Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιάννης Σταύρου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιάννης Σταύρου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

2014-10-03

Καράβι δίχως ξάρτια και τζιμινιέρες...

Κανένας στο πηδάλιο,
κανένας στην πυξίδα,
πλέει δίχως στίγμα,
σε ύδατα
που κανένας χάρτης αυτού του κόσμου δε σημειώνει!..
http://yannisstavrou.blogspot.com

Ρένος Αποστολίδης (1924-2004)
η ελεύθερη, πνευματική φωνή της σύγχρονης Ελλάδας

Κ' ἐγώ, ἀπὸ τὴν πλευρά μου, πιστεύω πὼς ὅ,τι λέω πάει στὸ βάθος τῶν συνειδήσεων -κάποιων συνειδήσεων- καὶ δημιουργεῖ κριτήρια,στὰ ὁποῖα δὲν ἀντέχει ἡ πολιτικὴ ἀνουσιότητα καὶ  κενότητα τῶν φορέων καὶ τῶν κομμάτων καὶ  τῶν παρατάξεων καὶ τῶν σχημάτων τοῦ Κονφόρμ! Πιστεύω, ἐντέλει, πὼς λίγο ἀκόμα, ὄχι πολύ, θὰ χορεύουν στὸν Τόπο μας τὶς γελοῖες πολιτικὲς καντρίλλιες τους οἱ  κενοί, γιατὶ θὰ ξυπνήσῃ, θὰ ξυπνήσῃ φοβερά, μήν πλανιέστε, ὁ Λαός αὐτός... Ἐγὼ πάντως καὶ  θὰ πεθάνω ἀκόμα, ἀλλὰ θὰ κάνω τὸ πᾶν γιὰ νὰ τὸν ξυπνήσω, νὰ τὸν ξεσηκώσω!
Ρένος Ἀποστολίδης ["Κατηγορῶ", σελ. ιγ']


Μάνκοβετς

Το Μάνκοβετς, απόψε,
καράβι δίχως ξάρτια και τζιμινιέρες,
μυστηριακό, δίχως φώτα σηματοδοσίας,
σε ταξίδι ανάκουστο αρμενίζει...
Κανένας στο πηδάλιο,
κανένας στην πυξίδα,
πλέει δίχως στίγμα,
σε ύδατα
που κανένας χάρτης αυτού του κόσμου δε σημειώνει!

Κάθε νύχτα,
που ο άνεμος με χιλιάδες αρπάγες,
με χιλιάδες δάχτυλα προσταγής,
με ολολυγμούς,
με θρήνους,
με κραυγές απογνώσεων, με ικεσίες,
παρωθεί στον ίλιγγο της κουπαστής,
πάνω απ' την πάλλευκη άβυσσο
- κάθε νύχτα, το Μάνκοβετς,
μυστηριακό υπερντρέντνωτ
με γρανιτένια θωράκιση,
πλέει σ' άλλα πλάτη,
σ' άλλα μήκη,
σε ύδατα άλλα!
Για χάρη του,
θάλασσες που άλλο καράβι δεν τις αρμένισε ποτέ,
κάτασπρα πέλαγα ξεκορμισμένα απ' το Μεγάλο Γαλαξία,
φτάνουν να το αρμενίσουν!..
Και πλέει
βουβό κι ατάραχο
πάνω απ' όλες τις θύελλες,
πάνω από ελιγμούς και παρεκκλίσεις,
κατάστηθα στυλώνοντας την πλώρη του στη μπόρα,
περήφανο,
άφοβο,
περιφρονητικό, τη μοίρα
του γρανίτη του ακολουθώντας.
Βαστά τη ρότα του ίδια...
Πλέει οληνύχτα,
με το παράξενό του πλήρωμα στις γρανιτένιες του καμπίνες ενταφιασμένο...
Ουρλιάζει ο άνεμος,
η λαίλαπα ολολύζει στη γέφυρά του
- μα εκείνο ακλόνητο
στον Άσπρο του Ωκεανό αρμενίζει!..

...Και τις αυγές,
τ' άστρα που σβήνουν
την τελευταία τους στίλβη αποθέτοντας στα κρύσταλλα της πάχνης
σε απίθανες αχτές τόχουν αθόρυβα προσλιμενίσει...
Τριγυρισμένο από σκοπέλους σκοτεινούς,
φύλακες άγρυπνους,
το βρίσκει η μέρα...
Φτάνει κάθε χάραμα να παραλάβει...- τί;
ποιό αλλόκοτο φορτίο;
Κανείς δεν ξέρει ποιός το ναυλώνει,
κι ούτε για πού της ερχόμενης νύχτας
- για ποιά άλλα μήκη, άλλα πλάτη,
έξω απ' τα σύνορα του κόσμου τούτου!...

Κάθε αυγή,
την αγωνία του αλλόκοτου πληρώματος του στ' άστρα που σβήνουν αναθέτει
και σβήνει πια κι αυτό τις μηχανές του...
Σε ποιά σημαία τόχουν ναυτολογήσει;
Τα χρώματά της ποιά; Να μας τα δείξει!..

Μα κείνο,
ατάραχο,
βουβό,
δεν αποκρίνεται...
Καθυστερεί λίγες ώρες στο λιμάνι
και σα σβήση ο ήλιος πίσω απ' το σύννεφο
ανάβει πάλι τις υπόγειες μηχανές του και ξανακινά!..
Θάλασσες άλλες έχουν έρθει να το αμενίσουν
- άλλοι Άσπροι Ωκεανοί να τους διαπλέυση απόψε!..

Και κάθε νύχτα
το ίδιο...

Το Μάνκοβετς, απόψε,
καράβι δίχως ξάρτια και τζιμινιέρες,
μυστηριακό, δίχως φώτα σηματοδοσίας,
σε ταξίδι ανάκουστο αρμενίζει,
με τις μπούκες των πολυβόλων του έτοιμες!..

Έλα,
έλα μαζί μου,
στις υπόγειες μηχανές του,
εκεί που τα έμβολά του ζυμώνουν ατελείωτα τη ζωή και το θάνατο,
τη φωτιά και τον πόνο,
τον καπνό και τα δάκρυα,
την ασφυξία και τη δίψα,
την πείνα και τη νύχτα,
τον τάφο και το κρύο και την απόγνωση!
Εκεί που οι άξονές του και τα γρανάζια του συντρίβουν,
κονιορτοποιούν,
διαλύουν,
και τα μανόμετρά τους μετρούν οργή χιλίων ατμοσφαιρών,
κ' οι στήλες των θερμομέτρων του σημειώνουν: 24 υπό!

Έλα, έλα μαζί μου
στις υπόγειες μηχανές του
- στην εντάφια γρανιτένια πύλη του Πουργκατόριου!..


Ιστοσελίδα για τον Ρένο Αποστολίδη

2014-08-26

Κάποιες στιγμές η ζωή είναι αλλού...

μέσ’ στο νωθρό παράξενο φεγγάρι...

Μέσ’ στην απαλοτάτη νύχτα, που τ΄ άστρα ήσαν άστιλπνα και λιγοθυμισμένα, μέσ’ στο νωθρό παράξενο φεγγάρι – το βράδυ εκείνο κι οι άνθρωποι ήταν σχεδόν καλοί...

http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Ύδρα στο φως του φεγγαριού, λάδι σε καμβά

Ναπολέων Λαπαθιώτης
Φεγγάρι…

Μέσ’ στην απαλοτάτη νύχτα, μέσ’ στο νωθρό πελώριο φεγγάρι, που τ΄ άστρα ήσαν άστιλπνα και λιγοθυμισμένα, η παρεούλα είχε παρμένη την κιθάρα της, και θέλησε να πλανηθεί στην τύχη· πρόβαλε αργά κατηφορίζοντας, πέρα, απ΄ τη Σχολή των Ευελπίδων, κι έστριψε, και τράβηξε προς τη Λεωφόρον Αλεξάνδρας. Μέσ’ στο γαλάζο φόντο του βραδιού, ήταν χυμένη μια αλλόκοτη σιωπή, σαν και τα πράγματα όλα να ήταν ποτισμένα μυστηριώδη φίλτρα, σαν αφιόνια, και να καραδοκούσαν κάποια λύτρωση, κάποιο παυσώδυνο βαθύ, τελειωτικό. Εδώ – εκεί περνούσαν κι άλλες παρεούλες, κορίτσια σφιχταγκαλιασμένα ένα με τ΄ άλλο, παιδιά μ΄ ένα κρυφό φιλί στα χείλη, και μ΄ ασημένια μέτωπα στιλπνά· κι όλ’  οι άνθρωποι ήταν σα να κολυμπούσαν στο φεγγάρι, καθώς τα ψάρια μέσ’ στη γυάλα, και να εκινούντο ρυθμικά κι αυτόματα, χωρίς αυθυπαρξία, σαν η συνείδησή τους να ήτανε, κι αυτή, φευγάτη ή κοιμισμένη…
Η παρέα τράβηξε καταμεσίς του δρόμου, μέσ’  στα ράγια, κι έφτασε ως μια μάντρα, κι έκατσε να πιει, να μερακλώσει…
Ήταν Σαββατόβραδο, που τα τελεμένα τα κορμιά ζητάν ανάπαψη, και τα ρογιασμένα δάχτυλα ξεχνάν τους κόπους, και θυμούνται την αγάπη… Και καθώς ήταν έτσι το φεγγάρι ολάργυρο, σα νόμισμα φρεσκοκομμένο (είχαν απόψε πάρει τη βδομάδα), κάθησαν γύρω στο τραπέζι, και μάζωξαν του κόσμου τις καρέκλες, και ξαπλωθήκαν, χέρια και πόδια μπερδεμένα, ψαθάκια, καβουράκια πεταμένα, μαλλιά αφηνιασμένα, μαύρα τσουλούφια, κυματιστά κι εβένινα…

Το παιδί έτρεξε ναν τα περιποιηθεί, κι άπλωσε μια πετσέτα στο τραπέζι.
      
- Πούσαι, φέρε μας ένα κατοσταράκι στα τέσσερα, και κάνα μεζέ…
- Ψητό, σαλάμι, αυγά της ώρας; Μας φέραν σήμερα και φέτα, πούναι μεγαλείο!
- Γεια σου! φέρε μας φέτα, κάνε μας και καμπόσα αυγά τηγανητά… Πούσαι! και ψωμί…
- Αμέσως! να σας κόψω και καμιά ντοματοσαλατίτσα;…
- Μπράβο! Είσαι θεός, αδερφούλη… Και κάνε σύντομα…

Κι η παρέα απλώθηκε, τεντώθηκε, κουλουριάστηκε, έσκασε στα γέλια, είπε αστεία, καλαμπούρισε, τσακώθηκε, βλαστήμησε, κι ύστερα αρχίνησε να τσαγγρουνίζει την κιθάρα:

Ταμ, τιμ, τιμ – ταμ, τιμ, τιμ – ταμ, τιμ, τιμ…

...Σιγά σιγά, το τραγούδι φούντωσε, δυνάμωσε και υψώθη συμπαγές μέσ’ στο φεγγάρι· οι συμπυκνωμένες νεανικές φωνές αρμονίσθηκαν, εμπλέχτηκαν, παντρεύτηκαν όλες μαζί, και τίναξαν τη φλογερήν επίκλησή τους, προς το κατάπληκτο κι επιεικές φεγγάρι…

Άλλος είχε βάνει το καπέλο του στραβά, κι άλλος πίσω, κι έλαμπε το μέτωπό του, – κι άλλος είχε βγαλμένο το σακάκι, και τόχε στον ώμο του ριγμένο· κι όλοι τραγουδούσανε μαζί:

νταμ! ντουμ! ντουμπαντουμπαντούμ!

στο διάβολο να πας,

κι εσύ και η μαμάκα σου,

κι ο λάγιος που αγαπάς…

...Και η νύχτα έπαιρνε το τραγούδι με τα γαλανά, τα οπάλινα χέρια της, και το τοποθετούσε στην καρδιά της· και τα μάτια των άστρων έτρεχαν αόρατα δάκρυα μέσ’ στο διάστημα, και πού και πού, κι ένας διάττων απεσπάτο μέσ’ απ’ την οικογένεια των άστρων, σα να μη βαστούσε πλέον, κι αυτοκτονούσε μέσ’ στο χάος σιωπηλά… Κι ο καημός, κι η νοσταλγία, είχαν έτσι πήξει γύρω απ΄ τη μελπόμενη κιθάρα, που κάθε της παλμός, κι ο πλέον ελάχιστος, δημιουργούσε γύρω πλήθος κύκλους, κι έφτανεν ως πέρα, καθώς το πέσιμο μιας στάλας στο νερό…

- Φέρε κρασί! Κρασί…

Και το κρασί εκομίζετο θριαμβευτικά και γιόμιζε σπινθηριστά τα παχυκρύσταλλα ποτήρια, κι οι αναπνοές ήταν ανήσυχες, τα γόνατα λυμένα, κι ένα στήθος πρόβαλλε γυμνό απ΄ τ’  ανοιχτό πουκάμισο, με τ’  αχνό χρώμα της επιθυμίας… Κι η επιθυμία φαινόταν να είχε έτσι κορώσει, κι η σάρκα να ήταν έτσι κεντρισμένη, που το φεγγάρι έγιν’ ένας ασημένιος πόθος, και φλόγισε τη μεθυσμένη νύχτα…

- Κρασί! Κρασί! Κρασί…

Μέσ’ στην απαλοτάτη νύχτα, που τ΄ άστρα ήσαν άστιλπνα και λιγοθυμισμένα, μέσ’ στο νωθρό παράξενο φεγγάρι – το βράδυ εκείνο κι οι άνθρωποι ήταν σχεδόν καλοί.