Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

2021-02-28

Τι βρισκόταν κάτω από το εμβληματικό κτίριο της Τράπεζας της Ελλάδος;

Το κεντρικό, ιστορικό κτίριο της οδού Πανεπιστημίου 21, που εγκαινιάστηκε στις 4 Απριλίου 1938, θεμελιώθηκε εκεί όπου ξεκινούσε η πορεία των κατοίκων της πόλης προς το επέκεινα.
Αρχαία αντικείμενα της Συλλογής της Τράπεζας της Ελλάδος

Ο περιπατητής της Πανεπιστημίου ή ο βιαστικός περαστικός σπανίως αναρωτιέται τι μπορεί να υπάρχει κάτω από το εμβληματικό κτίριο της Τράπεζας της Ελλάδος. Σπανίως, επίσης, μπορεί να φανταστεί τον τρόπο με τον οποίον είχε αρθρωθεί η πόλη της Αθήνας εντός και εκτός των τειχών της, που μόνο τα εμφανή σε σημεία της απομεινάρια λειτουργούν ως υπενθύμιση μιας καθημερινότητας που παραμένει αιωνίως γοητευτική και μυστηριώδης.

Μεγάλη μερίδα των Αθηναίων αγνοεί ότι το κεντρικό, ιστορικό κτίριο της οδού Πανεπιστημίου 21 στο πολύβουο κέντρο της Αθήνας, που εγκαινιάστηκε στις 4 Απριλίου 1938, θεμελιώθηκε εκεί όπου ξεκινούσε η πορεία των κατοίκων της πόλης προς το επέκεινα και πως στα σπλάχνα του εντοπίστηκαν το 1932 τάφοι του βορειοανατολικού νεκροταφείου της αρχαίας Αθήνας, που βρισκόταν εκτός των τειχών του άστεως.

Σε μια έκδοση του Κέντρου Πολιτισμού, Έρευνας και Τεκμηρίωσης της Τράπεζας της Ελλάδος με τίτλο «Εκ Θεμελίων», η συγγραφέας και δρ. Αρχαιολογίας Κλεοπάτρα Παπαευαγγέλου-Γκενάκου εξετάζει αφενός το αρχαιολογικό παρελθόν του οικοδομικού τετραγώνου που καταλαμβάνει η Τράπεζα, όπως αποτυπώνεται σε 43 αρχαία αντικείμενα που βρέθηκαν κατά την εκσκαφή των θεμελίων του κεντρικού κτιρίου της, αφετέρου το χωροταξικό περιβάλλον του, αξιοποιώντας αρχαιολογικές δημοσιεύσεις, παλαιούς χάρτες των Αθηνών, εικονογραφήσεις βιβλίων και περιοδικών, πίνακες ζωγραφικής και φωτογραφικά πανοράματα, και σε 400 σελίδες μάς παρουσιάζει μια περισπούδαστη μελέτη μέσα στην οποία ισορροπούν οι ιστορίες του αρχαίου και του σύγχρονου κόσμου και φανερώνεται το πλούσιο αρχαιολογικά υπέδαφος της Αθήνας και η ιστορία της γοργής ανάπτυξής της.

Ο πόνος της απώλειας του προσφιλούς προσώπου, η ελπίδα της μετά θάνατον ζωής και η λαχτάρα για αιώνια μνήμη αποτυπώνονται σε επιτύμβια σήματα και πλούσιες προσφορές αλλά και σε ταπεινούς τάφους που με μεγάλη φροντίδα οι οικείοι φροντίζουν, υπακούοντας σε ηθικούς κανόνες, αλλά και φοβούμενοι τη Νέμεση, αφού η μη πλήρωση των ταφικών υποχρεώσεων αποτελούσε ύβρη.

Οι εργασίες εκσκαφής κατά τη θεμελίωση του Μεγάρου
της Τράπεζας της Ελλάδος στη λεωφόρο Πανεπιστημίου

Η πρώτη αναφορά στην ύπαρξη αρχαίων τάφων και στην εύρεση κεραμικής στο οικόπεδο της Τράπεζας έγινε το 1938, στον επετειακό τόμο για τα εγκαίνια του κεντρικού καταστήματος, όταν ο τμηματάρχης της τράπεζας και πρώτος σχεδιαστής τραπεζογραμματίων Μιχαήλ Αξελός έδειξε το πρώτο αγγείο που βρέθηκε στον διευθυντή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, Γεώργιο Οικονόμο. Η Τράπεζα ζήτησε την άδεια συγκρότησης μικρής συλλογής και τα 43 ανευρεθέντα αρχαία αντικείμενα βρήκαν τη θέση τους «εις ειδικήν προς τούτον προθήκην» στα γραφεία της διοίκησης.

Τα ευρήματα είναι τυχαία και δεν αποτελούν προϊόντα αρχαιολογικής ανασκαφής. Εκτός από τον τόπο και τον χρόνο εύρεσής τους, δεν είναι γνωστά άλλα, σημαντικά για την έρευνα στοιχεία, όπως ο αριθμός και ο τύπος των τάφων, η στρωματογραφία και γενικώς τα αρχαιολογικά συμφραζόμενα που θα επέτρεπαν τη διάκριση των ταφικών συνόλων ή θα πρόσφεραν πληροφορίες για την οργάνωση της νεκρόπολης, που διαμορφώθηκε κατά τη γεωμετρική και κλασική εποχή στη βορειοανατολική πλευρά της πόλης, και την αδιάλειπτη λειτουργία της επί δώδεκα αιώνες.

Αγγεία πόσης, αποθήκευσης και μυροδοχεία,
ανάλογα με το τι χρειάζονταν ενόσω ήταν εν ζωή,
συνόδευαν τους νεκρούς.

Αυτή η λειτουργία διακόπτεται τον έκτο μ.Χ. αιώνα και η περιοχή θα δεχτεί την επέμβαση των ανθρώπων με την ίδρυση ναϊκών οικοδομημάτων μεταξύ του δέκατου και δωδέκατου αιώνα, όχι όμως και οικιστική διάθεση έως τον δέκατο ένατο αιώνα, όπως διαπιστώνεται από τις εικονογραφήσεις και χαρτογραφήσεις της πόλης που κατέλιπαν οι περιηγητές ήδη από τον δέκατο έβδομο αιώνα και μας δείχνουν ότι η περιοχή ήταν χέρσοι αγροί. Ο χώρος αποτυπώθηκε ως «τετράγωνο 15» για πρώτη φορά το 1836, δύο χρόνια αφότου η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους. Έκτοτε ξεκινά όχι μόνο η σύνδεσή του με τον αστικό ιστό αλλά και η ραγδαία πολεοδομική του εξέλιξη.

Στα κτερίσματα που διασώθηκαν κατά τις εκσκαφές των θεμελίων του κεντρικού καταστήματος της Τράπεζας της Ελλάδος σε αρχαίους τάφους μεταξύ της λεωφόρου Πανεπιστημίου, Ομήρου και Εδουάρδου Λω, κεντρική θέση κατέχει μια εξαίσια δημιουργία του αθηναϊκού εργαστηρίου του ένατου αιώνα, ένας γεωμετρικός αμφορέας στον οποίο φυλασσόταν η τέφρα κάποιας γυναίκας της ελίτ κοινωνίας των Αθηνών.

Τα υπόλοιπα προϊόντα της επιχώριας ή, σπανιότερα, εισηγμένης κεραμικής χρονολογούνται από τον πέμπτο αιώνα π.Χ. έως τον πρώτο-δεύτερο αιώνα μ.Χ. και πρόκειται για κτερίσματα ή αντικείμενα συνδεόμενα με τις ταφικές τελετουργίες που επιτρέπουν να γίνει αντιληπτή η υψηλή αισθητική των Αθηναίων της εποχής: λήκυθοι διακοσμημένες με ανθέμια, με θαλλό κισσού, με έφιππες αμαζόνες, με σκηνές γυναικωνίτη και προετοιμασίας για τη επίσκεψη στον τάφο. Η συγγραφέας του τόμου αναγνώρισε τον Ζωγράφο της Μέγαιρας, τον Ζωγράφο του Αχιλλέως και τον Ζωγράφο του Beth Pelet. Όμως, δίπλα σε έργα όπως ο κρατήρας του Ζωγράφου των Αθηνών, στον οποίον εκτυλίσσονται σκηνές του γάμου του Διονύσου, υπάρχουν και τα ταπεινά κτερίσματα, αληθινά κομψοτεχνήματα, έργα πολύτιμα γι' αυτούς που έφυγαν από τη ζωή και τους συνόδευαν στο χωρίς επιστροφή, τελευταίο ταξίδι τους.

Λήκυθοι του εργαστηρίου του Ζωγράφου της Μέγαιρας
διακοσμημένες με φυτικά και γραμμικά μοτίβα.

Οι συνήθειες και οι πρακτικές για τη φροντίδα του νεκρού αποτελούν ένα μέρος του εθιμικού δικαίου που περνά από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά για χιλιάδες χρόνια. Ο πόνος της απώλειας του προσφιλούς προσώπου, η ελπίδα της μετά θάνατον ζωής και η λαχτάρα για αιώνια μνήμη αποτυπώνονται σε επιτύμβια σήματα και πλούσιες προσφορές αλλά και σε ταπεινούς τάφους που με μεγάλη φροντίδα οι οικείοι φροντίζουν, υπακούοντας σε ηθικούς κανόνες, αλλά και φοβούμενοι τη Νέμεση, αφού η μη πλήρωση των ταφικών υποχρεώσεων αποτελούσε ύβρη. Ο νεκρός συνοδευόταν από κτερίσματα: όπλα, κοσμήματα και νομίσματα, τρόφιμα και αντικείμενα καθημερινής χρήσης, αγγεία και παιχνίδια, ομοιώματα επίπλων και ειδώλια προστατευτικού χαρακτήρα και πλήθος φθαρτών προσφορών που δεν σώζονται.

Το αρχαιότερο αγγείο που βρέθηκε κατά τη θεμελίωση του κτιρίου της Τράπεζας της Ελλάδος, ο γεωμετρικός αμφορέας, προϊόν αθηναϊκού εργαστηρίου του ένατου π.Χ. αιώνα, χρησιμοποιούνταν στα αθηναϊκά νεκροταφεία, αποκλειστικά ως τεφροδόχος γυναικείων ταφών και η καλλιτεχνική και κατασκευαστική του ποιότητα μάς δείχνει ότι απευθυνόταν σε εύπορες Αθηναίες.

Από τα υπόλοιπα αντικείμενα της συλλογής, που τα περισσότερα ανήκουν στους κλασικούς χρόνους, ξεχωρίζουν είκοσι ένα μυροδόχα αγγεία, κατασκευασμένα ειδικά για τη φύλαξη των πολύτιμων ελαίων που σχετίζονταν με τις ταφικές τελετουργίες.

Πεπλοφόρος κόρη και τμήματα ειδωλίων

Οι λήκυθοι κατά τον πέμπτο π.Χ. αιώνα αποτελούν το συχνότερο εύρημα στα ταφικά σύνολα των νεκροταφείων της Αττικής αλλά και όλων των περιοχών του ελλαδικού χώρου. Εννέα λήκυθοι που βρέθηκαν στις ανασκαφές της Τράπεζας προέρχονται από το παραγωγικό εργαστήριο του Ζωγράφου της Μέγαιρας, που έκανε εξαγωγές σε κάθε άκρη του τότε γνωστού ελληνικού κόσμου, ενώ ήταν ένας από τους τελευταίους που χρησιμοποίησαν τη μελανόμορφη τεχνική για να αποδώσει τα γραμμικά και τα φυτικά του μοτίβα, ανθέμια και κλαδιά καρποφόρων δέντρων, αλλά και μάχες με πρωταγωνίστριες τις Αμαζόνες.

Σε άλλες δύο ληκύθους απεικονίζεται η θεά Νίκη, αγαπητό θέμα της αττικής αγγειογραφίας, και μια δημοφιλής σκηνή γυναικωνίτη. Οι λευκές λήκυθοι είναι από τα πιο εκλεπτυσμένα αγγεία που κατασκευάστηκαν ποτέ στον αττικό Κεραμεικό. Η υψηλής ποιότητας τέχνη αποτελεί απόηχο της μεγάλης ζωγραφικής, τέχνης χαμένης για εμάς σήμερα. Η «υβριδική» λευκή λήκυθος της Τράπεζας της Ελλάδος αποτελεί έργο του εργαστηρίου του Ζωγράφου του Αχιλλέως, του σημαντικότερου ζωγράφου που εργάστηκε με αυτή την τεχνική. Ένα ακόμα σημαντικό αντικείμενο είναι ο εντυπωσιακός ερυθρόμορφος καλυκωτός κρατήρας, αγγείο συμποσίου, με τον νεαρό κισσοστεφανωμένο θεό Διόνυσο να νυμφεύεται την κόρη το βασιλιά Μίνωα, Αριάδνη. Ο φτερωτός θεός Έρωτας ανάμεσά τους κρατά τη γαμήλια προσφορά, το αλάβαστρο.

Τη συλλογή συμπληρώνουν κομψές πυξίδες, μέσα στις οποίες οι Αθηναίες φύλασσαν ψιμύθια και κοσμήματα, λύχνοι, απαραίτητοι για τη συνοδεία των νεκρών μέσα στους αιώνια σκοτεινούς τάφους, ένα πήλινο ειδώλιο γυναικείας μορφής και μια κεφαλή ειδωλίου νεαρού αγοριού, ίχνη που μας κληροδοτούν πολύτιμες μαρτυρίες για την αδιάλειπτη και εις το διηνεκές σχέση μας με την ιστορία, τα ήθη, τη ζωή, τη δημιουργία και τον θάνατο.

Οι λύχνοι ήταν απαραίτητοι συνοδοί των νεκρών
μέσα στους αιώνια σκοτεινούς τάφους.
Χρησιμοποιούνταν επίσης από τους επισκέπτες,
όταν έφταναν περί λύχνων αφάς στις αττικές νεκροπόλεις.

Από αριστερά: Ο ερυθρόμορφος καλυκωτός κρατήρας κοσμείται με τον ιερό γάμο του Διονύσου με τη Μαινάδα-Αριάδνη / Η "υβριδική" λευκή λήκυθος της συλλογής της Τράπεζας της Ελλάδος. Οι εκλεπτυσμένοι πολύχρωμες λήκυθοι λευκού βάθους αποτελούν τα κατεξοχήν αττικά αγγεία / Ο τεφροδόχος γεωμετρικός αμφορέας της τράπεζας της Ελλάδος.


2014-10-18

Ανατολή - Δύση: ένας πόλεμος δίχως τέλος

Κόσμοι σε πόλεμο - 2500 χρόνια σύγκρουσης ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση του Anthony Padgen (εκδ. Αλεξάνδρεια).


Άρθρο του Γιώργου Σιακαντάρη

Ο ιστορικός Άντονυ Πάγκντεν διδάσκει σήμερα στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια. Στα επιστημονικά ενδιαφέροντα του συμπεριλαμβάνονται η ιστορία του πολιτισμού των Μάγιας, γενικότερα οι Ινδιάνοι της Αμερικής, ο ρόλος του ισπανικού ιμπεριαλισμού στην κατάκτηση της Αμερικής, αλλά και οι πολιτισμικές και ιστορικές σχέσεις Ευρώπης και Αμερικής. Στο επίκεντρο των ενδιαφερόντων του είναι οι διαφορές που χωρίζουν τη Δύση από την Ανατολή. Σύμφωνα με αυτόν αυτές οι διαφορές πάνε πολύ πέρα από τις διαφορές στην πολιτική και στη θρησκεία.

Οι Κόσμοι στον Πόλεμο σε πρώτο πλάνο εξιστορούν τη σύγκρουση σε στρατιωτικό επίπεδο μεταξύ της Ευρώπης (Δύση) και της Ασίας (Ανατολή). Αν όμως ήταν μόνο ένα βιβλίο εξιστόρησης των πολεμικών μαχών μεταξύ της Δύσης με την Ανατολή, μάλλον δεν θα διεκδικούσε άλλες δάφνες πέραν της αφηγηματικής ικανότητας και της ευρυμάθειας του συγγραφέα. Αυτό το βιβλίο επιχειρεί να μιλήσει και για το πολιτικό και πολιτισμικό περιεχόμενο αυτής της σύγκρουσης. Και πάνω σ' αυτά τα θέματα λέει πολλά που αξίζουν και κριτικών επισημάνσεων.

Όταν κάποιος αναζητεί τις πηγές του διαχωρισμού μεταξύ του ανατολικού και του δυτικού κόσμου, διακινδυνεύει να εγκλωβιστεί στα αδιέξοδα του οριενταλισμού. Κάτι τέτοιο επιχειρεί να αποφύγει ο Πάγκντεν, χωρίς όμως να το καταφέρνει πάντα. Γιατί αν και όλη η αφήγησή του επιδιώκει να στηθεί στον άξονα του διαφωτισμού για τον οποίο πρωτεύουσα σημασία έχει η ατομική ταυτότητα και όχι η πολιτισμική ή η θρησκευτικο-εθνική, υπάρχουν στιγμές που χάνει αυτό το μήνυμα του Διαφωτισμού διολισθαίνοντας σε συντηρητικές θέσεις.

Μια ιστορία που ξεκινά με τους ελληνο-περσικούς πολέμους


Ας τα πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Η ιστορία μας ξεκινάει πριν από τη γέννηση του χριστιανισμού και του Ισλάμ για να καταδείξει τις πρώτες συγκρούσεις μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Ο αγώνας ανάμεσα στους διαφόρους πολιτισμούς της Ευρώπης και της Ασίας είναι μακροχρόνιος και ανθεκτικός. Δεν είναι όμως συνεχής, έχει τις διακοπές του, καθώς και τις περιόδους αλληλοεπιδράσεων.

Αυτό όμως που σύμφωνα με τον Πάγκντεν χαρακτηρίζει αυτή τη σχέση δεν είναι ο αμοιβαίος επηρεασμός, αλλά η διαρκής εχθρότητα. Μια εχθρότητα που ξεκινά με τους ελληνο-περσικούς πολέμους. Αν και η Ευρώπη γεννήθηκε από την Ασία και για αιώνες μοιραζόταν μαζί της μια κοινή ιστορία, με τους περσικούς πολέμους άρχισε η σύγκρουση που –σύμφωνα με τον συγγραφέα– συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας.

Ο Ηρόδοτος ενδιαφερόμενος να δείξει όσα διαιρούσαν τους Πέρσες και τους Έλληνες μας μεταφέρει την περίφημη «Διαμάχη περί Πολιτεύματος», όπου τέθηκε το ζήτημα για το ποιο καθεστώς έπρεπε να επιλεγεί για την Περσία. Στη διαμάχη του Οτάνη που υποστήριζε τη δημοκρατική επιλογή, του Μεγαβύζου που υποστήριζε τη μέση οδό της ολιγαρχίας και του Δαρείου που τάσσονταν με τη μοναρχία, επικράτησε ο τελευταίος. Η αποτυχία του Οτάνη να πείσει για την αναγκαιότητα της δημοκρατίας οφειλόταν στη φύση ενός λαού ο οποίος φοβόταν οποιουδήποτε είδους ατομική δράση και ευθύνη.

Ακριβώς η μελέτη του φόβου για την ατομική ελευθερία είναι και το νήμα που ακολουθεί ο ίδιος ο συγγραφέας για να εξηγήσει τη θέση του για το ασυμβίβαστο δημοκρατίας και ανατολικών κοινωνιών. Στη μια άκρη αυτού του νήματος βρίσκεται η βούληση των ανθρώπων για την ελευθερία και στην άλλη η επιθυμία για ευταξία και καθοδήγηση στη ζωή. Στον δυτικό κόσμο, στο βαθμό που μόνο αυτός κατόρθωσε να διαχωρίσει την πολιτική εξουσία από τη θρησκεία, κυριαρχεί η πρώτη πλευρά, στον ανατολικό η ταύτιση του Ισλάμ, παρά τις φωτεινές εξαιρέσεις που περιγράφονται στο βιβλίο, με την πολιτική εξουσία υπερκαθορίζει την κυριαρχία της δεύτερης πλευράς. Βεβαίως, ο συγγραφέας δεν ξεχνά να αναφερθεί στους κοινωνικούς λόγους αλλά και τις ταξικές ανισότητες που κρατούν δέσμιο τον ανατολικό κόσμο στη θρησκεία. Αυτές όμως οι αναφορές δεν είναι δεσπόζουσες στο παράδειγμά του.

«Η αστική φιλελεύθερη δημοκρατία είναι η αναγκαστικά ατελής και ανολοκλήρωτη έκφραση μιας πολιτικής παράδοσης της αρχαίας Ελλάδας και των αυτοαποκαλούμενων κληρονόμων της» (σελ. 537). Αυτό εκφράζει τη Δύση στον αγώνα της κατά της Ανατολής. Ένας αγώνας που ξεκινάει με τους περσικούς πολέμους και τη σύγκρουση της αρχαίας ελληνικής δημοκρατίας με τον ασιατικό δεσποτισμό. Σ' αυτή τη μάχη νίκησε ο ελεύθερος Έλληνας, γιατί αυτός μαχόμενος γι' αυτήν του την ελευθερία, μάχονταν και για την πόλη του και το δημοκρατικό της πολίτευμα.

Η Σαλαμίνα θεωρείται μεγάλη νίκη της δημοκρατίας επειδή πρωταρχικά ήταν έργο μιας μεγάλης προσωπικότητας, του Θεμιστοκλή. Κάτι τέτοιο, η εμφάνιση δηλαδή μιας προσωπικότητας, πέραν αυτής του μονάρχη, δεν θα μπορούσε να υπάρχει στο δεσποτικό ασιατικό καθεστώς. Και δεύτερον, γιατί εκεί νίκησαν οι ναύτες και όχι οι στρατιώτες. Οι πρώτοι εκπροσωπούν τα φτωχά κοινωνικά στρώματα, ενώ οι δεύτεροι τα πιο εύπορα.
Η νίκη της Δύσης συνεχίζεται με τον Αλέξανδρο. Εδώ ο συγγραφέας επιδιώκει να τηρήσει τις ιστορικές ισορροπίες αναδεικνύοντας την συμφιλιωτική πλευρά του Αλέξανδρου ταυτόχρονα με τις πολιτικές εκκαθάρισης που εφάρμοσε. Δεν μένει όμως στα προφανή. Πέρα από την αντίθεση συμφιλίωση-εκκαθάριση αναδεικνύει μια σημαντικότερη διάσταση του έργου του Αλέξανδρου. Αυτή είναι η προσπάθεια για την ίδρυση ενός νέου αυτοκρατορικού κράτους, το οποίο θα ενοποιούσε τα δυο μισά του τότε γνωστού κόσμου. Ο Αλέξανδρος ήθελε να κάνει τον κόσμο ενιαίο. Ο Πάγκντεν θεωρεί ότι κάτι τέτοιο ήταν και είναι αδύνατον.

Το επόμενο βήμα στην ενοποίηση του κόσμου είναι ο ελληνορωμαϊκός πολιτισμός. Η Ρώμη δεν είναι πλέον δημοκρατία με την αρχαιοελληνική σημασία της λέξης. Είναι ένα μεικτό πολίτευμα, εν μέρει δημοκρατία, εν μέρει αριστοκρατία και εν μέρει μοναρχία. Ένα πολίτευμα που επιτρέπει την πρόσβαση στην εξουσία σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Σίγουρα δεν ήταν εξουσία του δήμου όπως στην Αθήνα, αλλά ήταν ένα πολίτευμα που στηρίζονταν στη διατήρηση των ισορροπιών μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Και ως τέτοιο συγκρούστηκε με την Καρχηδόνα, αρχικά, τους Πάρθους, στη συνέχεια, και με όλον τον υπόλοιπο ασιατικό κόσμο αργότερα.

Η εμφάνιστη του Χριστιανισμού και του Ισλάμ

Η εμφάνιση και η κυριαρχία του χριστιανισμού αλλάζει τα πολιτικά δεδομένα. Ο χριστιανισμός έχει ασιατικές ρίζες, αλλά η αφετηρία της επικράτησής του είναι η στήριξή του στην οικουμενική ιδιότητα του πολίτη και των δικαιωμάτων του, όπως αυτά τα κληροδότησε ο ρωμαϊκός κόσμος. Κτηνωδία και αφομοίωση, δουλεία και ελευθερία των πολιτών είναι τα δίπολα στα οποία στηρίχτηκε ο Κωνσταντίνος για να επιβάλλει τον χριστιανισμό ως θρησκεία της αυτοκρατορίας. Αυτό όμως ήταν και η βάση της μετέπειτα σύγκρουσης των δύο πολιτειών: του πάπα και του αυτοκράτορα. Σύγκρουση που αρχικά οδήγησε στον διχασμό της αυτοκρατορίας και στη συνέχεια στους πολέμους της παποσύνης με τους δυτικούς φεουδάρχες και αυτοκράτορες.

Η εμφάνιση του Ισλάμ τα αλλάζει όλα. Γιατί εδώ έχουμε μια θρησκεία που δεν αποδέχεται κανένα δίκαιο έξω από το δίκαιο του προφήτη. Κατά συνέπεια δεν μπορεί να υπάρξει ούτε υπόνοια διαχωρισμού κράτους και θρησκείας. Και δεν φτάνει αυτό. Το ισλάμ οδηγεί τη σύγκρουση μεταξύ θρησκειών μέχρι εσχάτων. Βεβαίως ο συγγραφέας αναγνωρίζει –πώς θα μπορούσε διαφορετικά άλλωστε– το ρόλο του ισλαμικού κόσμου στη διάσωση της αρχαιοελληνικής γραμματείας, αλλά πιστεύει ότι αυτό δεν μπορούσε να πάει παραπέρα. Γιατί σ' αυτή τη θρησκεία νόμος είναι ο νόμος του θεού, η σαρία, και αυτή δεν μπορεί ποτέ να αλλάξει. Ο οίκος του ισλάμ (νταρ αλ ι ισλάμ) είναι ένας ακίνητος οίκος. Η τζιχάντ είναι αναγκαία και δεν θα τελειώσει όσο υπάρχει ο οίκος του πολέμου (νταρ αλ- χαρμπ), που περιλαμβάνει όλους τους μη μουσουλμάνους. Μπορεί και να μη τελειώσει ποτέ. Στον οίκο του ισλάμ η επιστήμη, το δίκαιο, τα δικαιώματα, οι πολίτες δεν υπάρχουν έξω και πέρα από τη σαρία. Υπάρχουν μέσω και μόνο αυτής. Σ' αυτή την περίπτωση όμως ποτέ δεν μπορούν να αποκτήσουν την αυτονομία τους όλες οι παραπάνω αξίες. Η επιστήμη, το δίκαιο, τα δικαιώματα και οι πολίτες είναι δυτικές και μόνο αξίες.

Η ούμμα είναι θεοκρατία. Ο χριστιανισμός, με τη διάκριση της εξουσίας από τη θρησκεία, και να ήθελε δεν θα μπορούσε να είναι. Προσπάθησε και αυτός με τις Σταυροφορίες να γίνει, αλλά το μόνο που κατόρθωσε ήταν να οδηγήσει μετά από αυτές, στο πρόσωπο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, στην κυριαρχία του ισλάμ. Οι Οθωμανοί κατέλυσαν το ανατολικό τμήμα του δυτικού κόσμου. Στον δυτικό κόσμο ο διαχωρισμός εξουσίας και εκκλησίας οδήγησε στην ήττα της τελευταίας. Αυτή η ήττα πέρασε μέσα από την Αναγέννηση, την Μεταρρύθμιση, τον Διαφωτισμό, την άνοδο του ορθολογισμού, του εμπειρισμού και της επιστημονικής επανάστασης.

Πεφωτισμένος οριενταλισμός

Στη συνέχεια έρχεται αυτό που αποκαλεί «πεφωτισμένος οριενταλισμός», η ιμπεριαλιστική επέμβαση του Ναπολέοντα και στη συνέχεια των βρετανών στον οθωμανικό και αραβικό κόσμο. Μια επέμβαση και σύγκρουση που συνεχίστηκε και συνεχίζεται σήμερα μεταξύ του δυτικού κόσμου και της τζιχάντ.

Έτσι –σύμφωνα με τον Πάγκντεν– η βασική αρχή του Διαφωτισμού πώς όλοι οι άνθρωποι μπορεί και πρέπει να αντιμετωπίζονται πρωτίστως ως άτομα δεν μπορεί να εφαρμοστεί στον κόσμο της ανατολής.

Η εποχή μας με τα λόγια του Καντ είναι η εποχή της κριτικής και τα πάντα πρέπει να υποτάσσονται σ' αυτήν. Αυτό το τονίζει και ο συγγραφέας. Εδώ όμως –κατά τη γνώμη μου– κάνει και το μεγαλύτερο λάθος. Παρόλο που θεωρεί ότι ο Διαφωτισμός παρά τα σφάλματά του αποτελεί τη βάση των σύγχρονων κοινωνιών και τίποτα δεν είναι καλύτερο απ' αυτόν, δεν οδηγεί αυτόν τον συλλογισμό ως τα άκρα. Έτσι –σύμφωνα με τον Πάγκντεν– η βασική αρχή του Διαφωτισμού πώς όλοι οι άνθρωποι μπορεί και πρέπει να αντιμετωπίζονται πρωτίστως ως άτομα δεν μπορεί να εφαρμοστεί στον κόσμο της ανατολής. Η διαίρεση ανάμεσα στην εκκλησία και το κράτος κατέστησε δυνατή την εκκοσμίκευση στη Δύση. Η μη αποδοχή αυτής της διαίρεσης από το ισλάμ δεν του επιτρέπει ποτέ αυτό να γίνει φιλελεύθερο.

Είναι προφανές ότι σήμερα το ισλάμ, προβάλλει όλο και περισσότερο ως δύναμη που εξασφαλίζει στους πιστούς του μια βεβαιότητα, την οποία δεν παρέχει η οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα. Μια βεβαιότητα που είναι στημένη πάνω σε απάνθρωπες βάσεις. Η αντίληψη όμως ότι ορισμένα άτομα είναι εξ ορισμού αποκλεισμένα από τον διαφωτισμό και τον ορθό λόγο δεν είναι μια δυτική αντίληψη. Αυτή η άποψη όσο και να μιλά στο όνομα του διαφωτισμού παραγνωρίζει την πιο σημαντική του θέση: ότι τα άτομα όπου και να βρίσκονται αναγνωρίζονται και οφείλουν να είναι αυτόνομοι φορείς της δικής τους συνείδησης. Και αν αυτό δεν συμβαίνει, η κύρια αιτία δεν είναι η θρησκευτική πίστη, αλλά οι ιστορικοί λόγοι που καθιστούν αυτήν την πίστη κυρίαρχη.

* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και διδάκτωρ Κοινωνιολογίας.

Πηγή: BOOKPRESS

2014-10-12

12 Οκτωβρίου 1944: Η απελευθέρωση της Αθήνας πριν 70 χρόνια...

Η ημέρα της απελευθέρωσης της Αθήνας ήταν «η πιο όμορφη, η πιο ελαφριά μέρα του κόσμου», σύμφωνα με τον Γιώργο Σεφέρη...


12 Οκτωβρίου 1944: Οι Γερμανοί αποχωρούν από την Αθήνα και υψώνεται ξανά η ελληνική σημαία στην Ακρόπολη

Στις 12 Οκτωβρίου, ημέρα Πέμπτη, η Αθήνα γιόρτασε την απελευθέρωσή της μετά από τις 1.264 μέρες γερμανική κατοχής.

Ηταν στις 12 Οκτωβρίου όταν τα γερμανικά στρατεύματα άρχισαν να αποσύρονται από την Αθήνα, ενώ νωρίτερα ο διοικητής τους, ο στρατηγός Φέλμι, είχε φροντίσει να διαδοθεί η πληροφορία ότι οι Γερμανοί θα εγκαταλείψουν την ελληνική πρωτεύουσα, διαβεβαιώνοντας ότι κατά την αποχώρησή τους δεν θα υπάρξουν καταστροφές.

Παρόλα αυτά όμως οι Γερμανοί προτού αποχωρήσουν, δεν παρέλειψαν να αφήσουν ένα μακελειό ως αιματηρό ενθύμιο, καθώς εκτέλεσαν κάποιους Ελληνες πατριώτες στο Δαφνί.

Στις 26 Σεπτεμβρίου, στην ομώνυμη πόλη της Ιταλίας υπογράφηκε η ιστορική Συμφωνία της Καζέρτας ανάμεσα στις αντιστασιακές οργανώσεις και πολιτικούς για την σύσταση κυβέρνησης και τους Βρετανούς

Η Συμφωνία της Καζέρτας όριζε ότι όλες οι δυνάμεις των ανταρτών που δρούσαν στην Ελλάδα ετίθεντο «υπό τας διαταγάς της κυβερνήσεως εθνικής ενότητος», η οποία με την σειρά της έθετε τις δυνάμεις αυτές υπό την επίβλεψη των Βρετανών και ειδικότερα, υπό τον Βρετανό στρατηγό Ρόναλντ Σκόμπι. Στόχος ήταν η χώρα να οδηγηθεί στην ομαλότητα αμέσως μετά από την απελευθέρωσή της.

Η ημέρα της απελευθέρωσης της Αθήνας ήταν «η πιο όμορφη, η πιο ελαφριά μέρα του κόσμου», σύμφωνα με τον Γιώργο Σεφέρη. Σύσσωμος ο πληθυσμός της Αθήνας ξεχύθηκε στους δρόμους πανηγυρίζοντας, ενώ οι Γερμανοί από νωρίς είχαν κατεβάσει την σβάστικα από την Ακρόπολη ενώ κατέθεσαν στεφάνι στο μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη.


Στο Σύνταγμα, την Ομόνοια, την οδό Πανεπιστημίου, στη Σταδίου, στο Ζάππειο και στην Ακαδημίας, ο κόσμος γιόρταζε την απελευθέρωση. Γνωστοί και άγνωστοι αγκαλιάζονταν ο ένας με τον άλλον, ενώ γαλανόλευκες και κόκκινες σημαίες υψώθηκαν στα περισσότερα κτήρια.

Ο νέος πρωθυπουργός της ελεύθερης πια Ελλάδας, Γεώργιος Παπανδρέου παρουσία της 3ης ορεινής ταξιοαρχίας, ύψωσε στην Ακρόπολη τη γαλανόλευκη, εκεί ακριβώς όπου πριν από μερικές ημέρες κυμάτιζε η σημαία των Γερμανών.


Ωστόσο, πέρα από τους πανηγυρισμούς και τη διάχυτη χαρά, η Ελλάδα μετρούσε τα βαριά της τραύματα από τη γερμανική κατοχή. Η χώρα είχε καταστραφεί οικονομικά, οι υποδομές της ήταν σε τραγική κατάσταση, ενώ οι μαζικές θανατώσεις, οι κακουχίες κ.λπ. είχαν εκτελέσει την Ελλάδα και από δημογραφικής άποψης.

Μετά από την απελευθέρωσή της, η Ελλάδα θρηνούσε 45.000 νεκρούς από την πείνα, 1.800 εκτελεσθέντες και 2.000 νεκρούς από τις εμφύλιες συγκρούσεις...

Πηγή ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ

2014-08-16

Δυτικά αρνητικά στερεότυπα για τους Έλληνες από τον Μεσαίωνα έως σήμερα

Περιοδικό: νέος Λόγιος Ερμής τ.4 - Αυγούστου 10, 2014 
Αναδημοσίευση


του Θανάση Δ. Κωτσάκη, Ιστορικού από το νέο Λόγιο Ερμή τ. 4 

Με τη ρωμαϊκή κατάκτηση ο ελληνικός κόσμος ήλθε ουσιαστικά για πρώτη  φορά σε στενή επαφή με τον λατινικό, σε μια συνύπαρξη με πολλαπλές παραμέτρους. Πέρα όμως από την πολιτισμική ώσμωση μεταξύ των δύο πλευρών (αφενός τις επιδράσεις του ελληνικού πολιτισμού στον ρωμαϊκό και αφετέρου την πρόσληψη ρωμαϊκών πρακτικών και θεσμών από την Ανατολή μέσω της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας), οι δύο κόσμοι ήλθαν και σε σύγκρουση ήδη από τον πρώιμο Μεσαίωνα. Παρατηρήθηκαν μάλιστα ανταγωνισμοί και προστριβές σε εκκλησιαστικό επίπεδο μεταξύ Παλαιάς και Νέας Ρώμης, που οδήγησαν στο σχίσμα μεταξύ Ρωμαιοκαθολικών και Ορθοδόξων.
Οι σχέσεις μεταξύ Ανατολής – Δύσης επιδεινώθηκαν μετά τη μεγάλη μετανάστευση, που έλαβε χώρα από τον 3ο έως τον 5ο αι. μ.Χ., όταν τα γερμανικά φύλα κατέκλυσαν τη δυτική Ευρώπη και κατέλυσαν το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας, καταλαμβάνοντας τη Ρώμη (476 μ.Χ.)¹. Παρά όμως τις επιδρομές, τις λεηλασίες και τις καταστροφές και στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, τα γερμανικά φύλα δεν κατόρθωσαν να επιβληθούν και εκεί. Επιφανή μέλη της κωνσταντινουπολίτικης αριστοκρατίας συγκρότησαν το «Πανελλήνιον», έναν φορέα με έντονο αντιγερμανικό προσανατολισμό, που είχε ως στόχο την εκδίωξή τους από την περιοχή, κάτι που τελικά πραγματοποιήθηκε με τη λαϊκή εξέγερση του 400 μ.Χ. και την εξόντωση των Γότθων του πολεμάρχου Γαϊνά, που παρεπιδημούσαν στην Κωνσταντινούπολη².
Έκτοτε η βυζαντινή αυτοκρατορία θα συνεχίσει να βρίσκεται σε αντιπαράθεση με τα γερμανικά φύλα και τις δυτικές ηγεμονίες, με αποκορύφωμα την ιδεολογική σύγκρουσή της με την αυτοκρατορία του Φράγκου ηγεμόνα Καρλομάγνου και των επιγόνων του, που διεκδικούσε για λογαριασμό της τον τίτλο της «ρωμαϊκής αυτοκρατορίας» (800 μ.Χ.). Θέλοντας μάλιστα να μονοπωλήσουν τον τίτλο αυτό, οι Δυτικοί ηγεμόνες αποκαλούσαν τον βυζαντινό αυτοκράτορα απλώς «βασιλέα των Ελλήνων»³ και όχι «των Ρωμαίων», και αυτός με τη σειρά του αποκαλούσε τον αυτοκράτορα της Δύσεως απλώς «ρήγα»4 και τους Φράγκους «γένος βαρβάρων»5.

Ο Λιουτπράνδος της Κρεμώνας και η εικόνα του για τους Βυζαντινούς
Στο πλαίσιο των διπλωματικών επαφών μεταξύ των δύο πλευρών ο Γερμανός αυτοκράτορας Όθων Α΄ (962-973), ιδρυτής της μετέπειτα Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους, απέστειλε στην Κωνσταντινούπολη τον λομβαρδικής καταγωγής Λιουτπράνδο, επίσκοπο Κρεμώνας, ώστε να διαπραγματευτεί  με τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά το συνοικέσιο του γιου του, Όθωνα Β΄, με την αρχοντοπούλα Θεοφανώ. Η κακή ωστόσο συμπεριφορά που φαίνεται ότι επέδειξαν οι βυζαντινές αρχές απέναντι στον Λιουτπράνδο, λόγω του ότι πήγε εκεί ως εκπρόσωπος του Γερμανού ηγεμόνα, ενός σφετεριστή της ρωμαϊκής νομιμότητας, τον εξόργισε και έγραψε μια άκρως εμπαθή και σφόδρα επικριτική αναφορά για το ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη με τον λατινικό τίτλο: “De Legatione Constantinopolitana”. Το κείμενο αυτό, το οποίο απηχούσε πιθανότατα όχι μόνο τις προσωπικές του απόψεις αλλά και τις επικρατούσες στον δυτικό κόσμο αντιλήψεις, θεωρείται χρήσιμο για την ανίχνευση των ριζών του δυτικού ανθελληνισμού6. Σε αυτό οι Έλληνες παρουσιάζονται ως: «επιπόλαιοι», «ανόητοι», «κόλακες», «φιλάργυροι», «δόλιοι», «απατεώνες», «αναξιόπιστοι», «ψεύτες», «προδότες» κ.ά.7, κάτι που ερμηνεύεται υπό το πρίσμα κάποιων «συμπλεγμάτων κατωτερότητας» από τα οποία διακατέχονταν οι τότε Δυτικοί απέναντι στην ακμάζουσα ανατολική αυτοκρατορία8.
Πιο συγκεκριμένα, κατά τον Λιουτπράνδο:
Ο Νικηφόρος είναι ένα πλάσμα πραγματικά τερατώδες, πυγμαίος με τεράστιο κεφάλι, με μάτια σαν του τυφλοπόντικα, με γενειάδα κοντή, πλατιά, πυκνή, ασπριδερή. Το μέτωπό του είναι ένα δάκτυλο πλατύ, η κόμη ατίθαση και άγρια στολίζει το άγριο πρόσωπο σαν να ήταν Ίοπας. Το δέρμα του είναι μαυριδερό σαν να ήταν Αιθίοπας. Είναι κοιλαράς με αδύνατους γλουτούς. Τα μπούτια είναι μεγάλα, δυσανάλογα με το κοντό του ανάστημα, τα πόδια του πλατιά. Φορούσε έναν παλιό χωριάτικο μανδύα, ξεφτισμένο και βρωμερό, και υποδήματα Σικυώνια. Ο λόγος του είναι θρασύς, αλλά ο νους του σαν της αλεπούς και σαv τον Οδυσσέα είναι επίορκος και ψευταράς9.
Επίσης, ο βυζαντινός αυτοκράτορας είναι: χωριάτης, κατσικοπόδαρος, κερατάς, γυναικωτός, μαλλιαρός, άξεστος, βάρβαρος, βάναυσος, «περπατά σαν γριά και έχει κατσικίσια μούρη»10.
Συνεχίζοντας, ο Λιουτπράνδος αποφαίνεται:
Ο βασιλιάς των Ελλήνων είναι μαλλιαρός, φοράει χλαμύδα με μακριά μανίκια και γυναικείο μανδύα, είναι ψεύτης, απατεώνας, αδυσώπητος, πονηρή αλεπού, υπερόπτης, ψευδοταπεινόφρων, τσιγκούνης, πλεονέκτης, τρώει σκόρδο, κρεμμύδια και πράσα και πίνει βάλνιον. Απεναντίας, ο βασιλιάς των Φράγκων είναι καλοκουρεμένος, δεν φοράει γυναικεία ρούχα, σκεπάζει το κεφάλι του, είναι ειλικρινής, δεν εξαπατά κανέναν, είναι πολυεύσπλαχνος όταν πρέπει, αυστηρός όταν χρειάζεται, πάντα πραγματικά ταπεινόφρων, ποτέ του φιλάργυρος, δεν τρώει σκόρδο, κρεμμύδια και πράσα για να κάνει οικονομία στα ζώα11.
Επίσης:
– Ο αυτοκράτορας «εξαπατά […] και δεν λέει σε κανέναν την αλήθεια. Έπραξε όμως όπως πράττουν πάντα οι Έλληνες!»12.
– «Των Αργείων η πίστη αβέβαιη: Λατίνε πρόσεξε καλά. Μην τους πιστέψεις και μην ακούς τα λόγια τους. Για να κερδίσει το Άργος πόσο ψευδορκεί!»13.
– «Η ψεύδορκος Ελλάδα»14.
– «Των Δαναών τους δόλους και τούτους πάντες να κρίνετε από ένα και μόνο έγκλημα»15.
– «Πόσο είναι έτοιμοι οι Έλληνες να ορκιστούν στο κεφάλι κάποιου άλλου»16.
– «Ο τσιγκούνικος δείπνος τους αρχίζει και τελειώνει με μαρούλια, που κάποτε έκλειναν τους δείπνους των προγόνων τους»17.
Διαπιστώνεται λοιπόν στα τελευταία αυτά αποσπάσματα ότι γίνεται χρήση αρνητικών στερεοτύπων για τους Έλληνες, προερχομένων από τη ρωμαϊκή αρχαιότητα, τα οποία, όπως αποδεικνύεται, ήταν εν χρήσει και κατά τον Μεσαίωνα. Η τελευταία μάλιστα φράση, αν και καθόλου κολακευτική για τους Έλληνες, αποδεικνύει ότι οι Δυτικοί θεωρούσαν τους βυζαντινούς απογόνους των αρχαίων Ελλήνων, δεδομένου ότι τους αντιμετώπιζαν ως μια ενιαία οντότητα. Οι δε αρνητικοί χαρακτηρισμοί εναντίον των Ελλήνων και ιδίως κατά του βυζαντινού αυτοκράτορα είναι εμφανώς υπερβολικοί και αποπνέουν εμπάθεια18.
Έναν σχεδόν αιώνα λοιπόν προ του σχίσματος του 1054 διαπιστώνεται η ύπαρξη αρνητικών στερεοτύπων από την πλευρά των Δυτικών και δη των Γερμανών αναφορικά κυρίως με την αξιοπιστία των Ελλήνων και την εχθρότητά τους έναντι της Δύσεως. Από το 1054 και ύστερα θα προστεθεί στα παραπάνω και η μομφή του «σχισματικού» ή σπανιότερα του «αιρετικού», δεδομένου ότι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν θεωρούσε τους Ορθοδόξους αιρετικούς, παρά μόνο σχισματικούς19. Από τα τέλη δε του 11ου αιώνα, με τη διεξαγωγή της Α΄ Σταυροφορίας20 και ιδίως μετά την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τα στρατεύματα της Δ΄ Σταυροφορίας, οι σχέσεις μεταξύ των δύο πλευρών θα επιδεινωθούν δραματικά21. Οι ηττημένοι μάλιστα Έλληνες θα αντιμετωπίσουν, πέρα από την καταπίεση, και τη χλεύη των Δυτικών κατακτητών, που τους θεωρούσαν μεταξύ άλλων «λαό γραφιάδων»22.


Το Χρονικόν του Μορέως και η εικόνα του για τους Έλληνες
Η αντιπαλότητα μεταξύ «Ρωμαίων» (Ελλήνων) και Φράγκων (μεσαιωνικών Γάλλων) αποτυπώνεται και στο Χρονικόν του Μορέως, κείμενο του 14ου αιώνα, γραμμένο πιθανότατα από κάποιον γασμούλο23 της Πελοποννήσου (στ. 758-761, 769):
Τίς νὰ πιστέψῃ εἰς Ρωμαῖον εἰς λόγον εἴτε εἰς ὅρκον;
λέγουσιν ὅτι εἶναι Χριστιανοὶ καὶ στὸν Θεὸν πιστεύουν·
ἐμᾶς τοὺς Φράγκους μέμφονται, λέγουν, κατηγοροῦν μας,
σκύλους μᾶς ὀνομάζουσι, ἀτοί τους ἐπαινοῦνται […]
Ἀκούσατε τὲς αἵρεσες, τὲς ἔχουν οἱ Ρωμαῖοι24.
Ἀκούσατε οἱ ἅπαντες, Φράγκοι τε καὶ Ρωμαῖοι,
ὅσοι πιστεύετε εἰς Χριστόν, τὸ βάφτισμα φορεῖτε,
ἐλᾶτε ἐδῶ νὰ ἀκούσετε ὑπόθεσιν μεγάλην,
τὴν κακοσύνην τῶν Ρωμαίων, τὴν ἀπιστίαν ὅπου ἔχουν.
Ποῖος νὰ θαρρέσῃ εἰς αὐτούς, ὅρκον νὰ τοὺς πιστέψῃ,
ἀφῶν τὸν Θεὸν οὐ σέβονται, ἀφέντη οὐκ ἀγαποῦσιν;
ὁ εἷς τὸν ἄλλον οὐκ ἀγαπᾷ μόνον μὲ πονηρίαν.
(στ. 724-730)25.
Αναφορικά με το σχίσμα των δύο Εκκλησιών (1054), το Χρονικόν του Μορέως λέει:
Οἱ Φράγκοι γὰρ καὶ οἱ Ρωμαῖοι πίστιν μίαν ἐκρατοῦσαν·
τῆς οἰκουμένης οἱ ἀρχιερεῖς, Φράγκοι τε καὶ Ρωμαῖοι,
οἱ πατριάρχαι κ᾿ οἱ ἀρχιερεῖς οἱ πρῶτοι τῆς οἰκουμένης,
ἐπαῖρναν τὴν χειροτονίαν ἕκαστος ἀπὸ ἐκεῖνον,
ὅπου ἦτον Πάπας κι ἀρχιερεὺς εἰς τὸ σκαμνὶ τῆς Ρώμης.
Διαβόντα γὰρ χρόνοι πολλοὶ αὐτεῖνοι οἱ Ρωμαῖοι,
Ἕλληνες εἶχαν τὸ ὄνομα, οὕτως τοὺς ὠνομάζαν,
– πολλὰ ἦσαν ἀλαζονικοί, ἀκομὴ τὸ κρατοῦσιν –
ἀπὸ τὴν Ρώμη ἀπήρασιν τὸ ὄνομα τῶν Ρωμαίων.
Ἀπ᾿ αὔτης τῆς ἀλαζονείας, τὴν ἔπαρσιν ὅπου εἶχαν
ἀφήκασιν τὸν ὄρδιναν τῆς ἐκκλησίας τῆς Ρώμης,
καὶ στήκουν ὡς σχισματικοί, μόνι τὸ καῦχος ἔχουν.
Τηρήσετε, ἄρχοντες καλοί, τὴν ἀπιστίαν ὅπου ἔχουν·
λέγουν ὅτι εἶναι Χριστιανοί, καὶ ἀλήθειαν οὐ κρατοῦσιν·
τὸν ὅρκον τους οὐδὲν κρατοῦν, οὐδὲ Θεὸν φοβοῦνται·
μόνον τὸ βάφτισμα ἔχουσι τὸ τῆς χριστιανωσύνης.
(στ. 789-804)26
Στα παραπάνω αποσπάσματα είναι επίσης έκδηλη η αντιπάθεια των Φράγκων έναντι των μεσαιωνικών Ελλήνων, οι οποίοι παρόλα αυτά θεωρούνταν από τους Δυτικούς ως ένας λαός με ιστορικό βάθος, που έχει ως πρόγονούς του τους αρχαίους Έλληνες (στ. 794-795, 797). Στο πλαίσιο αυτό φαίνεται ότι κινείται και η ευρέως διαδεδομένη στη Δύση παράδοση της δήθεν τρωικής καταγωγής πολλών δυναστικών οίκων της Ευρώπης, που θεωρούσαν εαυτούς απογόνους του Αινεία, οικιστή της Ρώμης, και βεβαίως αντιπάλου όλων των βασιλέων των Αχαιών, των ομηρικών ηρώων του ελληνικού κόσμου, άρα και του Βυζαντίου27.
Λίγα χρόνια δε μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Οθωμανούς Τούρκους, στα τέλη του 15ου αιώνα, ο Γερμανός προσκυνητής μοναχός Felix Faber σημειώνει: «Οι Λατίνοι και οι Έλληνες αλληλομισούνται σε τέτοιο σημείο, που όλες οι χριστιανικές νίκες κατά των Τούρκων θα είναι μάταιες, αν δεν εξοντωθούν πρώτα οι Έλληνες»28.
«Ανθελληνικά» στερεότυπα Δυτικών από τους Νεώτερους Χρόνους μέχρι και την Ελληνική Επανάσταση
Το παραπάνω αρνητικό για τους Έλληνες μοτίβο θα επαναληφθεί ώς έναν βαθμό και στα έργα Δυτικών περιηγητών που επισκέφθηκαν το Αιγαίο κατά τον 16ο,  17ο και 18ο αιώνα, όπως και σε αυτά διαφόρων Δυτικών αξιωματούχων. Επί παραδείγματι:
Ο Βενετός μοναχός Paolo Sarpi (1552-1623) αποκαλούσε τους Έλληνες «απίστους» και έλεγε ότι χρειάζονται «λίγο ψωμί και πολύ ξύλο» (“poco pane e molte bastonate”) και ότι θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως άγρια θηρία, να ταπεινώνονται συνεχώς και να εμποδίζονται από την εξάσκηση στα όπλα29.
Ο Ιταλός προσκυνητής Zuarllardo γράφει στα τέλη του 16ου αιώνα: «Δεν πρέπει να εμπιστεύεσαι πολύ τους Έλληνες. Είναι γνωστοί εχθροί μας»30.
Ο Γάλλος περιηγητής του Αιγαίου Jean Thévenot (1633-1667) σημείωνε ότι «Οι Έλληνες είναι φιλάργυροι, άπιστοι, προδότες, παιδεραστές, άκρως εκδικητικοί, υποκριτές και πολύ δεισιδαίμονες», καθώς και ότι «μισούν τους Καθολικούς περισσότερο από τους Τούρκους»31.
Ο Γάλλος Ιησουίτης Robert Saulger (1637-1709) αποκαλούσε τους ορθοδόξους κατοίκους των Κυκλάδων «σχισματικούς» και «δεισιδαίμονες»32, ενώ θεωρούσε ότι οι Έλληνες «είναι υπερήφανοι όταν υπερτερούν, αλλά ταπεινοί όταν χάνουν και γίνονται εξ ανάγκης κάποτε ψεύτες»33. Επίσης, «είναι πανούργοι, λίγο φιλαλήθεις και ασταθείς στη φιλία τους. Γι’ αυτό στην Ανατολή θα σας κάνουν λόγο για την ελληνική απιστία ή θα σας πουν να πιστεύετε τα αντίθετα από εκείνα που λέγουν οι Έλληνες». Συμπληρώνει όμως ότι αυτά δεν ισχύουν για όλους, αφού γνώρισε στο Αρχιπέλαγος «πολλούς που ήταν εξαιρετικά ειλικρινείς, έντιμοι και σώφρονες»34.
Θα πρέπει εδώ να υπογραμμιστεί, ότι τα παραπάνω αποσπάσματα δεν είναι τα αντιπροσωπευτικότερα των Δυτικών συγγραφέων που αναφέρονται στους ελληνορθόδοξους πληθυσμούς του Αιγαίου. Δεν είναι συνήθως ο ανθελληνισμός το πλέον κυρίαρχο στοιχείο στα κείμενά τους35. Ωστόσο, η επανάληψη κατά τους Νεώτερους Χρόνους αρνητικών μεσαιωνικών στερεοτύπων για τους Έλληνες είναι κάτι που δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο. Το φαινόμενο αυτό εντάσσεται προφανώς στο γενικότερο κλίμα της εποχής στον δυτικοευρωπαϊκό χώρο, όπου η εικόνα για τον Έλληνα δεν ήταν κατά κανόνα η θετικότερη36.
Αργότερα μόνο, με την εμφάνιση καλλιτεχνικών και ιδεολογικών ρευμάτων, όπως του Ρομαντισμού, θα αναζωπυρωθεί στη Δυτική Ευρώπη το ενδιαφέρον όχι μόνο για την αρχαία Ελλάδα, αλλά και για την τύχη των συγχρόνων, υποδούλων Ελλήνων. Πολλοί μάλιστα Δυτικοευρωπαίοι θα έλθουν ως εθελοντές να πολεμήσουν στο πλευρό των Ελλήνων κατά την Ελληνική Επανάσταση (1821-29), φαινόμενο που θα επαναληφθεί και στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, στις κρητικές επαναστάσεις του 1866 και του 189637, καθώς και στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο (1912-13)38 , κυρίως από Ιταλούς Γαριβαλδίνους.
Από την άλλη, Δυτικοί ελληνιστές θα προαγάγουν σε σημαντικό βαθμό τα ελληνικά γράμματα (π.χ. ο Λουδοβίκος, βασιλιάς της Βαυαρίας και πατέρας του Όθωνα της Ελλάδος) και, παρά τη μονομερή εμμονή τους στην αρχαία Ελλάδα και την απόρριψη του βυζαντινού παρελθόντος, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως πραγματικοί και θερμοί φιλέλληνες, δεδομένης και της έμπρακτης στήριξής τους στον ελληνικό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα39. Δεν εξέλιπαν ωστόσο και περιπτώσεις άλλων Δυτικοευρωπαίων αρχαιολατρών, που ήταν ταυτόχρονα και σφοδροί μισέλληνες, όπως ο Ολλανδός Κορνήλιος de Pauw, ο Πρώσσος Jacob Salomon Bartholdy, οι Άγγλοι William Gell και Thomas Thorthon40, καθώς και οι επίσης Άγγλοι Richard Chandler και Charles Perry, οι οποίοι υποστήριζαν ότι οι σύγχρονοι Έλληνες είναι «πολυμήχανος, πονηρός και πανούργος λαός» και ότι είναι «δόλιοι, απατεώνες και προδότες»41. Ο πιο γνωστός πάντως διανοούμενος της κατηγορίας αυτής υπήρξε ο Αυστριακός Jakob Philipp Fallmerayer (1790-1861), ο οποίος μας έμεινε κυρίως γνωστός για τις θεωρίες του περί απουσίας οποιασδήποτε σχέσης μεταξύ των αρχαίων και των νεώτερων Ελλήνων42.
Επίσης, στα μέσα του 19ου αιώνα η εικόνα των Ελλήνων για μεγάλο τμήμα της δυτικοευρωπαϊκής κοινής γνώμης υπήρξε άκρως αρνητική, δεδομένης της απροθυμίας της Ελλάδας για συμπαράταξή της με τον δυτικό συνασπισμό, που εξεστράτευσε εναντίον της Ρωσίας κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου (1853-1856), αλλά και της αποστολής Ελλήνων εθελοντών στο πλευρό των Ρώσων43. Η γενικότερη πάντως εικόνα των Δυτικών για τον ορθόδοξο κόσμο δεν ήταν κατά κανόνα και η καλύτερη, σε αντιδιαστολή π.χ. με την εικόνα που είχαν πολλοί στη Δύση για τη μουσουλμανική, πλην όμως συμμαχική τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Δυτικοευρωπαϊκά και ιδίως γερμανικά αρνητικά στερεότυπα για τους Έλληνες (τέλη 19ου – αρχές 21ου αι.)
Η ενασχόληση με το αρχαίο ελληνικό παρελθόν και η προαγωγή των ελληνικών γραμμάτων θα συνεχιστεί πρωτίστως από τα γερμανικά μορφωτικά και ερευνητικά ιδρύματα και κατά τον 20ό αιώνα, ωστόσο η γεωπολιτική σύγκρουση ανάμεσα στις δύο χώρες, οι οποίες βρέθηκαν σε αντίθετα στρατόπεδα κατά τη διάρκεια των δύο παγκοσμίων πολέμων, δεν θα ευνοήσει την εκδήλωση φιλελληνικών αισθημάτων και για τους σύγχρονους Έλληνες, παρόλο που δεν εξέλιπαν και αρκετές περιπτώσεις Γερμανών φιλελλήνων καθ’ όλο τον τελευταίο ενάμισι περίπου αιώνα. Ήδη από συστάσεως σχεδόν του γερμανικού κράτους, επί Bismarck (τέλη 19ου αι.), κάποιοι Έλληνες κατηγορούσαν τους Γερμανούς ότι στο πλαίσιο των γεωπολιτικών τους φιλοδοξιών επιθυμούσαν να διοικήσουν την Ελλάδα «ως επαρχία της Βαυαρίας», υπό το δόγμα του “Deutschland über Αlles”44. Σημειώνεται επίσης ότι ο σφιχτός εναγκαλισμός μεταξύ Γερμανίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προ και κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου δεν ήταν άσχετος με τη συστηματική εξόντωση του μικρασιατικού Ελληνισμού από τους Νεοτούρκους, που έγινε κατόπιν σχεδιασμών και προτροπών Γερμανών αξιωματικών – συμβούλων τους, όπως π.χ. του Liman von Sanders πασά, που αποκαλούσε τους Μικρασιάτες Έλληνες «εχθρικά στοιχεία, εμπνεόμενα με έξωθεν επαναστατικάς ιδέας», τα οποία θα έπρεπε να διωχθούν ανηλεώς45. Κατά δε τη χιτλερική περίοδο υπάρχουν μαρτυρίες που αναφέρουν ότι οι Έλληνες κατηγορούνταν ως «τεμπέληδες, καφενόβιοι κι αεριτζήδες», τους οποίους οι Γερμανοί έλεγαν ότι θα υποχρεώσουν να εργάζονται «όπως ξέρουν αυτοί να βάζουνε τους σκλάβους να δουλεύουνε»46.
Σήμερα, 70 χρόνια μετά, το σκηνικό αυτό επαναλαμβάνεται κατά κάποιο τρόπο, με μια άλλη όμως μορφή. Η στρατιωτική εισβολή του Γ΄ Ράιχ στην Ελλάδα έχει κατά κοινή ομολογία αντικατασταθεί από τη γερμανική οικονομική διείσδυση, που φθάνει σε βαθμό υπονόμευσης της εθνικής μας κυριαρχίας, στο πλαίσιο μίας οιονεί ανασύστασης του γνωστού από τις δεκαετίες του ’30 και του ’40 «ζωτικού χώρου» της Γερμανίας (“Lebensraum”).
Επίσης, δημοσιεύματα του γερμανικού τύπου, κυρίως ευρείας λαϊκής κατανάλωσης, χαρακτηρίζουν τους Έλληνες «παράσιτα», «τεμπέληδες»,  «απατεώνες», «κλέφτες», «ψεύτες», «άχρηστους», «αναξιόπιστους», οι οποίοι θα πρέπει να τιμωρηθούν με σκληρά οικονομικά μέτρα ή και με την απώλεια τμήματος της εδαφικής τους επικράτειας (π.χ. κάποιων νησιών47 ή ακόμη και της ίδιας της Ακρόπολης!48), κατά προτίμηση προς όφελος της Τουρκίας49. Παρόμοιου τύπου δημοσιεύματα έχουν εντοπιστεί και σε άλλες χώρες, όπως στη Δανία και σε άλλες σκανδιναβικές χώρες, δευτερευόντως στην Αγγλία και σπανιότερα στη Γαλλία50, πρωτίστως όμως ίσως στην Ολλανδία, όπου, πέραν των παραπάνω, οι Έλληνες έχουν παρουσιαστεί και ως «εφευρέτες» του ομοφυλοφιλικού σεξ51. Συχνά δε Έλληνες μετανάστες που διαβιούν στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη, κυρίως στον γερμανόφωνο χώρο και τη Σκανδιναβία, αντιμετωπίζουν τη χλεύη και τις υβριστικές επιθέσεις μιας όχι ασήμαντης μερίδας των εκεί ιθαγενών πληθυσμών52.
Αυτού του είδους όμως η πολεμική δεν περιορίζεται μόνο έναντι των Ελλήνων, αν και ο λαός μας αποτελεί κατά το τελευταίο διάστημα την προμετωπίδα των λαών που αντιμετωπίζονται απαξιωτικά, κυρίως από κύκλους του προτεσταντικού Βορρά. Λαοί κυρίως μεσογειακοί και καθολικοί, με όχι ιδιαίτερα μεγάλη έφεση στην οικονομική ανάπτυξη53, αντιμετωπίζονται ως Ευρωπαίοι β΄ κατηγορίας, υφιστάμενοι αφενός τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης αφετέρου δε τη χλεύη κάποιων βορείων εταίρων τους στην Ευρώπη, που τους έχουν αποδώσει χαρακτηρισμούς, όπως του «οκνηρού», του «παρασίτου», του «γουρουνιού» κ.ά.54, θεωρώντας παράλληλα ότι είναι «αμαρτωλοί», που θα πρέπει να «σωφρονιστούν»55.
Η ύπαρξη των παραπάνω στερεοτύπων αποτελεί προφανώς προϊόν συνδυασμών διαφόρων παραμέτρων: αφενός των τρεχουσών πολιτικο-οικονομικών συνθηκών και αφετέρου της διαφορετικής ψυχοσύνθεσης, νοοτροπίας και ιστορικού και πολιτισμικού υποβάθρου μεταξύ των λαών της Ευρώπης. Φαίνεται λοιπόν ότι έχει κατά κάποιο τρόπο διαμορφωθεί στην Ευρώπη ένα ψυχολογικό χάσμα ανάμεσα στον προτεσταντικό Βορρά και τον καθολικό (και ελληνορθόδοξο) Νότο, κάτι που, όμως, λόγω της βαθμιαίας διάδοσης της οικονομικής κρίσης και βορείως των Άλπεων, αρχίζει και υποχωρεί, αν και ίσως όχι στον αναμενόμενο βαθμό.
Επιπλέον, το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι μεν χώρα ευρωπαϊκή, όχι όμως και κατ’ ουσίαν δυτική56, καθότι ορθόδοξη, φαίνεται ότι δεν δημιουργεί ευνοϊκές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη ιδιαίτερα φιλικών προς αυτήν αισθημάτων από την πλευρά δυτικών κύκλων που επηρεάζουν ώς ένα βαθμό την εκεί κοινή γνώμη, κάποιοι εκ των οποίων τη συνδέουν ή την ταυτίζουν με την εχθρική γι’ αυτούς Ρωσία57, μιλώντας μάλιστα για «σλαβορθόδοξο» πολιτισμό58, ενώ έχει γίνει λόγος και για την ύπαρξη μίας «ανίερης συμμαχίας»59 ή ενός «άξονα του κακού» των ορθοδόξων Ελλήνων και των Σέρβων κατά την περίοδο των πολέμων της πρώην Γιουγκοσλαβίας τη δεκαετία του ‘9060. Επίσης, στον γερμανικό τύπο της εποχής είχε ανασυρθεί από το χρονοντούλαπο της ιστορίας η θεωρία του Fallmerayer, για προφανείς λόγους, και κυκλοφορούσαν χάρτες που παρουσίαζαν την Ελλάδα ως ένα συνονθύλευμα λαών, με τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου να ανήκουν στην Τουρκία61.
Ανάλογα βεβαίως φαινόμενα καχυποψίας και εχθρότητας απέναντι στους Δυτικούς, και δη τους Γερμανούς, έχουν παρατηρηθεί κατά το παρελθόν και από την πλευρά κάποιων Ελλήνων ορθοδόξων, δεδομένων των πολλών συσσωρευμένων αρνητικών τους εμπειριών από τη μακραίωνη συνύπαρξή τους με τον δυτικό κόσμο. Υπό το πρίσμα λοιπόν όλων των παραπάνω θα μπορούσε να ερμηνευθεί το φαινόμενο της ύπαρξης σήμερα στην Ευρώπη ορισμένων αρνητικών στερεοτύπων για τους Έλληνες, σε συνάρτηση βεβαίως και με το γενικότερο ιστορικό υπόβαθρο των σχέσεων του Ελληνισμού με τη Δύση.
Ωστόσο, οι λαοί της Δύσης, μεταξύ των οποίων και τμήματα των πληθυσμών του ευρωπαϊκού βορρά62, αρχίζουν και αντιλαμβάνονται πλέον τα πραγματικά αίτια της σημερινής παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, αναπτύσσοντας μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις φιλελληνικά αισθήματα, ακόμη και φιλελληνική δράση: π.χ. το κίνημα “Je suis Grec” («Είμαι Έλληνας»)63, που έχει αναπτυχθεί στη Νάντη της Γαλλίας από τα τέλη του 2011, το οποίο έχει εξαπλωθεί και σε άλλες χώρες, αποτελεί το πρώτο ίσως σημαντικό παράδειγμα στην Ευρώπη κινήματος αλληλεγγύης προς τον ελληνικό λαό. Επίσης, από τον Φεβρουάριο του 2012 Ιταλοί δήμαρχοι προσφέρουν συμβολικά τον μισθό τους υπέρ του ελληνικού λαού, στο πλαίσιο της φιλελληνικής κίνησης αλληλεγγύης “Magna Grecia” («Μεγάλη Ελλάδα»)64.
O ελληνικός πολιτισμός και οι πανανθρώπινες αξίες τις οποίες αυτός πρεσβεύει μπορούν να αποτελέσουν μια ρεαλιστική, εναλλακτική, οικουμενικού χαρακτήρα πρόταση απέναντι στο ατομοκεντρικό προτεσταντικό αξιακό σύστημα και την εργαλειακή αγγλοσαξωνική σκέψη, προϊόν της οποίας αποτελεί το κυρίαρχο σήμερα ανθρωποβόρο κοινωνικο-οικονομικό νεοφιλελεύθερο μοντέλο του προτάγματος του ατομικού κέρδους. Η πάλη λοιπόν σήμερα δεν γίνεται ανάμεσα στους Έλληνες και στους Δυτικούς, αλλά ανάμεσα στους λαούς και στους παγκόσμιους οικονομικούς ολιγάρχες και δυνάστες τους. Το αίτημα για επιστροφή στις αξίες του ελληνικού πολιτισμού φαντάζει πλέον ολοένα και πιο επιτακτικό για ολόκληρη την ανθρωπότητα, κάτι που συντελεί στο να έλθουν πιο κοντά οι Έλληνες με τους λαούς της Εσπερίας, αντιπαρερχόμενοι τις όποιες προκαταλήψεις και τα πάθη του παρελθόντος.

Σημειώσεις
 1.Τ. Λουγγής, «Το ανατολικό χριστιανικό κράτος (395-518)», στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Ζ΄, Βυζαντινός Ελληνισμός – Πρωτοβυζαντινοί Χρόνοι, σσ. 127-128.
 2. Ό.π., σσ. 98-100.
 3. Ι. Καραγιαννόπουλος, Το Βυζαντινό Κράτος, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 529.
 4. Λιουτπράνδος της Κρεμώνας, Πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη του Νικηφόρου Φωκά, Αθήνα 1997, σ. 26.
 5. Ε. Γλύκατζη–Αρβελέρ, Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Αθήνα 1997, σσ. 60, 72.
 6. Λιουτπράνδος της Κρεμώνας, σ. 21.
7.  Ό.π., σσ. 42-44, 62.
8. Καραγιαννόπουλος, σ. 528. – Λιουτπράνδος της Κρεμώνας, σ. 21.
9. Λιουτπράνδος της Κρεμώνας, σσ. 26-27.
10. Ό.π., σ. 31.
11. Ό.π., σ. 50.
12. Ό.π., σ. 44.
 13.Ό.π., σ. 62.
 14.Ό.π., σ. 62.- Γιουβενάλης, 10, 174.
 15.Ό.π., σ. 43.- Βιργίλιος, Αινειάδα, 2, 65.
 16.Ό.π., σ. 46.- Γιουβενάλης 6, 16.
17. Ό.π., σ. 67.- Μαρτιάλης, 13, 14.
18. Αργότερα όμως ο ίδιος ο συγγραφέας θα ανασκευάσει ουσιαστικά όσα γράφει, με το έργο του «Ανταπόδοσις», αναφερόμενος με σαφώς θετικά λόγια για τον κόσμο του Βυζαντίου: βλ. Λιουτπράνδος της Κρεμώνας, σσ. 81-95.
 19.Όμως και οι Έλληνες από τη δική τους πλευρά θεωρούσαν τους Δυτικούς «μιαρούς»,  «ακαθάρτους» και «αιρετικούς» και δεν αναγνώριζαν την εγκυρότητα των εκκλησιαστικών τους μυστηρίων: βλ. Δ. Πασχάλης, «Η Δυτική Εκκλησία είς τας Κυκλάδας», Ανδριακά Χρονικά 2-3 (1948), σ. 6. – Θ. Παπαδόπουλος, «Καθολικοί και Ορθόδοξοι στις Κυκλάδες», Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών 15 (1994), σ. 171.
 20. Π. Γουναρίδης, «Η εικόνα των Λατίνων την εποχή των Κομνηνών», Σύμμεικτα 9 (1994), σ. 160.
 21. Γλύκατζη–Αρβελέρ (1997), σσ. 116-122.
22. Αμέσως μετά την πτώση της βασιλεύουσας το 1204, οι Λατίνοι κατακτητές, θέλοντας να γελοιοποιήσουν τους ηττημένους, φορούσαν φαρδιά φορέματα και φτιασίδια και κρατούσαν χαρτιά στα χέρια τους, θεωρώντας ότι οι Βυζαντινοί ήταν ένας «λαός από γραφιάδες»: βλ. Γουναρίδης, σ. 171.
 23.Γασμούλοι, βασμούλοι ή μπαστάρδοι ονομάζονταν όσοι είχαν πατέρα Λατίνο και μητέρα Ελληνίδα, φαινόμενο όχι σπάνιο για το λατινοκρατούμενο Αιγαίο του ύστερου Μεσαίωνα: βλ. P. Lock, Οι Φράγκοι στο Αιγαίο, Αθήνα 1998, σσ. 469-470.
24.  Το Χρονικόν του Μορέως, Αθήνα 2005, σ. 35. – Θ. Σανσαρίδου–Hendrickx, Εθνικισμός και εθνική συνείδηση στον Μεσαίωνα με βάση το Χρονικό του Μορέως, Θεσσαλονίκη 2007, σσ. 57-58.
 25.Το Χρονικόν του Μορέως, σσ. 33-34.
26. Ό.π., σ. 36.
 27.Ε. Γλύκατζη–Αρβελέρ, Γιατί το Βυζάντιο, Αθήνα 2009, σσ. 222-223.
28. Κ. Σιμόπουλος, Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τόμ. Α΄, Αθήνα 1981, σ. 147.
 29. Πασχάλης, σ. 18.
30. Σιμόπουλος, ό.π., σ. 147.
31. Πασχάλης, σσ. 18-19.
32. R. Saulger, Ιστορία των αρχαίων Δουκών και λοιπών ηγεμόνων του Αιγαίου Πελάγους, Paris 1698, μετάφραση Α. Καράλης, Ερμούπολη 1878, σσ. 42-43.
 33. B. Slot, «Ο ιεραπόστολος Robert Saulger (1637-1709), ιστοριογράφος των Κυκλάδων», Μνημοσύνη 6 (1976-1977),  σ. 139.
34. Μ. Ρούσσος–Μηλιδώνης, Ιησουίτες του 17ου και 18ου αιώνα περιγράφουν το Αιγαίο, Αθήνα 1989, σ. 54.
35. Υπάρχουν και παραδείγματα φιλελληνικής οπτικής Δυτικών περιηγητών του 17ου και 18ου αιώνα: «Ας θυμόμαστε γενναιόψυχα ότι οι Έλληνες είναι αυτοί που υπερασπίζονται την πίστη και ότι η Δύση την δέχθηκε εν μέρει από αυτούς»: βλ. Μ. Ρούσσος–Μηλιδώνης, Η Τουρκοκρατούμενη “Ελλάδα” μέσα από ανέκδοτα έγγραφα Ιησουιτών του 17ου και 18ου αιώνα, τόμ. Α΄, Αθήνα 2002, σ. 50. Το φαινόμενο αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο μίας ξεχωριστής μελέτης.
36. Slot, σ. 133. Αναφέρεται επίσης ενδεικτικά ότι σε λαϊκό γερμανικό πίνακα του 17ου αιώνα, όπου καταγράφονταν τα προτερήματα και τα ελαττώματα των λαών της Ευρώπης, οι Έλληνες ταυτίζονταν με τους Τούρκους: βλ. Γλύκατζη–Αρβελέρ (2009), σσ. 75-76. Βεβαίως και οι Έλληνες από την πλευρά τους δεν έτρεφαν και τα καλύτερα των αισθημάτων για τους Δυτικούς, ήδη από τη βυζαντινή περίοδο, κάτι που θα μπορούσε επίσης να αποτελέσει το αντικείμενο μίας ξεχωριστής μελέτης.
37. Α. Παναγόπουλος, «Κοινοί αγώνες και θυσίες εναντίον του ξένου ζυγού – Ανεξαρτησία Ελλάδας και Ιταλίας», Επίκαιρα 75 (24-3-2011).
 38. Δ. Χατζόπουλος, Οι Γαριβαλδινοί και η μάχη του Δρίσκου, Αθήνα 1914, σσ. 10-12.
39. M. Μήτσου, «Γερμανικός φιλελληνισμός», στο: Ο φιλελληνισμός στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Επτά Ημέρες (17-3-2002), σσ. 19-20.
 40. Κ. Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τόμ. Γ1, σ. 180.
 41. Ε. Μήτση, «Στη σκιά των μνημείων. Αρχαιολάτρες και αρχαιόσυλοι στην Ελλάδα του 18ου αιώνα», Σύγχρονα Θέματα 82 (2003), σ. 62.
42. Γ. Καραμπελιάς, Το 1204 και η διαμόρφωση του Νεώτερου Ελληνισμού, Αθήνα 2006, σ. 403.
43. Η Ελλάδα, τελικά, ευρισκόμενη σε αντίθετο στρατόπεδο με τη Δύση, θα πληρώσει ακριβά την πολιτική συμμαχίας της με την ομόδοξη Ρωσία, υφιστάμενη μεταξύ άλλων την κατάληψη της Αθήνας και του Πειραιά από τα γαλλικά και βρετανικά στρατεύματα (1854-1857): βλ. Σ. Παπαδόπουλος, «Ο Κριμαϊκός Πόλεμος και ο Ελληνισμός», στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. ΙΓ΄, σσ. 148, 165-166.
44. Θ. Δαμαλάς, «Επίλογος προς ανασκευήν των εν τη περί Νάξου ομιλία περί νεωτέρου Ελληνισμού κρίσεων του κ. Κουρτίου», στο: Νάξος. Ομιλία απαγγελθείσα μεν εν τω εν Βερολίνω επιστημονικώ συλλόγω την 21 Φεβρουαρίου 1846 υπό Ερνέστου Κουρτίου, Αθήνα 1889, σ. 72.
45.  Μ. Ροδάς, Πώς η Γερμανία κατέστρεψε τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας, Μυτιλήνη 1916 (επανέκδοση Αθήνα 1995), σσ. 81, 87.
 46. Δ. Γληνός, Τι είναι και τι θέλει το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, (1942), Αθήνα 1944, σ. 25.
47.  Bild (27-10-2010), “Verkauft doch eure Inseln, ihr Pleite-Griechen”.
48. Bild (17-5-2011), “Muss Griechenland die Akropolis verkaufen?”.
49. «Παραλήρημα ανθελληνικής προπαγάνδας», newsbeast.gr (29-9-2011).
50. Σε μία περίπτωση οι Έλληνες παρουσιάζονται ως «τεμπέληδες», «απατε-ώνες», «διεφθαρμένοι» και «ομοφυλόφιλοι»: βλ. S. Guillon, “On a bien fait d’humilier les Grecs !”, Liberation (8-11-2011).
51. Ολλανδική τηλεόραση VARA (31-12-2010), μετάφραση: «Ελλήνων Ένωσις», http://www.youtube.com/watch?v=lVtiQu03fJc&feature=player_embedded.
52. Γ. Αποστολίδης, «Μας αποκαλούν τεμπέληδες, μας χλευάζουν ακόμα και στα εστιατόρια», Έθνος της Κυριακής (4-3-2012).
53. Για το πώς συνδέεται κατά πολλούς η ανάπτυξη του καπιταλισμού με τον Προτεσταντισμό, σε αντιδιαστολή προς τον Καθολικισμό, βλ. M. Weber, Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού, μετάφραση Μ. Γ. Κυπραίος, Αθήνα 2000, σσ. 31-40.
54. J. Fleischhauer, “Italienische Fahrerflucht”, Der Spiegel (23-1-2012).
55. A. Frachon,“Et Dieu, dans la crise de l’euro?”, Le Monde (22-12-2011).
56. Ως  Δύση θα μπορούσαμε να προσδιορίσουμε από ιστορική και πολιτισμική άποψη τις περιοχές της Ευρώπης όπου επικρατεί ο Καθολικισμός και ο Προτεσταντισμός, ενώ χρησιμοποιείται και το λατινικό αλφάβητο. Στη Δύση θεωρείται ότι ανήκουν ακόμη πολιτισμικά εξωευρωπαϊκές χώρες, κατοικούμενες ως επί το πλείστον από απογόνους Βορειοευρωπαίων αποίκων, όπως π.χ. οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία: βλ. Σ. Χάντιγκτον, Η σύγκρουση των πολιτισμών και ο ανασχηματισμός της παγκόσμιας τάξης, Αθήνα 1999, σσ. 30-31, 217. Το γεγονός, επίσης, ότι, στο χρηματοδοτούμενο  από την τότε ΕΟΚ βιβλίο Ευρωπαϊκής Ιστορίας (1990) του Γάλλου ιστορικού Jean Baptiste Duroselle, δεν συμπεριλαμβανόταν το Βυζάντιο, είναι ενδεικτικό των αντιλήψεων ορισμένων δυτικών κύκλων για τους Έλληνες.
57. Καραμπελιάς, σ. 409.
 58. Χάντιγκτον, σσ. 31, 217-220, 223-224.
59. Β. Στοϊλόπουλος, «Η εικόνα της Ελλάδας στον γερμανικό τύπο τα τρία τελευταία χρόνια», Ελλοπία (Καλοκαίρι 1994), σ. 54.
60. H. Smith, “Greece faces shame of role in Serb massacre”, The Guardian (5-1-2003).
61. Στοϊλόπουλος, σσ. 54-56.
 62. Zeit, (10-2-2012), “Lasst die Griechen in Ruhe!”. – Tageszeitung, (14-3-2012), “Demokratie statt Fiskalpakt!”.
63.  http://jesuisgrec.blogspot.com.
64.  http://www.forgreece.eu.

2014-05-21

Ελληνικές καθημερινές εκφράσεις...

Η ιστορία της προέλευσής τους ξεκινά από την ελληνική αρχαιότητα..!

Καλή σταδιοδρομία: αυτή  η φράση έχει την προέλευσή της από το δρόμο του  ενός σταδίου των Αρχαίων στην Ολυμπία, εκεί που γίνονταν οι ολυμπιακοί αγώνες.

Είμαι απίκο: η λέξη είναι ιταλική και σημαίνει :όρθιος στην πρύμνη για να ρίξω την άγκυρα.

Έγινε Λούης: λέγεται για κάποιον που εξαφανίζεται τρέχοντας γρήγορα .Ο Σπύρος Λούης  ήταν ολυμπιονίκης  στο μαραθώνιο δρόμο στους  πρώτους  Ολυμπιακούς  αγώνες που έγιναν στην Αθήνα το 1896 και ήρθε όχι μόνο πρώτος αλλά έφερε για την εποχή του περίφημο χρόνο.

Είναι μανίκι αυτή  η υπόθεση:  πρόκειται  δηλαδή για μια δύσκολη υπόθεση. Η έκφραση αυτή λέγεται γιατί το μανίκι  είναι  το δυσκολότερο μέρος, κατά το ράψιμο, του κουστουμιού ή του φορέματος, είναι , δηλαδή δύσκολη η εφαρμογή του.

Είναι πακτωλός: η φράση λέγεται για κάποιον που βγάζει συνεχώς πολλά χρήματα. Πακτωλός είναι ένα μικρό ποτάμι κοντά στις Σάρδεις  της Λυδίας, που κατέβαζε και χρυσάφι μαζί με την άμμο του από τότε που, καθώς πίστευαν , λούστηκε σ’ αυτό ο Μίδας, για ν’ απαλλαχτεί από τη δύναμή του να κάνει χρυσάφι ό,τι άγγιζε.

Μη στέκεσαι σαν  το μπάστακα  από πάνω  μου: «μπάστακας θα πει φύλακας και προέρχεται από την ιταλική λέξη «basta».

Θα σε κάνω τ’ αλατιού: η  φράση αυτή βγήκε από τον τρόπο που γίνονται οι σαρδέλες και γενικά όλα τα ψάρια ,όταν παστώνονται με αλάτι. Ζαρώνουν και χάνουν την όμορφη εμφάνισή τους. Έτσι , λοιπόν, θα τον κάνει όταν τον δείρει, όπως το ψάρι στο αλάτι.

Τον λάδωσε: δηλαδή τον δωροδόκησε. Η φράση μεταφέρθηκε από το λάδωμα του τροχού, που για να δουλέψει καλά πρέπει να  λαδωθεί.
                                 

Δε μύρισα τα νύχια μου: στην αρχαία Ολυμπία, λίγο προτού οι αθλητές μπουν στο στίβο, πολλοί θεατές απ’ έξω από το Στάδιο έβαζαν μεγάλα στοιχήματα, για τον ένα ή τον άλλο αθλητή. Πολλοί ακόμη πήγαιναν στα διάφορα μαντεία, για να μάθουν το νικητή. Οι  «μάντισσες» βουτούσαν τότε τα νύχια τους σ’ ένα υγρό, καμωμένο από δαφνέλαιο, ύστερα  τα έβαζαν κοντά στη μύτη τους κι έπεφταν σ’ ένα είδος καταληψίας. Τότε ακριβώς έλεγαν και το όνομα του νικητή. Τη φράση αυτή τη λέμε σήμερα συνήθως όταν μας ρωτούν για κάποιο γνωστό συμβάν το οποίο εμείς δεν έχουμε μάθει.

Δουλειές με φούντες: κάποτε έγινε σκέψη να βάλουν στα καπέλα των Ελλήνων  ναυτών μια μπλε φούντα, όπως το γαλλικό ναυτικό έχει κόκκινη. Έγιναν τότε πολλά συμβούλια, ώσπου να καταλήξουν σε μια απόφαση, που στο τέλος όμως  στάθηκε αρνητική. Απ΄ αυτό βγήκε η φράση: «δουλειές με φούντες», που την έλεγαν οι αξιωματικοί-αυτοί που έπαιρναν μέρος στα συμβούλια-, όταν ήθελαν να αστειευτούν μεταξύ τους.

Είναι σκνίπα στο μεθύσι: όταν κάποιος είναι πολύ μεθυσμένος. Οι σκνίπες όταν είναι πάνω από το ξεσκέπαστο  κρασί ζαλίζονται και πέφτουν μέσα.

Κατά  φωνή κι ο γάιδαρος: οι Αρχαίοι θεωρούσαν τους γαϊδάρους σα σύμβολο πολλών αρετών και σαν ιερά ζώα. Όταν ένας γάιδαρος φώναζε, προτού αρχίσει μια μάχη, νόμιζαν ότι οι θεοί τους προειδοποιούσαν για τη νίκη. Κάποτε ο Φωκίωνας ετοιμαζόταν να επιτεθεί  στους Μακεδόνες του Φιλίππου, αλλά δεν ήταν και τόσο βέβαιος για το αποτέλεσμα, επειδή οι στρατιώτες του ήταν λίγοι. Τότε αποφάσισε να αναβάλλει για μερικές μέρες την επίθεση, ώσπου να του στείλουν τις επικουρίες, που του είχαν υποσχεθεί οι Αθηναίοι. Πάνω , όμως , που ήταν έτοιμος να διατάξει υποχώρηση, άκουσε ξαφνικά τη φωνή ενός  γαϊδάρου στο στρατόπεδό του.
Κατά φωνή κι ο γάιδαρος ! έκανε ενθουσιασμένος.
Και διέταξε ν’ αρχίσει η επίθεση, με την οποία νίκησε τους Μακεδόνες. Από τότε ο λόγος έμεινε, και τον λέμε συχνά, όταν βλέπουμε ξαφνικά κάποιο φίλο μας, που δεν τον περιμέναμε.

Πήρε το κρίμα στο λαιμό του: στη  βυζαντινή εποχή , όταν κάποιος πλούσιος καταδικαζόταν να μείνει στη φυλακή, είχε δικαίωμα να βάλει κάποιον άλλον στη θέση του, τον οποίο , βέβαια πλήρωνε πλουσιοπάροχα. Φυσικά, το δικαίωμα αυτό το είχαν μόνο όσοι καταδικάζονταν λιγότερο από ένα χρόνο. Οι άνθρωποι αυτοί , που δέχονταν να μπουν στη φυλακή, ονομάζονταν «κριματάρηδες», επειδή έπαιρναν τα αμαρτήματα των άλλων  πάνω τους.  Από τότε έμεινε και η φράση: «πήρε το κρίμα στο λαιμό του».