιουσιακής φύσεως», καθώς και τα κεκτημένα «οικονομικά συμφέροντα». Ενόψει των ανωτέρω, περιουσία, κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, αποτελούν και οι έναντι των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης αξιώσεις για τη χορήγηση προβλεπόμενων από την εθνική νομοθεσία κοινωνικοασφαλιστικών παροχών, τόσο στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος είχε υποχρεωτικώς καταβάλει στο παρελθόν εισφορές, όσο και στην περίπτωση κατά την οποία η χορήγηση της συγκεκριμένης παροχής δεν εξαρτάται από την καταβολή προηγουμένως εισφορών, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις που τίθενται, κατά περίπτωση, από το εθνικό δίκαιο (βλ. αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α. Vesna Hasani κατά Κροατίας, της 30.9.2010, Andrejeva κατά Λετονίας, της 18.2.2009, Νο 55707/00, σκέψη 77, Stec και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Νο 65731/01 και 65900/01, σκέψη 54, Jankovic κατά Κροατίας, της 12.10.2000, Νο 43440/98, Kjartan Asmundsson κατά Ισλανδίας, της 12.10.2004, No 60669/00, σκέψη 39, Domalewski κατά Πολωνίας, της 15.6.1999, Νο 34610/97). Πάντως, με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σύνταξης ορισμένου ύψους (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. απόφαση της 25.10.2011, Valkov και λοιποί κατά Βουλγαρίας, σκ. 84, απόφαση επί του παραδεκτού της 8.10.2013, Da Conceiçao Mateus και Santos Januario κατά Πορτογαλίας, σκ. 18, απόφαση της 8.10.2013, Pejcic κατά Σερβίας, σκ. 54), με συνέπεια να μην αποκλείεται, καταρχήν, διαφοροποίηση του ύψους της συνταξιοδοτικής παροχής αναλόγως με τις επικρατούσες εκάστοτε συνθήκες ή μεταβολή του συστήματος υπολογισμού της.

17. Επειδή, ο κανονιστικός νομοθέτης δεν κωλυόταν από τις ανωτέρω συνταγματικές και υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις να θεσπίσει με την προσβαλλόμενη απόφαση τις διατάξεις του άρθρου 10 Α του Καταστατικού του ΤΣΠ - ΤΕ και να εισαγάγει νέο σύστημα υπολογισμού συντάξεων για τους συνταξιοδοτούμενους από την 1.1.2015 και εφεξής, ούτε επιβαλλόταν από τις ίδιες διατάξεις να προβλεφθεί νομοθετικώς η επέκταση της εφαρμογής των ρυθμίσεων της προσβαλλόμενης απόφασης στους συνταξιοδοτηθέντες πριν την πιο πάνω ημερομηνία, των οποίων η σύνταξη είχε υπολογιστεί με βάση το ισχύον κατά τον χρόνο αποχώρησής τους από την υπηρεσία νομοθετικό καθεστώς (βλ. ΣτΕ Ολομ. 545 - 546/2022). Όπως δε προκύπτει από το περιεχόμενο των καταστατικών ρυθμίσεων που θεσπίστηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση, ο κανονιστικός νομοθέτης θέλησε, κατ’ ενάσκηση σχετικής ευχέρειας συνταγματικώς θεμιτής, να θεσπίσει για όσους ασφαλισμένους της Τράπεζας της Ελλάδος συνταξιοδοτούνται από την 1.1.2015 και εφεξής (για το τμήμα της σύνταξής τους που αντιστοιχεί στον χρόνο ασφάλισης από 1.1.2011 και εφεξής) ένα σύστημα υπολογισμού κύριας σύνταξης παρεμφερές με το σύστημα που θεσπίστηκε για όλους τους λοιπούς ασφαλισμένους που υπάγονται στην ασφάλιση του e-ΕΦΚΑ (βλ. άρθρα 7, 8 και 28 του ν. 4387/2016, όπως τα άρθρα 8 και 28 διαμορφώθηκαν τελικώς με τα άρθρα 24 και 28 του  
ν. 4670/2020). Υπό τα δεδομένα αυτά, το γεγονός ότι οι επίμαχες διατάξεις της προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης, οι οποίες έχουν προστεθεί ως άρθρο 10 Α του Καταστατικού του ΤΣΠ - ΤΕ, δεν καταλαμβάνουν την κατηγορία ασφαλισμένων που είχαν ήδη αποχωρήσει από την υπηρεσία πριν από την 1.1.2015, των οποίων η σύνταξη υπολογίστηκε με βάση το ισχύον κατά τον χρόνο συνταξιοδότησής τους ασφαλιστικό καθεστώς, τη συνταγματικότητα του οποίου δεν αμφισβητούν, δεν συνιστά άνιση μεταχείριση αυτών έναντι της κατηγορίας των συνταξιοδοτηθέντων από 1.1.2015 και εφεξής αντικείμενη στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος. Περαιτέρω, οι διατάξεις αυτές καθ’ ο μέρος δεν προβλέπουν επέκταση της εφαρμογής τους και στους αιτούντες που συνταξιοδοτήθηκαν πριν την 1.1.2015 δεν αντίκεινται ούτε στα άρθρα 17 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος ούτε στο άρθρο 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ. Συνεπώς, δεν στοιχειοθετείται παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας εκ μέρους της κανονιστικώς δρώσας διοίκησης που εξέδωσε την προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, η διαφορετική δε μεταχείριση των δύο πιο πάνω κατηγοριών συνταξιούχων, στηριζόμενη στον αρκούντως αντικειμενικό παράγοντα του διαφορετικού χρόνου αποχώρησης από την υπηρεσία και υποβολής της αίτησης για συνταξιοδότηση, παρίσταται δικαιολογημένη και άρα σύμφωνη με τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας (πρβ. ΣτΕ Ολομ. 545-546/2022). Περαιτέρω, δεν τίθεται για τους αιτούντες ζήτημα παραβίασης της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της χρηστής διοίκησης μετά τη θέσπιση νέου διαφορετικού τρόπου υπολογισμού της συνταξιοδοτικής παροχής για τους συνταξιοδοτούμενους από 1.1.2015 με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεδομένου ότι το
ασφαλιστικό καθεστώς των αιτούντων, όπως είχε διαμορφωθεί με βάση την ισχύουσα κατά τη συνταξιοδότησή τους νομοθεσία, δεν ανατράπηκε με τις ρυθμίσεις της απόφασης αυτής. Τέλος, κατά τα ήδη εκτεθέντα στη 15η σκέψη, τυχόν καταβολή υψηλότερων ποσών εισφορών εκ μέρους των αιτούντων σε σχέση με τους συνταξιοδοτούμενους από 1.1.2015 και εφεξής δεν θέτει ζήτημα αντίθεσης της προσβαλλόμενης απόφασης προς καμία συνταγματική διάταξη, δεδομένου ότι η ευθεία αναλογία εισφορών και παροχών δεν κατοχυρώνεται συνταγματικώς. Συνεπώς, όλα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

18. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί.


Δ ι ά τ α ύ τ α

Καταργεί τη δίκη ως προς τους Ανδρέα Διαμαντή, Παναγιώτη Μαλαπάσχα, Εμμανουήλ Πολυζωίδη και Νικόλαο Ραγιά.

Απορρίπτει την αίτηση ως προς τους λοιπούς αιτούντες.

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.

Δέχεται την παρέμβαση της Τράπεζας της Ελλάδος.

Απορρίπτει τις παρεμβάσεις του Συλλόγου Συνταξιούχων Τραπέζης Ελλάδος και του Συλλόγου Υπαλλήλων Τραπέζης Ελλάδος.

Και

Επιβάλλει σε βάρος των αιτούντων, ως προς τους οποίους η δίκη διατηρεί το αντικείμενό της, συμμέτρως, τη δικαστική δαπάνη: α) του καθ’ ου Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, η οποία ανέρχεται στα τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ και β) της παρεμβαίνουσας Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία ανέρχεται στα εξακόσια σαράντα (640) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 22 Μαρτίου 2023


Η Προεδρεύουσα Σύμβουλος Η Γραμματέας του Α΄ Τμήματος
Άννα Καλογεροπούλου             Ειρήνη Δασκαλάκη

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 18ης Δεκεμβρίου 2023.

Η Πρόεδρος του Α´ Τμήματος     Η Γραμματέας του Α´ Τμήματος
Μαρίνα-Ελένη Κωνσταντινίδου     Ειρήνη Δασκαλάκη

ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ

Εντέλλεται προς κάθε δικαστικό επιμελητή να εκτελέσει όταν του το ζητήσουν την παραπάνω απόφαση, τους Εισαγγελείς να ενεργήσουν κατά την αρμοδιότητά τους και τους Διοικητές και τα άλλα όργανα της Δημόσιας Δύναμης να βοηθήσουν όταν τους ζητηθεί.

Η εντολή πιστοποιείται με την σύνταξη και την υπογραφή του παρόντος.

Αθήνα, ..............................................

Η Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος Η Γραμματέας του Α΄ Τμήματος