2015-04-21

Η διάχυση της επιστήμης

Άρθρο του ΔΙΟΝΥΣΗ Π. ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΥ*

Το όνομα του ακαδημαϊκού Σταμάτη Κριμιζή είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τα πιο σημαντικά διαστημικά προγράμματα της NASA. Γι’ αυτό δεν είναι καθόλου παράξενο που, στις αρχές Μαΐου, ο κ. Κριμιζής θα τιμηθεί από την Ενωση Ελλήνων Φυσικών (ΕΕΦ) για τη συνολική του προσφορά στην επιστήμη της Φυσικής και του Διαστήματος. Αυτή δεν είναι, φυσικά, παρά ακόμη μία αναγνώριση στις δεκάδες άλλες που έχει λάβει από διεθνείς επιστημονικούς φορείς ο Χιώτης επιστήμονας, ο οποίος ως διευθυντής του Εργαστηρίου Εφαρμοσμένης Φυσικής στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins διηύθυνε τις δραστηριότητες 600 επιστημόνων, μηχανικών και υποστηρικτικού προσωπικού για τον σχεδιασμό, την κατασκευή, τις δοκιμές, την εκτόξευση και την παρακολούθηση 63 διαστημικών αποστολών και 175 επιστημονικών οργάνων που έκαναν μετρήσεις διαπλανητικών αποστολών της NASA.
Είναι, άλλωστε, ο μόνος επιστήμονας στον κόσμο ο οποίος μ’ αυτόν τον τρόπο έχει επισκεφθεί όλους τους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος! Η διάκριση, όμως, από την ΕΕΦ αποτελεί και μια διάκριση που αναγνωρίζει, μεταξύ των άλλων, και την προσπάθεια του κ. Κριμιζή να διαχύσει στο ευρύτερο κοινό της χώρας μας την ανάγκη κατανόησης από τον μέσο άνθρωπο των τρόπων με τους οποίους η σύγχρονη επιστήμη εξερευνά τη φύση.

Ο Σταμάτης Κριμιζής (αριστερά) παραλαμβάνει το φετινό βραβείο του Smithsonian National Air and Space Museum για την εφ’ όρου ζωής προσφορά του στην επιστήμη.

Στην εποχή μας, που οι πολίτες αντιμετωπίζουν κρίσιμες επιλογές σε θέματα που έχουν επιστημονική και τεχνολογική βάση, είναι απαραίτητο η επιστημονική μεθοδολογία να γίνει κατανοητή ευρύτερα. Η εξάρτηση, άλλωστε, της ανθρωπότητας από την υπεύθυνη χρήση της επιστήμης και της τεχνολογίας αυξάνει καθημερινά, ενώ η ανάγκη για μια πλατύτερη διάχυση της γνώσης θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο στο άμεσο μέλλον.

Ως άτομα και ως συνειδητοποιημένοι πολίτες είναι απαραίτητο να εξοικειωθούμε με την επιστήμη και την τεχνολογία και τις συνέπειές τους στην καθημερινή μας ζωή.

Ο σημερινός, άλλωστε, ρυθμός των αλλαγών στην κοινωνία μας είναι και γρήγορος και ριζοσπαστικός. Οι μηχανικοί της δεκαετίας του 1960 χρησιμοποιούσαν τελείως διαφορετικές τεχνικές, οι σύγχρονοί τους αστρονόμοι διαφορετικά όργανα και οι υπάλληλοι της εποχής εκείνης χρησιμοποιούσαν διαφορετικούς τρόπους επικοινωνίας, διαφορετικές μεθόδους αποθήκευσης πληροφοριών και υπολογισμού των κερδών.

Μόνο οι γραφειοκρατικοί τρόποι παρεμπόδισης της προόδου δεν έχουν αλλάξει! Κι όμως, οι περισσότεροι άνθρωποι γύρω μας δεν διαθέτουν την απαιτούμενη βάση για μια ευρύτερη κατανόηση των αλλαγών, αφού ο τρόπος της εκπαίδευσής τους είναι συνήθως πολύ αόριστος για να τους επιτρέψει να τις παρακολουθήσουν, με αποτέλεσμα πολλοί απ’ αυτούς να παραιτούνται από οποιαδήποτε περαιτέρω προσπάθεια αφού θεωρούν ότι πολλά πράγματα στον κόσμο είναι πλέον πάνω και πέρα από τις ικανότητές τους. Είναι φανερό ότι μια τέτοια κατάσταση δεν βοηθά στη δημιουργία ενός πολίτη με αυτοπεποίθηση και αυτοσεβασμό ούτε και στη δημιουργική και υπεύθυνη συμπεριφορά του στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας.

Και να σκεφτεί κανείς ότι στο άμεσο μέλλον τα πράγματα θα γίνουν ακόμη χειρότερα, γιατί ήδη αντιμετωπίζουμε μιαν εκρηκτική αύξηση του αριθμού των νέων γνώσεων και ανακαλύψεων, γεγονός που συνεπάγεται και μιαν ανάλογη αύξηση της επίδρασής τους στην καθημερινή μας ζωή. Αυτή η εξέλιξη σημαίνει επίσης πως όλες οι νέες γνώσεις θα είναι όλο και πιο εξειδικευμένες, με αποτέλεσμα να μην είναι εύκολα κατανοητές από τους «μη ειδικούς». Γι’ αυτό η μετάδοση των γνώσεων θα πρέπει να γίνεται με τέτοιον τρόπο ώστε οι πιο βασικές έννοιες τουλάχιστον να είναι κατανοητές από κάθε άτομο, ακόμη κι αν αυτό δεν διαθέτει κάποια ιδιαίτερη εκπαίδευση, ενώ είναι καθήκον των «ειδικών» να μεταδίδουν αυτά που ξέρουν στους μη ειδικούς με έναν απλό και κατανοητό τρόπο και σε καθημερινή βάση.

Σ’ ένα τέτοιο, λοιπόν, πλαίσιο θεωρώ ότι κάθε επιστήμονας έχει την υποχρέωση να παίξει έναν πολύ κρίσιμο ρόλο στη διάχυση των νέων γνώσεων αφού, έτσι κι αλλιώς, τα περισσότερα άτομα κάθε ηλικίας γοητεύονται από τη φύση και θα ’θελαν πράγματι να την κατανοήσουν καλύτερα. Γιατί, όπως έλεγε και ο Αριστοτέλης, οι άνθρωποι είμαστε από τη φύση μας περίεργα όντα. Είναι αυτό που μας ωθεί να θέτουμε τις ερωτήσεις, που μας κάνει κυνηγούς της γνώσης, πειραματιστές και εξερευνητές. Αυτό το συναίσθημα της περιέργειας και της τάσης για εξερεύνηση είναι στην πραγματικότητα και η βάση της επιστήμης. Γι’ αυτό θεωρώ ότι σ’ ένα μεγάλο ποσοστό η δουλειά των επιστημόνων θα ’πρεπε να περιλαμβάνει και την εξοικείωση του κοινού με την πραγματική φύση της επιστήμης και τη συνειδητοποίηση ότι αυτά που κάνουν οι «επαγγελματίες» επιστήμονες δεν είναι παρά μια πιο σύνθετη πλευρά αυτού που κάθε άνθρωπος έχει τη φυσική τάση να κάνει: να διερευνά, δηλαδή, το άγνωστο.

*Ο κ. Διονύσης Π. Σιμόπουλος είναι επίτιμος διευθυντής του Ευγενιδείου Πλανηταρίου.

ΠΗΓΗ 
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ