2015-04-09

Βασιλεύουσα, Πάσχα του 1180, επί αυτοκράτορος Μανουήλ Κομνηνού

(Διασκευή από το βιλβίο του Κώστα Κυριαζή, «Αγνή η Φράγκα, οι Τελευταίοι Κομνηνοι»
επιμέλεια: Θάνος Δασκαλοθανάσης)


Οι γιορτές του Πάσχα που ξεκινούσαν από το Σάββατο του Λαζάρου και κρατούσαν ως και τη δεύτερη μέρα μετά την Κυριακή, ήταν μια ευκαιρία να λάμψει πάλι η Βασιλεύουσα από το χρυσάφι και το ασήμι, να γίνουν λιτανείες, να πάνε και να΄ ρθουνε σε εκκλησιές, να παρουσιαστούνε με όλα τους τα εμβλήματα της απόλυτης εξουσίας τους οι αυτοκράτορες, να πάρουν την πρώτη θέση στην ιεραρχία της εκκλησίας, αφού ήταν οι πρώτοι στην τάξη και της θρησκείας ακόμη, οι πιστοί στον Χριστό τον Θεό αυτοκράτορες των Ρωμαίων.
              «Τω Σαββάτω τω Λαζάρω δείλης, ανοιγομένου του παλατίου εισέρχεται πάσα η Σύγκλητος, μάγιστροι, ανθύπατοι, πατρίκιοι…» έγραφε ο Κων/νος Πορφυρογέννητος ορίζοντας με λεπτομέρεια το Τυπικό των ημερών.


Σάββατο του Λαζάρου
         
Έφθασε το Σάββατο του Λαζάρου. Η Βασιλεύουσα ήταν πάλι καθαρή, πάλι στολισμένη, ο λαός είχε βάλει πάλι τα καλά του, οι δρόμοι, οι φόροι, οι στοές ήταν γεμάτες από το μυριόχρωμο πλήθος, που φώναζε, χειρονομούσε, αντάλλασσε φιλιά και ευχές.
          Σαν βράδιασε ο Μανουήλ (Κομνηνός) και ο Αλέξιος ( ο γιος του) πήγαν στην εκκλησία του Αι-Δημήτρη  και στάθηκαν όρθιοι μπροστά στη «χειμευτή» εικόνα της Παναγιάς, κοντά στη θύρα που έδινε στο ηλιακό. Χτύπησε η καμπάνα και άρχισαν ένας ένας να ΄ρχονται οι συγκλητικοί και να παίρνουν από τα χέρια του Μανουήλ βάγια, που ήταν από φοινικόφυλλα πλεγμένα με μυριστικά λουλούδια,  και έναν μεγάλο σταυρό οι μάγιστροι και οι οφικιάλιοι, και οι πιο κάτω από έναν μικρότερο. Πιάστηκε το χέρι του Μανουήλ να δίνει σταυρούς και βάγια.
            Κατόπιν ο Μανουήλ με τον Αλέξιο και την ακολουθία τους πήγαν στη εκκλσιά του Φάρου, στην εκκλησιά της Μάνας του Θεού, να παρακολουθήσουν τον εσπερινό κι όταν απόσωσε η λειτουργία, ψάλλαν πρώτοι οι ψαλτάδες το « Συνταφέντες σοι» κι ύστερα το κουβούκλιο, κι όταν τέλειωσε κι αυτό, πήραν οι πραιπόζιτοι μεγάλα κλαδιά από φοίνικες και το μοιράσανε στο κουβούκλιο των δυο συμβασιλέων και γύρισαν όλοι μαζί στο ιερό παλάτιο.

Κυριακή των Βαΐων

Την Κυριακή των Βαΐων στο παλάτι γίναν όλες οι τελετές κι ας είχε αρχίσει να γερνάει ανεπανόρθωτα, γιατί οι Κομνηνοί λέγαν δικό τους κείνο των Βλαχερνών. Με λευκές χλαμύδες ήταν οι πραιπόζιτοι καθώς και οι πατρίκιοι και το κουβούκλιο. Κι όταν συνάχτηκαν όλοι, σχημάτισαν την πομπή στο τρίκλινο του Ιουστινιανού και μπήκε ο ορφανοτρόφος κι έδωσε τα αυτοκρατορικά σύμβολα σ΄ εκείνους που τα παίρναν πάντα, κι ήλθαν ύστερα οι δήμαρχοι κι έδωσαν στους μεγάλους και σπουδαίους άρχοντες σταυρούς ασημένιους, όπως το θέλαν οι τύποι.
Κι επειδή είχε φθάσει πια η ώρα, ο Μανουήλ κι ο Αλέξιος, με διβητήριο και χλαμύδα, κάθισαν στα σέντζα τους, στο χρυσοτρίκλινο, έχοντας δεξιά και ζερβά τους τους πιο φανταχτερούς τιτλούχους της αυτοκρατορίας στην πρώτη σειρά, στη δεύτερη τους πιο κάτω, κι έτσι συνέχεια κατεβαίνοντας στην τελευταία σειρά τούς λιγότερου σπουδαίους.
Κατόπιν ο οστιάριος, ύστερα από όρντινο του πραιπόζιτου, βγήκε κρατώντας στο χέρι του ραβδί στολισμένο με πολύτιμες πέτρες και μπήκε πρώτος ο ορφανοτρόφος, φέρνοντας το σύμβολο της πίστης, σταυρό ολόχρυσο, και ορθώθηκε χωρίς να γονατίσει μπροστά στους αυτοκράτορες, γιατί τον κρατούσε, και ο σταυρός ήταν ανώτερος και από τον ισόθεο αυτοκράτορα. Και οι αυτοκράτορες, ο Μανουήλ και ο Αλέξιος ασπάστηκαν το σταυρό. Και ο ορφανοτρόφος έκανε τρία προσκυνήματα, έδωσε το σύμβολο στον αυτοκράτορα, φίλησε το χέρι του Μανουήλ και πισωπατώντας στάθηκε στη μέση της αίθουσας και,  αφού ξαναπροσκύνησε, γονάτισε χάμω, είπε: «Πολλά τα έτη, πολλά» και σηκώθηκε πάλι και έφυγε.
Μπήκε κατόπιν με νόημα του οστιάριου το δεύτερο βήλο, ο σακελάριος της Αγίας Σοφίας και έφερε στους αυτοκράτορες σταυρούς που είχε ριγμένους στον αριστερό του ώμο και έναν που κρατούσε στο δεξί του, και προσκύνησε τρεις φορές τον Μανουήλ και τον Αλέξιο, κι ύστερα έδωσε το σταυρό που είχε στο δεξί του χέρι στον Μανουήλ, φιλώντας του τα ακροδάχτυλα, και ασπάστηκε το σταυρό ο αυτοκράτορας και τον έδωσε στον πραιπόζιτο.
Ακολούθησαν κι άλλοι κι άλλοι… Ο σκευοφύλακας της Υπεραγίας Θεοτόκου των Βλαχερνών με τον χαρτουλάριο της Αγίας Σορού και άλλοι πολλοί από όλες τις εκκλησιές.
Και μπηκαν όλοι τούτοι στο τρίκλινο κουβαλώντας σταυρούς και προσκυνούσαν και παίρναν και ασπάζονταν τους σταυρούς ο Μανουήλ κι ο Αλέξιος κι η ώρα περνούσε και τελειωμό δεν είχαν. Κι όταν έφυγε κι ο τελευταίος, ο αυτοκράτορας κέλευσε κι ήλθαν οι άλλοι, που δεν είχαν σχέση με το Θεό τους ναούς και τα ιδρύματα, κι ήταν τούτοι οι πατρίκιοι και οι στρατηγοί κι όλοι οι άλλοι που μετρημό δεν είχαν.
Σαν τέλειωσαν τα σταυροκουβαλήματα και τα άλλα, έφυγαν από το τρίκλινο του Ιουστινιανού ο Μανουήλ και ο γιος του, ο Αλέξιος, σχηματίστηκε πομπή και βγήκαν στο χρυσοτρίκλινο  οι αυτοκράτορες και το παπαδολόι της εκκλησιάς του Φάρου με το σταυρό τους κι άρχισαν οι ψαλμωδίες και τα τροπάρια της ημέρας: « Την κοινή ανάστασιν»… και τους ακολούθησαν οι βασιλιάδες και οι μεγάλοι της αυτοκρατορίας με κεριά αναμμένα και τράβηξαν όλοι για τη Δάφνη και μπήκαν στην εκκλησιά της Αγίας Μάνας του Χριστού. Άναψαν κεριά ο Μανουήλ και ο Αλέξιος και προσευχήθηκαν, και βγήκαν πάλι και πήγαν στην εκκλησιά του Αγίου Στεφάνου του Πρωτομάρτυρα, και μετά πέρασαν από το Αυγουσταίο και τους ζητωκραύγασαν οι μαγλαβίτες και  βάραγγοι και οι οφικιάλιοί τους, που στέκονταν στο Τρίκογχο.
Και όλοι αυτοί μαζί, αυτοκράτορες και κουβούκλιο και πατρίκιοι και πρωτοσπάθαριοι με τους μαγλαβίτες και τους βαράγγους, γύρισαν πίσω στο χρυσοτρίκλινο και πήγαν και στάθηκαν, δεξιά οι αυτοκράτορες και οι άλλοι αριστερά προς τη σέντζα, κρατώντας στα χέρια τους κεριά και σταυρούς, και μπήκε και το παπαδολόι κι ακούμπησε ο διάκος το αναλόγιο στο θρόνο του Μανουήλ, και είπε τις ευχές του το παπαδολόι, και ξαναβγήκαν πάλι οι αυτοκράτορες, σέρνοντας πίσω τους φίδι χρυσοπλουμισμένο, φεγγερό από τα κεριά, το αρχοντολόι, και πήγαν πάλι στην εκκλησιά του Φάρου να παρακολουθήσουν τη λειτουργία.
Απόλυσε κάποτε η εκκλησία, και οι αυτοκράτορες και οι καλεσμένοι πήγαν στο τρίκλινο του Ιουστινιανού, που ήταν στρωμένο το τραπέζι.

Μεγάλη Πέμπτη

Ήλθε η Μεγάλη Πέμπτη. Χλωμός πρόβαλε τη δεύτερη ώρα από το πρωινό στον ιππόδρομο ο Μανουήλ. Τον ακολούθησε ο Αλέξιος και τα κουβούκλιά τους. Χάιδεψε λίγο το κεφάλι του γερο-Αγρίμιν ο Μανουήλ, τον καβάλησε με κόπο, και χωρίς ούτε να γυρίσει να δει τι έκανε ο γιος του – γιατί ήταν σίγουρος ότι θα κανε σωστά ό,τι ήταν να γίνει- τράβηξε για τα γηροκομεία, για να εκπληρώσει τη φωνή του προφήτη που είπε: « Εσκόρπισεν, έδωκεν τοις πένησιν, η δικαιοσύνη αυτού μόνο εις τον αιώνα του αιώνος» δίνοντας χρυσάφι κι ασήμι σε κείνους που άλλο δεν είχανε να κάνουνε ξέχωρα να περιμένουνε το θάνατο.
Πέρασαν με τη συνοδεία τους απλά ντυμένοι, γιατί έτσι το ΄θελε η μέρα, οι αυτοκράτορες από όλα τα γηροκομεία, κι ήταν κάμποσα στη Θεοφύλαχτη, κι έφθασε πια μεσημέρι, όταν κουρασμένος  και άσπρος σαν πανί γύρισε στο ιερό παλάτι ο Μανουήλ.
Πέρασε η μέρα, στο παλάτι ετοιμάζονταν για τη βραδινή λειτουργία. Την ορισμένη ώρα ο Μανουήλ, αν και καταπονημένος από την ασθένειά του, έχοντας ζερβά του τον γιο του, βρισκότανε στην εκκλησία της Παναγίας του Φάρου, για να ακούσουν τα άγια λόγια των Ευαγγελίων που μιλούσαν για τη θυσία του Θεανθρώπου.
Γέμισε θυμίαμα και λιβανωτό η πεντάμορφη εκκλησιά, οι ψαλτάδες ένωσαν με τα χερουβείμ και τα σεραφείμ, που πετούσανε αόρατα μέσα στο σπίτι της Παναγιάς, τις φωνές τους, ρίγη ιερής συγκίνησης περάσανε από τα κορμιά των πιστών, άρχισαν να κτυπάνε πένθιμα οι καμπάνες, ακούστηκαν τα τελευταία λόγια των παπάδων, σβήσανε οι φωνές των ψαλτάδων, πάψανε τα φτερουγίσματα των αγγέλων.
Ο Μανουήλ προχώρησε, κάθισε στο σκάμνο κοντά στο νάρθηκα και άρχισαν ένας ένας να τον πλησιάζουν οι μεγάλοι της αυτοκρατορίας, να τον προσκυνήσουν, να πάρουν από τα χέρια του, όπως το απαιτούσε η παράδοση, δύο μήλα κι ένα  κιννάμωμο.
Και σαν τέλειωσε κι αυτή η τελετή, σηκώθηκαν ο Μανουήλ και ο γιος του και τράβηξαν για το ιερό παλάτιο, να φάνε με όσους είχαν καλέσει.

Μεγάλη Παρασκευή

Από το παλάτιο των Βλαχερνών, τη δεύτερη ώρα από το ξημέρωμα, ξεκίνησε ο Μανουήλ μαζί με τον Αλέξιο, μια και ήτανε να πάνε στην εκκλησιά της Παναγίας των Βλαχερνών,  όπως το ΄θελε η παράδοση. Μπήκαν μέσα στην εκκλησιά που ευωδίαζε από θυμίαμα αλλά και λουλούδια. Από τις ροδιές που είχαν ανθίσει ολοτρόγυρα στους κήπους, τις πασχαλιές και τ΄ άλλα μυριστικά, που λες και πάλευαν μεταξύ τους ποιο θα υπερισχύσει, ποιο θα χαρίσει πιο πλούσιο ή πιο λεπτό ένα άρωμα για την ταφή του Θεανθρώπου, για την υπόσχεση της αυριανής ανάστασης, που ήτανε και για τη φύση ανάσταση, αφού για τα καλά είχε μπει η άνοιξη.
Προχώρησαν μέχρι τις άγιες θύρες οι αυτοκράτορες κι ανάψανε κεριά, προσευχήθηκαν, μπήκαν κατόπιν στο θυσιαστήριο, ο Μανουήλ πήρε ένα θυμιατό ολόχρυσο, στολισμένο με πέτρες και μαργαριτάρια, κι άρχισε να θυμιατίζει ολοτρόγυρα κι ύστερα, αφού έντυσε την αγία τράπεζα, έβαλε απάνω το αποκόμβιο και βγήκε από την πλάγια θύρα και μπήκε στο ιερό της αγίας σορού και ξανάναψε κεριά και προσευχήθηκε. Κατόπιν με το γιο του πάντα να τον ακολουθεί, διέσχισε την εκκλησιά που ήταν γεμάτη από πατρικίους και το σεκρέτο και το κουβούκλιό του, και γύρισε πάλι στο παλάτιο των Βλαχερνών και τράβηξε στα δωμάτιά του για να ξαποστάσει.
Μετά την τριτοέκτη έφυγε από τις Βλαχέρνες ο Μανουήλ και μαζί με το γιο του και το κουβούκλιό του πήγε πάλι στα γηροκομεία της Βασιλεύουσας και χάρισε χρυσάφι, και στα λεπροκομεία, για να δώσει κι εκεί τα δώρα του σ΄ αυτούς που σάπιζαν ζωντανοί.
Στην εκκλησιά της Παναγιάς του Φάρου κατευθύνθηκε κατόπιν με τη ακολουθία του και προσκύνησε την τίμια λόγχη που τρύπησε το πλευρό του Θεανθρώπου. Την λόγχη που είχε βρει ο ξάδερφος του βασιλιά Ηράκλειου και την έφερε με πομπή από τους Αγίους Τόπους στη Πόλη, πριν ξεκινήσει την εκστρατεία του κείνος ο αυτοκράτορας τους Πέρσες να συντρίψει, που είχανε κλέψει τον Τίμιο Σταυρό και τον κουβάλησαν στην πρωτεύουσά τους.
Την τίμια λόγχη με κατάνυξη προσκύνησε ο Μανουήλ και τα χείλη του σχημάτισαν μια προσευχή: να γιάνει, να ζήσει…
Με κόπο σηκώθηκε και τράβηξε για το χρυσοτρίκλινο. Σαν έφθασε εκεί, πήγε στο βεστιάριο κι έβγαλε το χρυσό τραπέζι και τα χρυσά σκεύη που θα χρησιμοποιούσαν τις μέρες του Πάσχα στο χρυσοτρίκλινο, κι όταν τέλειωσε κι αυτό τα καθήκον, πήρε βαθιά ανάσα. Κι αυτή η μέρα είχε τελειώσει. Έμεναν δυο ακόμη, και ύστερα θα μπορούσε να μείνει για δυο-τρεις μέρες στο κράβατό του, να συνέλθει και να ξεκουραστεί.

Ξημέρωνε το Σάββατο, η Ανάσταση πλησίαζε.

Λαός και άρχοντοι ετοιμάστηκαν για τη μεγάλη ώρα που θα χτυπούσαν οι καμπάνες, που θα ακουγόταν το «Ανάστα ο Θεός», τη ώρα που εχθροί γίνονταν φίλοι, που αντάλλασσαν το φίλημα της αγάπης.
Από το χρυσοτρίκλινο ξεκίνησε η πομπή με τον Μανουήλ και τον Αλέξιο, που φορούσαν σαγία, στο κεφάλι της. Πέρασαν από ευκτήριους οίκους, ανάψανε κεριά, φούσκωσε η ακολουθία τους. Φθάσανε στον κοιτώνα του Αυγουσταίου  κι άλλαξαν όλοι και φόρεσαν ατραβατικά χλανίδια και τύρεα. Φόρεσαν παγανό διβητήσιο και χλανίδα οψίμαρο ο Μανουήλ και ο γιος του και βγήκαν από τον κοιτώνα και φθάσαν στην παλιά πύλη του Οινόποδα που ήταν γεμάτη από αρχόντους και σιδερωμένους και πέσαν στα γόνατά τους όλοι, και ο πραιπόζιτος  έγνεψε στον της κατάστασης κι εκείνος είπε: «Κελεύσατε» και όλο το αρχοντολόι και οι σιδερωμένοι βροντοφώναξαν: « Εις πολλούς κι αγαθούς χρόνους»
Με τη χρυσοφορεμένη και σιδερωμένη συνοδεία τους οι αυτοκράοτρες βγήκαν από το Κονσιστώριο, φτάσαν στο Άγιο Φρέαρ και μέχρι να πάνε εκεί, σταματούσαν κάθε τόσο ν΄  ακούσουν τις χιλιοειπωμένες ευχές, να δεχτούν προσκυνήματα, να φουσκώσει, αν ήταν κούφιοι οι εστεμμένοι, η περηφάνια τους, που ήταν από το Θεό σταλμένοι να διοικούνε όλους αυτούς,  άρχοντες και πλέμπα, παπαδολόι και λαό.
Στο Άγιο Φρέαρ περίμενε ο πατριάρχης τον Μανουήλ και άναψαν κεριά και διπλώθηκε αυτός και ο γιος του μπροστά στον πατριάρχη και διπλώθηκε κι αυτός μπροστά τους και φιλήθηκαν και μπήκαν στη Μεγάλη Εκκλησιά της του Θεού Σοφίας. Και προχώρησε ο πατριάρχης στο θυσιαστήριο  και στάθηκαν ο Μανουήλ κι ο Αλέξιος μπροστά στις άγιες θύρες κι άναψαν κεριά και προσευχήθηκαν και μπήκανε μετά στο θυσιαστήριο και έστρωσε με τα ίδια του τα χέρια ο Μανουήλ την Αγία Τράπεζα  και πήρε από τον πραιπόζιτο εκατό λίτρες χρυσάφι και τις έβαλε στην Αγία Τράπεζα, στο σκαλοπάτι που στεκόταν. Πήρε ύστερα το θυμιατό από το χέρι του Πατριάρχη και θύμιασε τρεις φορές και βγήκε ύστερα από την αριστερή θύρα και πήγε στο σκευοφυλάκιο. Άναψε κεριά, προσευχήθηκε και θύμιασε όλα τ΄ άγια σκεύη.
Μια ώρα κράτησε ακόμη το πανηγύρι. Προσκυνήματα, φωνές, ζητωκραυγές, όλα σοφά μοιρασμένα, ώσπου βρέθηκαν πάλι στο ιερό παλάτι όλοι. Εκεί, αφού άκουσαν τα ονόματά τους όσοι ήταν καλεσμένοι, κάθισαν να φάνε.
Την ένατη ώρα φόρεσε πάλι το σαγίο του το κουβούκλιο. Σαν έφτασε η ώρα της λειτουργίας πήγαν στην εκκλησιά της Παναγίας του Φάρου οι αυτοκράτορες με τη συνοδεία τους. Και τη στιγμή  που οι ψαλτάδες ήταν έτοιμοι να πουν «Ανάστα ο Θεός» οι κουβικουλάριοι, που κρατούσαν μέχρι εκείνη τη στιγμή τα βήλα που κρέμονταν πάνω από τα χρυσά καλύπτοντάς τα, πήραν μιαν ανάσα και τα σήκωσαν μόλις ακούστηκε το «Χριστός Ανέστη» και μείναν μόνον τα χρυσά. Κι όταν τέλειωσε η λειτουργία κι όταν φώναξαν όλοι «Στρερεώση ο Θεός τους Βασιλείς ημών» αντήχησε το όργανο που βρισκόταν στο Τριπέτωνα και οι αυτοκράτορες, φορώντας άσπρα σκαραμάγγια με χρυσά κεντίδια, κάτσανε στο τραπέζι, μαζί κι οι καλεσμένοι που φορούσαν κι αυτοί σκαραμάγγια, άλλοι λευκά κι άλλοι χρωματιστά.
          
Την επάυριο, Κυριακή του Πάσχα, στην Μεγάλη Εκκλησιά πήγαν πάλι οι αυτοκράτορες κι οι αυτοκρατόρισσες να λειτουργηθούνε την άγια τούτη μέρα του Θεού. Κι ήταν στολισμένοι με δαφνόφυλλα και μύρτα οι δρόμοι, και φορούσαν άρχοντες και λαός τα πιο καλά τους ρούχα και φιλιόντουσαν και ευχόντουσαν, άλλοι με την καρδιά τους, άλλοι με μισό στόμα, γιατί το  ΄θελε η μέρα να ευχηθούν.
Σε έξι μεριές ήταν συναγμένοι οι κράχτες των Δήμων, σε έξι μεριές ακτολογούσανε τους αυτοκράτορες, καθώς πηγαίνανε στη Μεγάλη Εκκλησιά:
«Πάσχα Κυρίου σήμερον καθορώντες μελωδικώς κραυγάζομεν ομοφώνως» ακούστηκε η Τρίτη δοχή των Βένετων.
«Τους χρόνους υμών πληθύνη συν ταις Αυγούσταις» ακούστηκαν ξανά οι κράχτες να φωνάζουν.
«Πολυχρόνιον ποιήση ο Θεός την αγίαν βασιλείαν σας εις πολλά τα έτη» ανταπάντησε ο λαός.
Κι ύστερα συνέχισαν οι Πράσινοι: « Προσκυνήσαντες του αναστάντος Χριστού την δόξαν».
Και λάλησε ξανά με τη βαριά του φωνή ο λαός.
«Πολυχρόνιον ποιήση ο Θεός την  βασιλείαν Μανουήλ και Αλεξίου».
Και είπαν κι άλλα οι κράχτες και κατέληξε ο λαός:
«Πολυχρόνιος…Πολυχρόνιος…Πολυχρόνιος… και η βασιλεία υμών»

Πηγή: ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου