Εισήγηση στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο 17-4-2024

ΑΡΙΘΜΟΣ ΕΚΘΕΜΑΤΟΣ: 7 ΑΕΔ-24/2Ο23 (παρ. απόφ. ΑΠ 1509/2023) Δικάσιμος: 17.4.2024 Εισηγ.: Ειρ. Σταυρουλάκη Έκθεση άρθρου 11 παρ...

2018-02-12

ΑΠΟΦΑΣΗ 202/12-2-2018 ΤΟΥ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ

ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΡΙΘΜΟΣ 202/2018
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Χριστίνα Μπαστούνη, την οποία όρισε η πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την παρουσία της Γραμματέας Ευπραξίας Κυριλή.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 9-10-2018, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) Χρήστος Ποιμενίδης του Παύλου, κάτοικος Καβάλας, 2) Παναγιώτης Αθανάσογλου του Παντελή, κάτοικος Καλλιθέας Αττικής, 3) Νικολέτα Κάβουρα του Χρήστου, κάτοικος Αγίας Παρασκευής Αττικής, 4) Ευφημία Αντωνάτου του Παναγιώτη, κάτοικος Αμαρουσίου Αττικής, 5) Πέτρος Τσιφτσής του Αθανασίου, κάτοικος Αθηνών, 6) Στυλιανός Πετρόπουλος του Αναστασίου, κάτοικος Ηλιούπολης Αττικής, 7) Κωνσταντίνος Ευαγγελάτος του Θεοδώρου, κάτοικος Καλλιθέας Αττικής, 8) Γεώργιος Παπαντωνίου του Ιωάννη, κάτοικος Ροδόπολη Αττικής, οι οποίοι παραστάθηκαν δια της πληρεξούσιας διπιγόρου τους Παρασκευής Πολιτάκη.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Η Ανώνυμη Εταιρία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ». που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Ιωάννη Μανίκα

Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 30-12-2015 αγωγή τους

(διαδικασίας εργατικών διαφορών) που κατατέθηκε στην γραμματεία του δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης 2518/2015 και ζητεί όσα αναφέρονται σε αυτή

Για τη συζήτηση της υπόθεσης ορίστηκε η ανωτέρω δικάσιμος, που αναφέρεται στην αρχή της αποφάσεως αυτής, κατά την οποία εκφωνήθηκε από το οικείο πινάκιο κατά τη σειρά της εγγραφής της σε αυτό, επακολούθησε συζήτηση όπως αναφέρεται στα πρακτικά και το δικαστήριο αφού,


ΆΚΟΥΣΕ ΟΣΑ ΠΕΡΙΕΧΟΝΤΑΙ ΣΤΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Το Σύνταγμα, με το άρθρο 22 παρ 5 κατοχυρώνει το θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως των εργαζομένων και ανάγει την μέριμνα για την προαγωγή του σε σκοπό του Κράτους. Βασικό περιεχόμενο της εν λόγω ασφαλίσεως αποτελεί η, έναντι καταβολής εισφοράς, προστασία του ασφαλισμένου από την επέλευση κινδύνων ( γήρας, ασθένειας, αναπηρία), οι οποίοι αναιρούν την ικανότητά του για εργασία και συνακόλουθα τείνουν να υποβαθμίσουν τις συνθήκες διαβίωσης του. Εξάλλου η κρατική μέριμνα για την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση ( κύρια και επικουριιή) δεν εξαντλείται στην ίδρυση από το κράτος των οικείων δημοσίων φορέων, στον ορισμό των διοικούντων αυτούς οργάνων, αλλά και στην μέριμνα για την προστασία του ασφαλιστικού τους κεφαλαίου, δηλαδή για την βιωσιμότητά τους, χάριν των επόμενων γενεών, μέριμνα η οποία εκδηλώνεται, μεταξύ άλλων, με την θέσπιση ρυθμίσεων για την προστασία και την αξιοποίηση της περιουσίας τους και την επωφελή διαχείριση των αποθεματικών τους, με την πρόβλεψη κοινωνικών πόρων και, κυρίως. με την απευθείας συμμετοχή στην χρηματοδότηση των εν λόγω φορέων μέσω του κρατικού προϋπολογισμού. Όταν. όμως σε περιπτώσεις εξαιρετικά δυσμενών δημοσιονομικών συνθηκών προκύπτει αιτιολογημένα ότι το κράτος αδυνατεί να παράσχει επαρκή χρηματοδότηση στους ασφαλιστικούς οργανισμούς και δεν υφίσταται δυνατότητα διασφαλίσεως της βιωσιμότητας αυτών με άλλα μέσα, τότε δεν αποκλείεται, κατά το άρθρο 22 παρ 5 του Συντάγματος, στο πλαίσιο της κοινωνικής ασφαλίσεως να επέμβει ο νομοθέτης για να επέλθει μείωση και των απονεμηθεισών συντάξεων εφεξής. Σε τέτοια εξαιρετική περίπτωση ο νομοθέτης μπορεί, κατ 'αρχήν να θεσπίζει, για την περιστολή των δαπανών των χρηματοδότησης των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, μέτρα που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού, όπως μείωση συντάξεων όσων συνταξιοδοτούνται από το Δημόσιο ή από χρηματοδοτούμενους από αυτό ασφαλιστικούς οργανισμούς, για τον περιορισμό του δημοσίου ελλείμματος. Και σε αυτές τις εξαιρετικές, η δυνατότητα του νομοθέτη να περικόπτει τις ασφαλιστικές παροχές δεν είναι απεριόριστη, αλλά οριοθετείται από τις αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης ( άρθρο 25παρ4 του Συντάγματος) και της ισότητας στα δημόσια βάρη ( άρθρο 4 παρ 5 του Συντάγματος) καθώς και την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ 1 του Συντάγματος), σύμφωνα με τις οποίες το συγκεκριμένο μέτρο πρέπει να είναι πράγματι πρόσφορο και αναγκαίο για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Σε κάθε δε περίπτωση η περικοπή των συντάξεων δεν μπορεί να παραβιάζει αυτό που αποτελεί τον συνταγματικό πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος, την χορήγηση δηλαδή στον συνταξιούχο παροχών τέτοιων που να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια, εξασφαλίζοντας τους όρους όχι μόνο της φυσικής του υποστάσεως ( διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά είδη, θέρμανση, υγιεινή και ιατρική περίθαλψη) αλλά και της συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή, που δεν αφίσταται ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού του βίου. Επομένως ο Νομοθέτης όταν λαμβάνει μέτρα συνιστάμενα σε περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών, οφείλει, να έχει προβεί σε ειδική, εμπεριστατωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη, από την οποία να προκύπτει ότι τα συγκεκριμένα μέτρα είναι πράγματι πρόσφορα αλλά και αναγκαία για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος βιωσιμότητας των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως και ότι οι επιπτώσεις από τα μέτρα αυτά στο βιοτικό επίπεδο των πληττόμενων προσώπων δεν έχουν αποτέλεσμα τέτοιο που να οδηγεί σε ανεπίτρεπτη παραβίαση του πυρήνα του συνταγματικού δικαιώματος σε κοινωνική ασφάλιση. Παρεκλίσσεις ως προς την αναγκαιότητα της υπάρξεως ή ως προς το περιεχόμενο της εν λόγω μελέτης θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν μόνο σε ακραίες περιπτώσεις, όταν δηλαδή συντρέχει άμεση απειλή κατάρρευσης της οικονομίας της Χώρας και τα συγκεκριμένα μέτρα λαμβάνονται κατεπειγόντως για την αποτροπή του κινδύνου.

Περαιτέρω θεσπίστηκε ο ν. 3845/2010 άρθρο 3παρ 10, ο οποίος καθόρισε το ύψος των χορηγουμένων δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα καθώς και του επιδόματος αδείας για τους συνταξιούχους κύριας ασφάλισης, όπως ειδικότερα ορίζεται σε αυτό, καθώς και ο Ν. 3863/2010 , ο οποίος στο άρθρο 1 όριζε ότι το Δημόσιο εγγυάται την βιωσιμότητα του Ασφαλιστικού συστήματος και στο άρθρο 2 τις προϋποθέσεις χορήγησης της βασικής σύνταξης και της αναλογικής. Περαιτέρω θεσπίστηκε o ν. 3985/2011 στο άρθρο 44 του οποίου ορίστηκαν τα ποσοστά αναπροσαρμογής των μειώσεων των συντάξεων των συνταξιούχων του δημοσίου κλπ καθώς και ο ν. 4024/2011 άρθρο 2 με το οποίο ρυθμίστηκαν συνταξιοδοτικά θέματα για τους συνταξιούχους του ΝΑΤ όσο αφορά την κύρια σύνταξη τους.

Οι ανωτέρω. περικοπές που αναφέρονται στους μνημονευόμενους ανωτέρω νόμους, έχοντας αποφασισθεί υπό την πίεση των ως άνω εξαιρετικών περιστάσεων, και επιβαλλόμενες κατά την εκτίμηση του νομοθέτη για την άμεση αντιμετώπιση της κρίσεως, δεν παραβιάζουν τις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις. Ειδικότερα. οι πιο πάνω περικοπές. εν όψει του ύψους και των εν γένει χαρακτηριστικών τους- καθώς και των συνθηκών υπό τις οποίες θεσπίσθηκαν, ούτε στην αρχή της αναλογικότητας αντίκεινται, καθώς δεν παρίστανται, πάντως, απρόσφορες ή μη αναγκαίες να υπηρετήσουν το δημόσιο σκοπό για τον οποίο επιβλήθηκαν, ούτε τον πυρήνα του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση προσβάλλουν, καθώς δεν υφίστανται σοβαρές ενδείξεις ότι θίγουν το περιγραφόμενο στην αυτή ως άνω σκέψη, εγγυημένο από το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβιώσεως των συνταξιούχων. Εν όψει, άλλωστε, των ανωτέρω συνθηκών της θεσπίσεώς τους, δεν απαιτείτο, κατά τα προεκτεθέντα, περαιτέρω εκτίμηση των επιπτώσεών τους από το νομοθέτη. Τέλος, δεν δύναται να γεννηθεί ζήτημα παραβιάσεως της αρχής της προστατευομένης εμπιστοσύνης, δεδομένου ότι τα ληφθέντα μέτρα επεβλήθησαν, όπως αναφέρθηκε, εν όψει εκτάκτων και απροβλέπτων συνθηκών και είχαν επείγοντα χαρακτήρα. Κατόπιν αυτών, οι πιο πάνω διατάξεις, καθ' ο μέρος επιβάλλονται με αυτές οι εν λόγω περικοπές και μειώσεις, είναι, συμβατές με το Σύνταγμα.

Τέλος, οι περικοπές που θεσπίστηκαν με τις ανωτέρω διατάξεις των νόμων 3845/2010, 3863/2010, 3986/2011 και 4024/2011 δεν αντίκεινται ούτε στο άρθρο I του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, εφ' όσον, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, δεν κλονίζεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος που τις υπαγόρευσε και των περιοριζόμενων με αυτές περιουσιακών δικαιωμάτων.


Περαιτέρω ακολούθησαν δύο νέα νομοθετήματα ήτοι ο ν. 4051/2012 όπου στο άρθρο 6 αυτού μειώθηκαν εκ νέου αναδρομικά οι κύριες και επικουρικές συντάξεις και ο ν. 4093/2012. ο οποίος με το πρώτο άρθρο του αφενός μεν μειώθηκαν εκ νέου οι κύριες συντάξεις αφετέρου καταργήθηκαν για όλους τους συνταξιούχους και βοηθηματούχους όλων των φορέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου εργασίας καθώς και του ΟΓΑ, ΝΑΤ και της Τραπέζης Ελλάδος, τα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα καθώς και το επίδομα αδείας. οι ανωτέρω περικοπές λήφθηκαν στις αιτιολογικές εκθέσεις των ανωτέρω νόμων, με γενική αναφορά «στις δημοσιονομικές ανάγκες της χώρας», «στην δυσμενή οικονομική κατάσταση συγκεκριμένων ασφαλιστικών φορέων» και στην ανάγκη να διασφαλιστεί η «βιωσιμότητα όλων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης», χωρίς να ο Νομοθέτης να προβεί σε εμπεριστατωμένη μελέτη, προκειμένου να διαπιστώσει και να αναδείξει τεκμηριωμένα ότι η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων ήταν συμβατή με τις σχετικές συνταγματικές δεσμεύσεις, τις απορρέουσες, μεταξύ άλλων, από το θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως, τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητάς και την προστασία της αξίας του ανθρώπου. Συνεπώς, σύμφωνα με την απόφαση της Ολομέλειας του ΣΤΕ με αριθμό 2287/2015 , η οποία δημοσιεύθηκε στις 10-6-2015, οι παραπάνω νόμοι 4051/2012 και 4093/2012 είναι αντισυνταγματικοί, η δε αντίθεσή των διατάξεων αυτών αφορά στις περικοπές όχι μόνο των κύριων αλλά και των επικουρικών συντάξεων. Τέλος στην εν λόγω απόφαση ορίζεται ότι οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των εν λόγω διατάξεων θα επέλθουν μετά την δημοσίευση της απόφασης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γίνει επίκληση της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων αυτών για τη θεμελίωση αποζημιωτικών αξιώσεων άλλων συνταξιούχων, που αφορούν περικοπείσες, βάσει των εν λόγω διατάξεων, συνταξιοδοτικές παροχές τους, για χρονικά διαστήματα προγενέστερα του χρονικού σημείου δημοσιεύσεως της παρούσης αποφάσεως. ( βλ απόφαση ΣΤΕ 2287/2012 που προσκομίζεται και είναι δημοσιευμένη στην ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν. 281/1914(Α' 171) και των άρθρων 33 επ. του από 15/20.5.1920 β.δ/τος «Περί επαγγελματικών σωματείων» (Α' 1 12), με τις οποίες προβλέφθηκε η δυνατότητα των αναγνωρισμένων επαγγελματικών σωματείων να ιδρύουν ως ίδια νομικά πρόσωπα με χωριστή διαχείριση και να συντηρούν Αλληλοβοηθητικά Ταμεία (με σκοπό, εκτός άλλων, την περίθαλψη των μελών τους και τη χορήγηση παροχών εις χρήμα σε «μέλη ανίκανα προς εργασίαν ένεκα γήρατος, δυστυχήματος ή νόσου ή εις οικογενείας αποβιωσάντων μελών»), η επικουρική κοινωνική ασφάλιση θεσμοθετήθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τις διατάξεις του άρθρου 13 του ν. 6298/1934 «Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων>) (Α' 346). Με το άρθρο αυτό, αφού προβλέφθηκε η διατήρηση των λειτουργούντων βάσει του ανωτέρω β.δ/τος Αλληλοβοηθητικών Ταμείων εφ' όσον παρέχουν τουλάχιστον τις οριζόμενες από τον εν λόγω νόμο παροχές (παρ. 2), ορίσθηκαν στην παράγραφο 3 τα εξής: «Από της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου απαγορεύεται η σύστασις νέων ταμείων, παρά μόνον επικουρικών τοιούτων δια τας επί πλέον των υπό του παρόντος νόμου οριζομένων παροχών ... Ως επί πλέον παροχαί θεωρούνται αι είτε κατ' είδος είτε κατά ποσόν ή κατ' αμφότερα ανώτεραι των υπό του Ιδρύματος (Ι.Κ.Α.) . .. παρεχομένων τοιούτων, παροχαί». Ακολούθως, σύμφωνα με το άρθρο 64 παρι του Ν. 3863/2010 :

Από την 1.1.2011 η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) αναλαμβάνει και ενεργεί την κοινωνική ασφάλιση του προσωπικού της, ως προς τους κλάδους κύριας και επικουρικής σύνταξης. Ασφαλιστέα πρόσωπα είναι αυτά που ορίζονται στο άρθρο 6 του Καταστατικού του πρώην ΤΣΠ-ΤΕ (ΦΕΚ 174 Β', απόφαση Υπουργού Εθνικής Οικονομίας 21545/1927), καθώς και στο άρθρο 2 του Καταστατικού του καταργούμενου με το άρθρο αυτό Μετοχικού Ταμείου ΤτΕ.

οι έως την 31.12.2010 συνταξιούχοι του πρώην ΤΣΙ]/ ΤΕ-ΙΚΑ/ΕΤΑΜ και του καταργούμενου Μετοχικού Ταμείου Υπαλλήλων Τράπεζας της Ελλάδος καθίστανται συνταξιούχοι της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία βαρύνεται στο εξής με την καταβολή των συντάξεων τους.

Ο καθορισμός του χρόνου ασφάλισης, το είδος και το ύψος των παροχών, το ύψος των εισφορών, ο υπολογισμός του ποσού της σύνταξης και οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης διέπονται αντιστοίχως από τις διατάξεις του καταστατικού του πρώην ΤΣΠ-ΤΕ, όπως διαμορφώνονται με τις γενικές διατάξεις νόμων, τις διατάξεις του παρόντος νόμου, του Καταστατικού του «Μετοχικού Ταμείου Υπαλλήλων Τράπεζας της Ελλάδος» και τις γενικές διατάξεις νόμων.

οι διατάξεις αυτές καθίστανται καταστατικές διατάξεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ως φορέα ασφάλισης του προσωπικού της, μεταφέρονται δε σε αυτήν όλα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των ασφαλισμένων και συνταξιούχων των κλάδων της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού.

Για την εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν στη μεταβολή ασφαλιστικού φορέα, η Τράπεζα της Ελλάδος θεωρείται Οργανισμός Ασφάλισης.


Χρόνος απασχόλησης στη ΤτΕ για τον οποίο χώρησε ασφάλιση στο πρώην ΤΣΠ-ΤΕ ή στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ κατά το χρονικό διάστημα από 1.8.2008 μέχρι την 31.12.2010 καθώς και χρόνος που αναγνωρίσθηκε και εξαγοράστηκε ως συντάξιμος στο πρώην ΤΣΠ-ΤΕ ή στον Κλάδο Σύνταξης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ λογίζεται ως διανυθείς στην ασφάλιση της Τράπεζας της Ελλάδος.

Στην κρινόμενη αγωγή με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου των εναγόντων στα πρακτικά και στις εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις της, ο έβδομος ενάγων Κωνσταντίνος Ευαγγελάτος, παραιτείται τοι) δικογράφου αυτής. Επομένως για τον εν λόγω διάδικο η αγωγή δεν ασκήθηκε (άρθρα 294 και 295 παρ 1, 297 του Κ.Πολ.Δ) και η δίκη καταργείται ως προς αυτόν

Στην κρινόμενη αγωγή οι ενάγοντες εκθέτουν ότι είναι όλοι συνταξιούχοι της εναγόμενης Τράπεζας Ελλάδος. από τα χρονικά διαστήματα που λεπτομερώς εκθέτουν στο δικόγραφο. ότι. από 1-1-2011, δυνάμει του άρθρου 64 παρ I του Ν. 3863/2010- η εναγόμενη αναλαμβάνει και ενεργεί την κοινωνική ασφάλιση του προσωπικού της, τόσο για τον κλάδο της κύριας σύνταξης, όσο και της επικουρικής, ότι η εναγόμενη κατ'εφαρμογή του άρθρου πρώτου, παράγραφος ΙΑ.6 του Ν. 4093/2012 προέβη, από τον Απρίλιο του 2013, στην παράνομη περικοπή των επιδομάτων των εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα καθώς και του επιδόματος αδείας των ετών 2013 μέχρι και 2015, μολονότι με την απόφαση της ολομέλειας του ΣΤΕ 2287/2015, ο εν λόγω νόμος κρίθηκε αντισυνταγματικός, με αποτέλεσμα να ζημιωθούν οι ενάγοντες τις ανωτέρω αποδοχές που τους περιέκοψε η εναγόμενη και οι οποίες αναλυτικά εκτίθενται στην αγωγή. Ζητούν να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη παράνομα προέβη στην κατάργηση της καταβολής των επιδομάτων εορτών και αδείας τους και κατόπιν του νόμιμου περιορισμού του αιτήματός του καθενός των εναγόντων, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα 7883,28€, στον δεύτερο ενάγοντα 12677,30€, στην τρίτη ενάγουσα 6292,20€, στην τέταρτη ενάγουσα 6799,48€, στον πέμπτο ενάγοντα 7926,73€, στον έκτο ενάγοντα 8471,01€, στον όγδοο ενάγοντα 8003,73€, με το νόμιμο τόκο από τη δήλη ημέρα καταβολής εκάστου ποσού, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγόμενη στην δικαστική δαπάνη των εναγόντων.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή αρμόδια εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρ. 14 παρ. Ια, 25 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ) κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρ. 664-676 Κ.Πολ.Δ,) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, μη υποκειμένη σε τέλος δικαστικού ενσήμου (αρθρ. 71 του ΕισΝΚΠ0λΔ, όπως τροπ. με το άρθρο 6 παρ. 17 του N. 2479/97).


Από τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα. οι ενάγοντες είναι συνταξιούχοι της εναγόμενης και συγκεκριμένα ο ι ος από 14-3-2011, ο 2 0s από 30-11-2011, η 3 η από 23-122010, η από 9-10-2010, 0 από 1-8-2010, 0 από 27-7-2007, o νς από Ι4-1979. Η εναγόμενη, η οποία από 1-1-2011 έχει αναλάβει, σύμφωνα με τις σκέψεις που εκτίθενται ανωτέρω, την κοινωνική ασφάλιση του προσωπικού της, τόσο ως προς την καταβολή της κύριας σύνταξης, όσο και ως προς την καταβολή της επικουρικής τους, προέβη, από τον Απρίλιο του 2013, στην περικοπή των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα καθώς και του επιδόματος αδείας των ετών 2013 και εντεύθεν, σε εφαρμογή του πρώτου άρθρου ΙΑ.6 του Ν. 4093/2012, ο οποίος ρητά όριζε την περικοπή των εν λόγω αποδοχών από 11-2013. Περαιτέρω όμως αποδείχθηκε ότι ο εν λόγω νόμος κηρύχθηκε αντισυνταγματικός, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη απόφαση της ολομέλειας του ΣΤΕ με αριθμό 2287/2015, η οποία δημοσιεύθηκε στις 10-6-2015, τις απόψεις της οποίας περί αντισυνταγματικότητας του ν. 4093/2012 αποδέχεται και το παρών Δικαστήριο, όπως αναλυτικά εκτίθενται στην αρχή της παρούσας, με αποτέλεσμα η εναγόμενη από της δημοσίευσης της απόφασης του ΣΤΕ να περικόπτει παρανόμως και υπαιτίως τις αποδοχές των εναγόντων που αφορούν τις αποδοχές αδείας και το δώρο Χριστουγέννων του έτους 2015. Πρέπει να σημειωθεί ότι η εναγόμενη για τα έτη 2013 και 2014 καθώς και για το ήμισυ του 2015 δεν την βαρύνει κανένα πταίσμα, όσο αφορά την περικοπή των σχετικών αποδοχών των εναγόντων, καθόσον η τελευταία νόμιμα εφάρμοζε τον Ν. 4093/2012, η αντισυνταγματικότητα του οποίου κατέστη γνωστή σε αυτή μετά από την δημοσίευση της απόφασης της ολομέλειας του ΣΤΕ που προαναφέρεται.

Περαιτέρω το Δικαστήριο για τον υπολογισμό του οφειλόμενου δώρου 2015 και επιδόματος αδείας 2015 του καθενός ενάγοντα λαμβάνει υπόψη τις προσκομιζόμενες βεβαιώσεις ποσών επικουρικής σύνταξης-μερίσματος, ενώ δεν λαμβάνει υπόψη για τον εν λόγω υπολογισμό τις πρόσθετες μετεργασιακές παροχές που έλαβε ο καθένας ενάγων, οικειοθελώς, από την εναγόμενη και οι οποίες αφορούν ένα συνολικό ποσό, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τακτικές αποδοχές, ώστε να ληφθεί υπόψη για τον προσδιορισμό του δώρου Χριστουγέννων και επιδόματος αδείας.

Επομένως ο 1ος ενάγων δικαιούται για δώρο Χριστουγέννων του έτους 2015 το ποσό των 1215,65€, ο 2οs ενάγων δικαιούται για δώρο Χριστουγέννων του έτους 2015 το ποσό των 1047,6€ ( 12571,32 : 12), για επίδομα αδείας 523,8€ και συνολικά 1571,4€, η 371 ενάγουσα δικαιούται για δώρο Χριστουγέννων του έτους 2015 το ποσό των 487€ ( 5843,43 : 12), για επίδομα αδείας 243,5€ και συνολικά 730,5€, η 4'] ενάγουσα δικαιούται για δώρο Χριστουγέννων του έτους 2015 το ποσό των 554€ ( 6648,28 : 12), για επίδομα αδείας 270€ και συνολικά 824€, ο 5οs ενάγων δικαιούται για δώρο Χριστουγέννων του έτους 2015 το ποσό των 656,23€ ( 7874,76 : 12), για επίδομα αδείας 328,2€ και συνολικά 984,43€, ο 6οs ενάγων δικαιούται για δώρο Χριστουγέννων του έτους 2015 το ποσό των 717,7€ ( 8612,40 : 12), για επίδομα αδείας 358,9€ και συνολικά 1076,6€, ο 8οs ενάγων δικαιούται για δώρο Χριστουγέννων του έτους 2015 το ποσό των 770,37€ ( 9244,44 : 12), για επίδομα αδείας 385,2€ και συνολικά 1155,57€

Επομένως η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει τα ανωτέρω ποσά στον καθένα ενάγοντα, όπως αναλυτικά εκτίθενται στο διατακτικό, να μην κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, διότι κατά την κρίση του Δικαστηρίου δεν συντρέχουν ειδικοί προς τούτο λόγοι Επιπλέον όσον αφορά το αναγνωριστικό αίτημα το παρών Δικαστήριο κρίνει απορριπτέο, δεδομένου ότι εμπεριέχεται στο επιδικασθέν καταψηφιστικό

Η δικαστική δαπάνη των διαδίκων πρέπει να συμψηφισθεί. διότι το παρών Δικαστήριο κρίνει ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής ( 179 Κ.Πολ.Δ.)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων

Καταργεί την δίκη για τον έβδομο ενάγοντα

Δέχεται την αγωγή εν μέρει

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον 1ο ενάγοντα το ποσό των 1215,65€, στον 2ο ενάγοντα το ποσό των 1571,4€, στην 3η ενάγουσα το ποσό των 730,5€, στην 4'] ενάγουσα το ποσό των 824€, στον 5ο ενάγοντα το ποσό των 984,43€, στον 6ο ενάγοντα το ποσό των 1076,6€, στον 8ο ενάγοντα το ποσό των 1155,57€, με το νόμιμο τόκο από 31-12-2015 και μέχρι της εξοφλήσεως του κάθε ποσού

Συμψηφίζει την μεταξύ των διαδίκων δικαστική δαπάνη

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή στο ακροατήριό του στην Αθήνα 12 ΦΕΒ 2018

Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Μπαστούνη Χριστίνα Ευπραξία Κυριλή

Η Απόφαση όπως εξεδόθη