2014-09-11

Πανεπιστήμιο και σύστημα αξιών...

Διοίκηση, γραφειοκρατία, εφαρμογή των επιστημονικών ερευνών, επάγγελμα είναι οι λέξεις-όροι μέσω των οποίων ποσοτικοποιούνται η ακαδημαϊκή διδασκαλία και η επιστημονική έρευνα κατά το θετικιστικό μοντέλο. Μόρφωση, παιδεία, καλλιέργεια, λογική ικανότητα, διάνοια, πνεύμα και ατομική αυτοσυνείδηση είναι οι λέξεις-κλειδιά μέσω των οποίων αξιολογούνται οι επιδόσεις των καθηγητών των Πανεπιστημίων σύμφωνα με το κριτικό μοντέλο...


Του Θεόδωρου Γεωργίου*

Σε διεθνές επίπεδο από τη δεκαετία του ’80 η αξιολόγηση των Πανεπιστημίων αναδείχθηκε σε μείζον ζήτημα «αυτοεπιβεβαίωσης» των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων ως Πανεπιστημίων. Είχαν προηγηθεί οι δεκαετίες του ’60 και του ’70, κατά τις οποίες η επιστημολογία, δηλαδή η επιστήμη η οποία εξετάζει και ερευνά την ίδια την επιστημονική δραστηριότητα, γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη με σειρά ερευνών σχετικά με τη φύση, τον χαρακτήρα και τις ιστορικές προοπτικές των επιστημών. Αρκεί να αναφέρει κανείς μόνο δύο έργα–σταθμούς στις επιστημολογικές αναζητήσεις εκείνης της εποχής. Πρόκειται για το έργο του Thomas S. Kuhn με τον τίτλο «Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων» (The Structure of Scientific Revolutions, 1962) και για το έργο του Jürgen Habermas «Γνώση και Διαφέρον» (Erkenntnis und Interesse, 1968).
Οι επιστημολογικές έρευνες και τα σχετικά πορίσματά τους ενσωματώνονται σταδιακά στα προγράμματα πανεπιστημιακής πολιτικής. Το ζήτημα της αξιολόγησης των δύο επιστημονικών δραστηριοτήτων που αποτελούν τον πυρήνα του ακαδημαϊκού έργου, δηλαδή της διδασκαλίας και της έρευνας, καθίσταται πρωτεύον θέμα, το οποίο συνδέεται άρρηκτα με τη λειτουργία των Πανεπιστημίων και με τις προοπτικές αναπαραγωγής της επιστημονικής γνώσης. Στη διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα η αξιολόγηση των Πανεπιστημίων συνδέεται με την ίδια την πραγματολογική δυνατότητα ύπαρξης του Πανεπιστημίου ως ακαδημαϊκού θεσμού, του οποίου στόχος είναι ο αναστοχασμός της κοινωνίας μέσω του Πανεπιστημίου πάνω στις πνευματικές, συνειδησιακές και υλικές ικανότητες της εκάστοτε κοινωνικής συλλογικότητας.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί ότι η γόνιμη και πλούσια επιστημολογική έρευνα των προηγούμενων δεκαετιών «μεταφράζεται» σχετικά με την αξιολόγηση σε τεχνικό ζήτημα, πράγμα που σημαίνει ότι το Πανεπιστήμιο ως διοικητική οντότητα υπερισχύει του Πανεπιστημίου ως ερευνητικού κέντρου. Η αναπόδραστη καπιταλιστική, κοινωνική ανάγκη να εντάσσονται όλα τα κοινωνικά πράγματα σε μετρήσιμες κατηγορίες και σε ανταλλακτικά μεγέθη οδήγησε τις σύγχρονες κοινωνίες να εγκαθιδρύσουν και για τα Πανεπιστήμια και για τις επιστήμες γενικά μετρήσιμα και ανταλλακτικά κριτήρια. Με άλλα λόγια, υιοθετήθηκε σε παγκόσμια κλίμακα το θετικιστικό μοντέλο αξιολόγησης των Πανεπιστημίων και το άλλο μοντέλο, το κριτικό, εφαρμόζεται σε πανεπιστημιακές νησίδες ή (κατά τον Αριστοτέλη) σε τόπους, όπου από το ίδιο το πράγμα προκύπτει η ανάγκη μιας άλλης αξιολόγησης.

Τελικά εδώ και τριάντα χρόνια έχει πλήρως επικρατήσει το θετικιστικό μοντέλο αξιολόγησης των Πανεπιστημίων σε διεθνή κλίμακα. Ας δούμε λοιπόν ποιο είναι αυτό το μοντέλο, ποιες αξίες επικαλείται, ποια κανονιστικά περιεχόμενα υπερασπίζεται, ποια αντίληψη περί Πανεπιστημίου προωθεί και τελικά ποια σχέση έχει μ’ αυτό το πράγμα που ονομάζουμε επιστήμη. Το κριτικό μοντέλο αξιολόγησης των Πανεπιστημίων δομείται και λειτουργεί σε εντελώς διαφορετικό αξιακό καθεστώς και αναδύεται σε πραγματολογικές συνθήκες, οι οποίες επωμίζονται το βάρος της χειραφέτησης της εκάστοτε κοινωνικής συλλογικότητας.

Για τα ελληνικά δεδομένα μια ευρύτερη δημόσια διαβούλευση για την αξιολόγηση των Πανεπιστημίων κρίνεται και χρήσιμη και απαραίτητη για δύο λόγους: πρώτον, επειδή κατατέθηκε το πόρισμα αξιολόγησης των ελληνικών Πανεπιστημίων, που εκπόνησε η αρμόδια εποπτική διοικητική αρχή στην επιτροπή μορφωτικών υποθέσεων του ελληνικού Κοινοβουλίου και δεύτερον, επειδή ο νόμος 4009/2011 (ο νέος νόμος–πλαίσιο) που ρυθμίζει τα πανεπιστημιακά πράγματα υιοθετεί χωρίς επιφυλάξεις ή αναστοχασμούς (ή δεύτερες σκέψεις) το θετικιστικό μοντέλο.

Για την ελληνική περίπτωση και η αξιολόγηση των Πανεπιστημίων εντάχθηκε στη λογική του θετικιστικού μονοδρόμου. Ολες οι επιστήμες, είτε πρόκειται για τα μαθηματικά, τη φυσική, την κοινωνιολογία, την ιστορία, τη χημεία, την ψυχολογία, τη φιλοσοφία κ.ά., επιβάλλεται και κατά τον ισχύοντα νόμο και κατά τη λογική της εποπτεύουσας αρχής να αξιολογηθούν με μετρήσιμα και ποσοτικά κριτήρια. Ακολουθείται με θρησκευτική ευλάβεια εκείνο το μοντέλο αξιολόγησης το οποίο υπακούει στη θετικιστική και εμπειρική λογική οργάνωσης και λειτουργίας της επιστημονικής γνώσης και κατά συνέπεια υπερασπίζεται έναν τύπο Πανεπιστημίου που περισσότερο συνδέεται με τη συντήρηση της υφιστάμενης κοινωνικής συλλογικότητας και λιγότερο ενδιαφέρεται για τις επιστημονικές ανακαλύψεις και τις επιστημολογικές επινοήσεις.

Υποθέτω ότι δεν υπάρχει καθηγητής σε ελληνικό Πανεπιστήμιο ο οποίος να μην κατανοεί ότι η πολιτική υιοθέτηση του θετικιστικού μοντέλου αξιών υπονομεύει την ίδια την υπόστασή του ως δασκάλου και ως ερευνητή. Διαπιστώνουμε όλοι εμείς οι καθηγητές των Πανεπιστημίων αλλά και οι φοιτητές που συμμετέχουν ενεργά στην ακαδημαϊκή δραστηριότητα ότι η διδασκαλία και η έρευνα ως αδιαίρετες επιστημονικές δραστηριότητες συνιστούν κορυφαίες μαθησιακές διαδικασίες, οι οποίες, εκ των πραγμάτων, είναι ανεξαργύρωτοι θησαυροί.

Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου και ο φοιτητής του Πανεπιστημίου δεν είναι αναλώσιμοι, ούτε μπορεί να μπει στη θέση τους κάποιος άλλος. Οποτε επιχειρείται κάτι τέτοιο, τότε το Πανεπιστήμιο δεν υφίσταται. Το Πανεπιστήμιο στην παγκόσμια ιστορία του ανθρώπου γεννήθηκε στον τόπο εκείνο όπου μπορούν να συναντηθούν όλοι όσοι στοχάζονται και μεριμνούν για την ίδια την «ανθρώπινη κατάσταση».

Διοίκηση, γραφειοκρατία, εφαρμογή των επιστημονικών ερευνών, επάγγελμα είναι οι λέξεις-όροι μέσω των οποίων ποσοτικοποιούνται η ακαδημαϊ- κή διδασκαλία και η επιστημονική έρευνα κατά το θετικιστικό μοντέλο. Μόρφωση, παιδεία, καλλιέργεια, λογική ικανότητα, διάνοια, πνεύμα και ατομική αυτοσυνείδηση είναι οι λέξεις-κλειδιά μέσω των οποίων αξιολογούνται οι επιδόσεις των καθηγητών των Πανεπιστημίων σύμφωνα με το κριτικό μοντέλο.

Δεν χρειάζεται να απαριθμήσει κανείς τις διαφορές ανάμεσα στα δύο αυτά μοντέλα αξιολόγησης των Πανεπιστημίων. Αρκεί μόνο να επισημάνει ότι η θετικιστική αξιολόγηση (δηλαδή ο πολιτικός κανόνας των ελληνικών Πανεπιστημίων) διαμορφώνει τον τύπο εκείνο του Πανεπιστημίου σύμφωνα με τον οποίο το Πανεπιστήμιο εξομοιώνεται με άλλες κοινωνικές περιοχές (όπως π.χ. είναι το εργοστάσιο, η επιχείρηση, η εφοπλιστική εταιρεία κ.ά.), και δεν αναγνωρίζεται ως αυτόνομη κοινωνική σφαίρα, μέσω της οποίας η ίδια η κοινωνία αυτοστοχάζεται (Humboldt). Και το ερώτημα που τίθεται διατυπώνεται ως εξής: Τι είδους αξιολόγηση είναι αυτή η οποία δεν λαμβάνει υπόψη της την ιδιαιτερότητα του Πανεπιστημίου και επιπλέον χρησιμοποιεί μετρήσιμα και ποσοτικά κριτήρια, τα οποία ισχύουν παντού και πουθενά; Δηλαδή θα μπορούσαμε να μετρήσουμε τον Γαλιλαίο με τα μετρήσιμα κριτήρια της εποχής του; Η εκκλησία εκείνης της εποχής εφήρμοσε τον πολιτικό κανόνα.

Στο σύντομο αυτό κείμενο διατυπώνονται απόψεις στις οποίες συνοψίζεται η επιστημολογική αγωνία ενός καθηγητή Πανεπιστημίου, ο οποίος επεξεργάζεται ιδέες, σχέδια, προτάσεις, προγράμματα σχετικά με τις πραγματολογικές δυνατότητες της αξιολόγησης των ελληνικών Πανεπιστημίων, σύμφωνα με το κριτικό μοντέλο. Η ελληνική κοινωνία ως κοινωνική συλλογικότητα στην εποχή της κρίσης μπορεί να επωμιστεί τον ρόλο της πολιτικής πρωτοπορίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο (ενδεχομένως και σε διεθνή κλίμακα;) σχετικά με την επιστημολογική προσπάθεια ανατροπής του θετικιστικού προγράμματος αξιολόγησης των Πανεπιστημίων. Και η τελευταία ημιτελής φράση αναφέρεται στη διαπίστωση: η επιστημολογική επανάσταση του δεύτερου ημίσεος του εικοστού αιώνα «μεταφράστηκε» σε τεχνικό ζήτημα αξιολόγησης επιστημών και Πανεπιστημίων με θετικιστικά κριτήρια. Το κριτικό μοντέλο αξιολόγησης τρέφεται με τις ιδέες της πνευματικής και υλικής επιβίωσης και την ιστορική προοπτική της χειραφέτησης της «ανθρώπινης κατάστασης».


* Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

Πηγή  http://www.efsyn.gr/?p=232526