2019-01-28

ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ (εργ.διαφ.) 194/2019 ΑΝΔΡΟΥΛΑΚΗ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ


Αριθμός Απόφασης: 2019

Αριθμ. καταθ. αγωγής: 69043/201 6/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ - ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Δικαστή Κωνσταντίνα Υφαντή, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τον Γραμματέα Θεόδωρο Βλαχάκη.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, την 26.10.2018, ΥΙΟ να δικάσει την με έκθεσης κατάθεσης 69043/201 6/2018: η οποία προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά την παρούσα δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

ΕΝΑΓΟΝΤΕΣ: 1) Χρήστος Πανέτης του Ελευθερίου, κάτοικος Π.

Πεντέλης, οδός Αν. Σκούφου αρ. 7, με ΑΦΜ 023815154, 2) Ρόκκος Αρμάος του Πέτρου, κάτοικος Αθηνών, οδός Πίνδου αρ. 67, με ΑΦΜ ΟΙ 5298484, 3) Γεώργιος Μουαμελέτζης του Ανανία, κάτοικος N. Πεντέλης, οδός 25ης Μαρτίου αρ. 34, με ΑΦΜ 25646085, 4) Ιωάννης Ακριώτης του Χαραλάμπους, κάτοικος Γλυκών Νερών, οδός Μεταμόρφωσης αρ. 12, με ΑΦΜ 023424235 και 5) Νικόλαος Ανδρουλάκης του Ιωάννη, κάτοικος Μάνδρας Αττικής, οδός Αλκιβιάδου αρ. 7, με ΑΦΜ O] 2334691, οι οποίοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο δια της πληρεξουσίας δικηγόρου τους Γεωργίας Φιλιπποπούλου του Νικολάου, κατοίκου Ν. Ψυχικού, οδός Ν. Παρίτση αρ. 21, με ΑΦΜ 056487908, η οποία κατέθεσε προτάσεις.

ΕΝΑΓΟΜΕΝΗ: ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Ελ. Βενιζέλου αρ. 21, με ΑΦΜ 0940] 4213 και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Γεωργίου Μαθιόπουλου του Κωνσταντίνου, κατοίκου Αθηνών, οδός Ελ. Βενιζέλου αρ. 2], με ΑΦΜ 125854732, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 12.7.2018 αγωγή τους με αριθμό κατάθεσης 69043/201 6/2018, η οποία προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά της συνεδρίασης και στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Από τον συνδυασμό των διατάξεων 294, 295 K c: 297 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η παραίτηση του ενάγοντα από το δικόγραφο της αγωγής μπορεί να γίνει και με προφορική δήλωσή του, η οποία καταχωρίζεται στα πρακτικά και επιφέρει κατάργηση της δίκης, χωρίς την συναίνεση του εναγομένου, πριν ο ενάγων προχωρήσει στην προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 4/1 992, ΑΠ 6/1992, ΑΠ 683/]988, ΑΠ 872/1983). Στην προκείμενη περίπτωση, οι πρώτος, δεύτερος, τρίτος και τέταρτος ενάγοντες, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου τους, που καταχωρίστηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, παραιτήθηκαν από το δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής τους πριν από την έναρξη της συζήτησης της υπόθεσης. Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι η υπό κρίση αγωγή δεν ασκήθηκε και επήλθε κατάργηση της δίκης ως προς τους ανωτέρω ενάγοντες (άρθρο 295 ς ΚΠολΔ).




Το Σύνταγμα, με το άρθρο 22 $ 5, κατοχυρώνει τον θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων και ανάγει την μέριμνα για την προαγωγή του σε σκοπό του Κράτους. Βασικό περιεχόμενο της εν λόγω ασφάλισης αποτελεί η, έναντι καταβολής εισφοράς, προστασία του ασφαλισμένου από την επέλευση κινδύνων (γήρας, ασθένεια, αναπηρία κλπ.), οι οποίοι αναιρούν την ικανότητά του να εργάζεται (ασφαλιστικοί κίνδυνοι), και, συνακόλουθα, τείνουν να υποβαθμίσουν τις συνθήκες διαβίωσής του. Εφ' όσον επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος, ο ασφαλισμένος παύει να καταβάλλει εισφορές και αποκτά, κατ' αρχήν, αξίωση έναντι του ασφαλιστικού φορέα να του χορηγήσει παροχή, η οποία, χωρίς να απαιτείται να αντιστοιχεί ευθέως σε καταβληθείσες εισφορές του ή να αντισταθμίζει πλήρως την απώλεια του εισοδήματός του, πρέπει να είναι ικανή να του εξασφαλίσει ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης, όσο το δυνατόν εγγύτερο προς εκείνο που είχε κατακτήσει κατά την διάρκεια του εργασιακού του βίου. Πέραν του ανωτέρω δημοσίου σκοπού, μέσω του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης, εκδηλώνεται η κο-ινωνΔκή αλληλεγγύη κα ασκείται κοινωνική πολιτική, ειδικότερα δε, αναδιανομή εισοδήματος με σκοπό την άμβλυνση κοινωνικών αντιθέσεων και ανισοτήτων. Στο πλαίσιο αυτό, δεν κατοχυρώνεται συνταγματικά στην κοινωνική ασφάλιση η ευθεία αναλογία (αμιγής ανταποδοτικότητα) μεταξύ εισφορών και παροχών (ΟλΣτΕ 3487/2008), επιτρέπονται δε η θέσπιση ανωτάτου ορίου παροχών, η απονομή σύνταξης επί εργατικού ατυχήματος ανεξαρτήτως καταβολής εισφορών ή η μη χορήγηση σύνταξης, παρά την καταβολή εισφορών, σε περίπτωση μη θεμελίωσης του ασφαλιστικού δικαιώματος. Εν όψει των ανωτέρω και, :διαιτέρως, του προπεριγραφέντος δημοσίου σκοπού (διασφάλιση στους εργαζομένους ικανοποιητικού επιπέδου διαβίωσης εγγύς εκείνου που είχαν κατά τον εργασιακό τους βίο), δικαιολογείται, κατά το άρθρο 22 $ 5 του Συντάγμαατος, η κατοχύρωση από τον νομοθέτη της κοινωνικής ασφάλισης ως υποχρεωτικής (με θέσπιση υποχρέωσης καταβολής ασφαλιστικών εισφορών) και, εντεύθεν, η παροχή αυτής αποκλειστικά από το κράτος ή από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΑΕΔ 87/1 997, ΟλΣτΕ 3096-3101/2001). Εξάλλου, η κρατική μέριμνα την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση (κύρια και επικουρική) δεν εξαντλείται στην ίδρυση από το κράτος των οικείων δημοσίων φορέων, στον ορισμό των διοικούντων αυτούς οργάνων, στην άσκηση εποπτείας της δραστηριότητάς τους και της διαχείρισης της περιουσίας τους και στην θέσπιση των σχετικών κανόνων, αλλά περιλαμβάνει και την μέριμνα για την προστασία του ασφαλιστικού τους κεφαλαίου, δηλαδή για την βιωσιμότητά τους χάριν και των επομένων γενεών, μέριμνα η οποία εκδηλώνεται, μεταξύ άλλων, με την θέσπιση ρυθμίσεων για την προστασία και την αξιοποίηση της περιουσίας τους και την επωφελή διαχείριση των αποθεματικών τους, με τον καθορισμό εκάστοτε των οικείων συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων, με την πρόβλεψη κοινωνικών πόρων, και, κυρίως, με την απ' ευθείας συμμετοχή στην χρηματοδότηση των εν λόγω φορέων μέσω του κρατικού -προϋπολογισμού. Όταν, όμως, σε περιπτώσεις εξαιρετικό δυσμενών δημοσιονομικών συνθηκών, προκύπτει αιτιολογημένα ότι το κράτος αδυνατεί να παράσχει επαρκή, κατά τα άνω, χρηματοδότηση στους ασφαλιστικούς οργανισμούς και ότι δεν υφίσταται δυνατότητα διασφάλισης της βιωσιμότητας αυτών με άλλα μέσα (τροποποίηση συνταξιοδοτικών προυποθέσεων, αποτελεσματικότερη διαχείριση αποθεματικών και περιουσίας, πρόβλεψη κοινωνικών πόρων, αύξηση ασφαλιστικών εισφορών), δεν αποκλείεται, κατά το άρθρο 22 $ 5 Συντάγματος, στο πλαίσιο της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, η επέμβαση του νομοθέτη για την μείωση και των απονεμηθεισών ακόμη συντάξεων εφεξής. Σε τέτοιες, άλλωστε, εξαιρετικές περιπτώσεις, ο νομοθέτης μπορεί, κατ' αρχήν, να θεσπίζει για την περιστολή των δημοσίων δαπανών (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι δαπάνες χρηματοδότησης των φορέων υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης), μέτρα που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού, όπως είναι η μείωση των συντάξεων όσων συνταξιοδοτούνται από το δημόσιο ή από χρηματοδοτούμενους από αυτό ασφαλιστικούς οργανισμούς, λόγω της άμεσης εφαρμογής και της αποτελεσματικότητας των μέτρων αυτών για τον περιορισμό του δημοσίου ελλείμματος. Και στις εξαιρετικές, όμως, αυτές περιπτώσεις, η δυνατότητα του νομοθέτη να περικόπτει τις ασφαλιστικές παροχές δεν είναι απεριόριστη, αλλά οριοθετείται κατά πρώτον από τις αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 ξ 4 Συντάγματος) και της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 ς 5 Συντάγματος), οι οποίες επιτάσσουν να κατανέμεται εξ ίσου το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής μεταξύ όλων των πολιτών, καθώς και από την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 ς ] Συντάγματος), σύμφωνα με την οποία το συγκεκριμένο μέτρο πρέπει να είναι πράγματι πρόσφορο και αναγκαίο για την αντιμετώπιση του προβλήματος (ΟλΣτΕ 2]92-2196/20] 4). Σε κάθε δε περίπτωση, η ήερΙκοήή συντάξέώψ δεν μπορεί νά παραβιάζει αυτό που ΟτήοτελειΙ κατά τα ανωτέρω, ΤΟ V συνταγματικό πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος, την χορήγηση δηλαδή στον συνταξιούχο παροχών τέτοιων που να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια, εξασφαλίζοντας τους όρους όχι μόνο της φυσικής του υπόστασης (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινη και ιατρική περίθαλψη όλων των βαθμίδων), αλλά και της συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή με τρόπο που δεν αφίσταται, πάντως, ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού του βίου (πρβλ. απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας της 9.2.20]0,-] BvL 1/09-,-1 BvL 3/09-,-1 BvL 4/09-,ιδίως Rn. 135). Προκειμένου, εξ άλλου, να ανταποκριθεί στις εν λόγω δεσμεύσεις του και να μην υπερβεί τα όρια που χαράσσει το Σύνταγμα, ο νουοθέτης, όταν λαμβάνει μέτρα συνιστάμενο, κατά τα ανωτέρω, σε περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών, οφείλει, εν όψει και της γενικότερης υποχρέωσής του για απρογραμματισμό και συντονισμό της οικονομικής δραστηριότητας για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης» (άρθρο 106 ξ Συντάγματος), να έχει προβεί σε ειδική, εμπεριστατωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη, από την οποία να προκύπτει αφ' ενός μεν ότι τα συγκεκριμένα μέτρα είναι πράγματι πρόσφορα αλλά και αναγκαία για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος βιωσιμότητας των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, εν όψει και των παραγόντων που το προκάλεσαν, έτσι ώστε η λήψη των μέτρων αυτών να είναι σύμφωνη με τς πιο πάνω συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, αφ' ετέρου δε ότι οι επιπτώσεις από τα μέτρα αυτά στο βιοτικό επίπεδο των πληττομένων προσώπων, συνδυαζόμενες με άλλα τυχόν ληφθέντα μέτρα (φορολογικά κ.ά.), αλλά και με το σύνολο των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών της δεδομένης συγκυρίας, δεν έχουν, αθροιστικά λαμβανόμενες, αποτέλεσμα τέτοιο που να οδηγεί σε ανεπίτρεπτη, κατά τα προεκτεθέντα, παραβίαση του πυρήνα του συνταγματικού δικαιώματος σε κοινωνική ασφάλιση. Με δεδομένο, άλλωστε, τον κατ' εξοχήν πολύπλοκο και τεχνικό χαρακτήρα των σχετικών ζητημάτων, η έλλειψη τέτοιας μελέτης, και μάλιστα διατυπωμένης με τρόπο κατανοητό και ελέγξιμο από το δικαστή κατά τις βασικές της θέσεις, θα καθιστούσε κατ' ουσίαν ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο των οικείων νομοθετικών μέτρων από τις ανωτέρω συνταγματικές απόψεις. Παρεκκλίσεις ως προς την αναγκαιότητα της ύπαρξης ή ως προς το περιεχόμενο της ανωτέρω μελέτης θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν μόνο σε ακραίες περιπτώσεις, όταν συντρέχει άμεση απειλή κατάρρευσης της οικονομίας της Χώρας και τα συγκεκριμένα μέτρα λαμβάνονται κατεπειγόντως για την αποτροπή του κινδύνου. Σε τέτοιες περιπτώσεις θα μπορούσε να είναι σε πρώτη φάση αρκετή η αιτιολογημένη εκτίμηση του νομοθέτη για την ύπαρξη; την σοβαρότητο και τον άμεσο χαρακτήρα της απειλής, καθώς και για την ανάγκη, εν όψει των περιστάσεων, να ληφθούν τα συγκεκριμένα μέτρα για την άμεση αντιμετώπιση της κατάστασης. Και τούτο, όμως, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα δεν παρίστανται προδήλως απρόσφορο ή μη αναγκαία και ότι δεν υφίστανται σοβαρές ενδείξεις ότι υπερβαίνουν το όριο θυσίας των θιγομένων από αυτά, πάντως δε, ενόσω εξακολουθεί να συντρέχει στην ίδια ένταση ο κατεπείγων λόγος που υπαγόρευσε την επιβολή τους. Περαιτέρω στο πλαίσιο της επισημοποιηθείσας από τον Ιανουάριο του 2010 δημοσιονομικής κρίσης και μετά την διαπίστωση, με την 2010/182 απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 1 6ης Φεβρουαρίου 2010 (L 83/1 3), της κατάστασης υπερβολικού ελλείμματος, στην οποία είχε περιέλθει η Ελληνική Δημοκρατία, καθώς και της ανάγκης λήψης μέτρων για την μείωση αυτού, θεσπίστηκε ο ν. 3845/2010 «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη-μέλη της Ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο» (Α' 65/6.5.2ΟΙΟ), στο άρθρο τρίτο του οποίου περιελήφθησαν τα πρώτα μέτρα σχετικά με την περικοπή συντάξεων. Ακολούθησε ο ν. 3863/2010 με τίτλο «Νέο Ασφαλιστικό Σύστημα και συναφείς διατάξεις, ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις» (Α' 15/15.7.2010), όπου ορίστηκαν νέα μέτρα προς την ίδια κατεύθυνση, μεταξύ άλλων και η θέσπιση της εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων με σκοπό την κάλυψη ελλειμμάτων των κλάδων κύριας σύνταξης των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης (άρθρο 38). Στην συνεχεία θεσπίστηκε ο v. 3986/20] 1 με τίτλο «Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-20]5» (Α' 152/1.72Ο] 1 ), ο οποίος περιλαμβάνει νέα δέσμη μέτρων για την βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, μεταξύ άλλων και την θέσπιση από 1 .9.201 της Ειδικής Εισφοράς Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφάλισης με σκοπό την κάλυψη ελλειμμάτων φορέων και κλάδων επικουρικής σύνταξης (όρθρο 44). Κατόπιν με τον ν. 4024/201 1 «Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο-βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015» (Α' 226/27. 0.20] l) επήλθαν περαιτέρω μειώσεις στις κύριες και επικουρικές συντάξεις, όπως επίσης και με τον v. 4051 /2Ο]2 (Α' 28/14.2.2012), δυνάμει του οποίου επιβλήθηκαν νέες περικοπές συντάξεων μόλις τέσσερις μήνες μετά τις θεσπισθείσες με το άρθρο 2 ν. 4024/201] περικοπές. Τέλος, με το άρθρο πρώτο ξ ΙΑ ν. 4093/2012, (Εγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016- Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013- 20] 6» (Α' 222/12.1 .2Ο] 2), επιβλήθηκαν νέες μειώσεις στις καταβαλλόμενες από φορείς κοινωνικής ασφάλισης συντάξεις, ενώ από . 1 .2Ο13 τα επιδόματα και δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και το επίδομα αδείας όλων των φορέων και τομέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, καθώς και του ΟΓΑ, του ΝΑΤ και της Τράπεζας της Ελλάδος καταργούνται- Ακολούθως, εκτός από τς ως άνω πεοκοπές των κύριων και επίκουρικών τους συντάξεων, οι συνταξιούχοι των φορέων υποχρεωτικης κύριας και επικουρικής ασφάλισης υπεβλήθησαν παράλληλα και στο σύνολο των γενικής φύσης οικονομικών και φορολογικών μέτρων που λήφθησαν για την αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος της χώρας. Αναφορικά με τα μέτρα αυτά που σχετίζονται με τις προβλέψεις του πρώτου «Μνημονίου» και του πρώτου «Μεσοπροθέσμου Πλαισίου», και συνιστούν, κατά τα προεκτεθέντα, μέτρα «άμεσης απόδοσης» για την εξεύρεση πόρων προς αντιμετώπιση της έκτακτης ανάγκης στην οποία βρέθηκε η χώρα, οι εν λόγω περικοπές, έχοντας αποφασισθεί υπό την πίεση των ως άνω όλως εξαιρετικών περιστάσεων και επιβαλλόμενες κατά την εκτίμηση του νομοθέτη για την άμεση αντιμετώπιση της κρίσης, δεν παραβιάζουν ούτε την αρχή της αναλογικότητας, καθώς δεν παρίστανται απρόσφορες ή μη αναγκαίες να υπηρετήσουν τον δημόσιο σκοπό για τον οποίο επεβλήθησαν, ούτε την προστασία του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση, καθώς δεν υφίστανται σοβαρές ενδείξεις ότι θίγουν το ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης των συνταξιούχων. Άλλωστε, ενόψει των έκτακτων και απρόβλεπτων συνθηκών της θέσπισής τους, δεν απαιτείτο, κατά τα προεκτεθέντα, περαιτέρω εκτίμηση των επιπτώσεών τους -από το νομοθέτη. Για τους λόγους αυτούς οι ανωτέρω διατάξεις των νόμων 3845/2010, 3863/2010, 3986/201 ] 4024/201 1, καθ' ο μέρος επιβάλλονται με αυτές οι εν λόγω περικοπές και μειώσεις, είναι συμβατές με το Σύνταγμα. Περαιτέρω μετά τις διαδοχικές ως άνω περικοπές και μειώσεις, σε συνέχεια δε και προς εφαρμογή του εγκριθέντος κατά το έτος 20] 2 δεύτερου «Μνημονίου Συνεννόησης» (v. 4046/201 2), ακολούθησαν το ίδιο αυτό έτος δύο ακόμη νομοθετήματα με αντικείμενο την περαιτέρω περιστολή κυρίων και επικουρικών συντάξεων: Ο v. 4051/2012, με το άρθρο 6 του οποίου μειώθηκαν αναδρομικά κατά 12% οι κύριες συντάξεις που υπερβαίνουν τα 1.300 ευρώ καλ οι επικουρικές συντάξεις, με κλιμάκωση του ποσοστού μείωσης (10%, 15% και 20%) αναλόγως του ύψους αυτών και με κατοχύρωση κατώτατου ορίου 200 ευρώ, καθώς και ο ν. 4093/2012, με το άρθρο πρώτο του οποίου, αφ' ενός μεν μειώθηκαν εκ νέου, σε ποσοστά από 5% έως και 20%, οι από οποιαδήποτε πηγή και για οποιαδήποτε αιτία συντάξεις, που υπερβαίνουν αθροιστικά τα 1.000 ευρώ, αφ ετέρου δε καταργήθηκαν πλέον για όλους τους συνταξιούχους τα επιδόματα και δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας. Οι τελευταίες ως άνω διατάξεις ψηφίσθηκαν όταν είχε πλέον παρέλθει διετία από τον πρώτο αιφνιδιασμό της οικονομικής κρίσης και αφού εν τω μεταξύ είχαν σχεδιασθεί και ληφθεί τα βασικά μέτρα για την αντιμετώπισή της. Επομένως, κατά την επιχειρηθείσα με τις διατάξεις αυτές νέα, για πολλοστή φορά, περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών της ίδιας ομάδας θιγομένων, ο νομοθέτης δεν εδικαιολογείτο πλέον να προχωρήσει σε σχετικές ρυθμίσεις χωρίς ειδική έρευνα του αντικειμένου αυτών, αλλά όφειλε να προβεί σε εμπεριστατωμένη μελέτη, προκειμένου να διαπιστώσει και να αναδείξει τεκμηριωμένα ότι η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων ήταν συμβατή με τις σχετικές συνταγματικές δεσμεύσεις, τις απορρέουσες, μεταξύ άλλων, από το θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης, τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και την προστασία της αξίας του ανθρώπου. Τέτοια μελέτη όμως δεν έλαβε χώρα εν προκειμένω, αλλά το μόνο κριτήριο για την θέσπιση των σχετικών μέτρων αποτέλεσε η συμβολή τους στην μείωση των δημοσίων δαπανών και την (δημοσιονομική προσαρμογή>). Κατόπιν τούτων, οι ανωτέρω διατάξεις των νόμων 4051 και 4093/2012 αντίκεινται στις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες, η αντίθεση δε των διατάξεων τούτων προς το Σύνταγμα αφορά στις περικοπές όχι μόνο των κύριων αλλά και των επικουρικών συντάξεων (ΟλΣτΕ 2287/2015).

Με την υπό κρίση αγωγή του, ο πέμπτος ενάγων ισχυρίζεται ότι είναι συνταξιούχος της εναγομένης από την 20. .2ΟΟ9. Ότι ως Πρόσληψης πΟ v τΓΙ v 31 . 2. 992 ασφαλίστηκε υποχρεωτικά για την παροχή κύριας σύνταξης στο Ταμείο Συντάξεων Προσωπικού της Τράπεζας Ελλάδος (ΤΣΠ-ΤΕ), ενώ εντάχθηκε και στο Μετοχικό Ταμείο Υπαλλήλων Τραπέζης Ελλάδος (ΜΤΥΤΕ), από το οποίο λάμβανε μετά την συνταξιοδότησή του και μηνιαία μετεργασιακή παροχή, που ανερχόταν σε ποσοστό 36% επί των συντάξιμων αποδοχών του. Ότι κατ' έτος λάμβανε 14 «μερίσματα» από το ως άνω μετοχικό ταμείο, που αντιστοιχούσαν στις μηνιαίες παροχές καθώς και παροχές δώρων εορτών και επιδόματος αδείας. Ότι από 1 .1 .2Ο] l, δυνάμει του άρθρου 64 v. 3863/2010 η εναγομένη ανέλαβε την κοινωνική ασφάλιση του προσωπικού της ως προς τους κλάδους κύριας και επικουρικής σύνταξης, καθώς διαδέχθηκε τα καταργούμενα ως άνω ταμεία ΤΣΠ-ΤΕ και ΜΤΥΤΕ. Ότι με βάση την από 2.6.2013 τριμερή συλλογική συμφωνία μεταξύ της εναγομένης, του συλλόγου των υπαλλήλων της και του συλλόγου των συνταξιούχων της ορίστηκε ότι το ως άνω «μέρισμα» θα εξακολουθεί να καταβάλλεται από την εναγομένη στους δικαιούχους του σε ποσοστό 20% επί των συντάξιμων αποδοχών τους ως επικουρική σύνταξη και σε ποσοστό ως μετεργασιακή παροχή, οπότε και συστήθηκε ο ειδικός λογαριασμός με την επωνυμία «Πρόγραμμα Πρόσθετων Μετεργασιακών Παροχών». Ότι από την Ι Λ .2Ο]3 η εναγομένη έπαυσε να καταβάλει στον πέμπτο ενάγοντα τα επιδόματα εορτών και αδείας επί του μερίσματος, εφαρμόζοντας την σχετική αντισυνταγματική διάταξη του ν. 4093/2012 ως προς το ποσοστό 20% της επικουρικής σύνταξης, αλλά και παραβιάζοντας την σχετική συμβατική της υποχρέωση ως προς το ποσοστό της μετεργασιακής παροχής. Με βάση αυτό το ιστορικό ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 21.299,όό €, που αντιστοιχεί στα μερίσματα επιδομάτων εορτών και αδείας για τα έτη 20]3-2018, με τον νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στην δικαστική του δαπάνη. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του

Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 9, 12 και , 13, αρ. 2, 25 ς 2 ΚΠολΔ), κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621-622 ΚΠολΔ). Είναι δε ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 345, 346, 36], 914, 297 επ. ΑΚ, 64 v. 3863/2010, Επιχειρησιακή ΣΣΕ Υπαλλήλων Τραπέζης Ελλάδος της ΣΣΕ της 28.2.1948 ΣΣΕ της ]5.ό.Ι95], 907, 908 176 ΚΠολΔ. Επομένως, η αγωγή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω στην ουσία της, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου, όπως προκύπτει από το με αριθμό 241 151648958 ] 227 007] Θ-παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων.

Η εναγόμενη, με τις νομότυπα και εμπρόθεσμα κατατεθείσες προτάσεις της, αρνείται την αγωγή, ισχυριζόμενη ότι η περικοπή των επιδομάτων εορτών και αδείας της επικουρικής σύνταξης του πέμπτου ενάγοντα ασφαλισμένου της είναι καθ' όλα νόμιμη, κατ' εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του v. 4093/2012. Επικουρικά προβάλλει την ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του πέμπτου ενάγοντα, καθώς ο τελευταίος διεκδίκησε τα ως άνω «μερίσματα» επιδόματα μετά την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος από την περικοπή τους. Η ένσταση όμως αυτή πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, καθότι και αληθή υποτιθέμενα τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται δεν αρκούν για να στοιχειοθετήσουν το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, εφόσον μόνο η μακρά αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του δεν καθιστά την άσκηση αυτού καταχρηστική.

Από την προσκομιζόμενη από τον πέμπτο ενάγοντα με αριθμό 234/31.]0.2018 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα Ιωάννη Γοζαδίνου του Γεωργίου ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνων Στυλιανης Φραγκιδουλάκη, η οποία λήφθηκε κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της εναγομένης με σχετική γνωστοποίηση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου κατά την ως άνω δικάσιμο, από όλα τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο πέμπτος ενάγων προσλήφθηκε στην εναγομένη την 7.9.1972 και εργάστηκε σε αυτή έως την παραίτησή του λόγω συνταξιοδότησης την 20.]Ο.20Ο8. Με βάση την με αριθμό 5/7.] .2ΟΟ9 απόφαση του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ του απονεμήθηκε κύρια σύνταξη από 20.1 .2ΟΟ9. Επιπλέον του απονεμήθηκε μέρισμα από το Μετοχικό Ταμείο Υπαλλήλων Τραπέζης Ελλάδος επίσης από 20.1 .2ΟΟ9, όπως προκύπτει από το πρακτικό της 80ης συνεδρίασης της Επιτροπής του ΜΤΥΤΕ της 20.3.2009. Το Μετοχικό αυτό Ταμείο ιδρύθηκε, σύμφωνα με τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας μεταξύ της εναγομένης, του Συλλόγου των Υπαλλήλων της και του Συλλόγου των Κλητήρων της της 28.2.1948 και της 15.6.1951 ως ειδικός λογαριασμός επικουρικής ασφάλισής τους, με σκοπό την παροχή μηνιαίου μερίσματος στους εξερχόμενους από την υπηρεσία υπαλλήλους της εναγομένης, σύμφωνα με το καταστατικό του. Το ποσό του μερίσματος αυτού ορίστηκε σε ποσοστό 36% επί των συντάξιμων αποδοχών των δικαιούχων του. Μετά την καθιέρωση της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης και για την επικουρική σύνταξη (ν. 997/1979) σε ποσοστό που ανερχόταν στο 20% των συντάξιμων αποδοχών των ασφαλισμένων, το ΜΤΥΤΕ συνέχισε την χορήγηση μερίσματος ποσοστού 36% στους δικαιούχους του, εφόσον αυτό ήταν ανώτερο της νομοθετικά πλέον επιβαλλόμενης επικουρικής σύνταξης. Επίσης οι υπάλληλοι της εναγομένης που υπάγονταν στο ΜΤΥΤΕ εξαιρέθηκαν από την υπαγωγή στο ενιαίο ταμείο επικουρικής ασφάλισης ΙΚΑ-ΤΕΑΜ, διότι θεωρήθηκε ότι το ΜΤΥΤΕ, όπως και άλλα ιδιωτικά ασφαλιστικά καθεστώτα, υποκαθιστούσε το ΙΚΑ - ΤΕΑΜ ως προς το γεγονός ότι παρείχε στους δικαιούχους του επικουρική συνταξη και για τον λόγο αυτό θεωρηθηκε φορεας κοινωνικης ασφάλισης. Ακολούθως, σύμφωνα με το άρθρο 64 ξ ] v. 3863/2010, η εναγομένη από . 1.20] ] ανέλαβε την κοινωνική ασφάλιση του προσωπικού της ως προς τους κλάδους κύριας και επικουρικής σύνταξης, αφού καταργήθηκε το ΜΤΥΤΕ και το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού του τελευταίου όσο και του πρώην ΤΣΠ-ΤΕ, που είχε περιέλθει στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ δυνάμει των άρθρων και 2 ν. 3655/2008, περιήλθε αυτοδίκαια στην εναγομένη, η οποία αποτελεί καθολική διάδοχο αυτών και συνεπώς και φορέα κοινωνικής ασφάλισης. Περαιτέρω, με την από 25.6.2013 τριμερή Συλλογική Συμφωνία μεταξύ της εναγομένης, του Συλλόγου Συνταξιούχων αυτής και του Συλλόγου










Εργαζομένων αυτής δημιουργήθηκε το «Πρόγραμμα Μετεργασιακών Παροχών» και αποφασίστηκε να καταβάλλεται στους δικαιούχους του μερίσματος του πρώην ΜΤΥΤΕ μέρισμα σε ποσοστό επίσης 36% επί των συντάξιμων αποδοχών, εκ του οποίου το 20% αντιστοιχεί σε επικουρική σύνταξη και το υπόλοιπο 16% αντιστοιχεί σε μετεργασιακή παροχή αμιγώς συμβατικού χαρακτήρα, ενώ δηλώθηκε ότι συνεχίζουν να εφαρμόζονται οι διατάξεις των ΣΣΕ των ετών 1948 και 1951. Κατά συνέπεια σε όλους τους συνταξιούχους της εναγομένης, όπως και στον πέμπτο ενάγοντα εν προκειμένω, καταβάλλεται τόσο η κύρια σύνταξη όσο και η επικουρική («μέρισμα»). Από την 1 . I .2013 όμως, κατ' εφαρμογή της διάταξης υποπαρ. ΙΑό περ. 3 άρθρου πρώτου ν. 4093/2012, ως ανωτέρω αναφέρθηκε, η εναγόμενη σταμάτησε να καταβάλει στον πέμπτο ενάγοντα, όπως και στους λοιπούς συνταξιούχους της, τα επιδόματα εορτών κσι αδείας αναφορικά με την επικουρική του σύνταξη (μέρισμα). Ωστόσο, σύμφωνα με τα όσα αναλυτικά αναπτύχθηκαν στη ανωτέρω μείζονα σκέψη, η διάταξη αυτή, τυγχάνει ανεφάρμοστη ως αντικείμενη στο Σύνταγμα, καθόσον του στερεί το δικαιούμενο, ικανοποιητικό και αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης χαμηλόμισθων Ελλήνων συνταξιούχων. Συνεπώς, η περικοπή του μερίσματος αναφορικά με τα επιδόματα εορτών και αδείας κατά το μέρος που αφορά στο ποσό της επικουρικής σύνταξης, ήτοι το ποσοστό 20% επί των συντάξιμων αποδοχών του πέμπτου ενάγοντα έγινε κατά παράβαση του Συντάγματος και για τον λόγο αυτό έπρεπε η εναγομένη ως φορέας επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης να μην εφαρμόσει την ως άνω αντισυνταγματική διάταξη και να μην περικόψει τα επιδόματα εορτών και αδείας της επικουρικής σύνταξης. Εξάλλου, σύμφωνα με την ΟλΣτΕ 2287/2015, η οποία έκρινε αντισυνταγματικότητα του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. και υποπαρ. ίΑ.ό περ. 3 του ν. 4093/2012, ορίστηκε ότι οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας θα επέλθουν μετά την δημοσίευση της απόφασης, ήτοι μετά την 10.6.2015, καθότι η υποχρέωση της Διοίκησης για αναδρομική καταβολή συνταξιοδοτικών παροχών αφορά σε ιδιαιτέρα ευρύ κύκλο προσώπων και με δεδομένη την οξυμένη δημοσιονομική κρίση και την ταμειακή δυσχέρεια του Ελληνικού Κράτους πρέπει να σταθμιστεί το δημόσιο συμφέρον. Ως προς το μέρος του μερίσματος που αφορά σε επικουρική σύνταξη (ποσοστό 20%) η εναγομένη λειτουργεί ως φορέας κοινωνικής ασφάλισης και για τον λόγο αυτό επιβάλλεται να εναρμονιστεί με την ως άνω απόφαση του ΣΤΕ. Επομένως, οφείλει αναδρομικά επιδόματα στον πέμπτο των εναγόντων από την 10.6.2015 έως το έτος 2018, ήτοι επίδομα αδείας 2015 ποσού 528,38 €1 επίδομα Χριστουγέννων 2015 ποσού 1056,76 €, επίδομα Πάσχα 2016 ποσού 528,38 Ε, επίδομα αδείας 2016 ποσού 528,38 Ε, επίδομα Χριστουγέννων 2016 ποσού 1056,76 €, επίδομα Πάσχα 2017 528,38 Ε, επίδομα αδείας 2017 ποσού 528,38 €, επίδομα Χριστουγέννων 2017 ποσού 1056,76 €, επίδομα Πάσχα 2018 533,19 Ε, συνολικά 6345,37 Ε, ποσά που συνομολογεί και η εναγομένη με τις προτάσεις της. Αναφορικά με το μέρος του μερίσματος που αφορά σε μετεργασιακή παροχή, η εναγομένη έως την 1.1.2013 κατέβαλε την εν λόγω παροχή και ως επίδομα εορτών και αδείας, ήτοι κατέβαλε 14 μερίσματα ετησίως, γεγονός που συνέβαινε παλαιόθεν ήδη κατά την λειτουργία του πρώην ΜΤΥΤΕ, καθολικη διάδοχος του οποίου κατέστη η εναγομένη. Τα επιδόματα αυτά καταβάλλονταν χωρίς να επιφυλαχθεί η εναγομένη ή προηγούμενα το ΜΤΥΤΕ, χωρίς να δηλώνουν ότι αποτελούν οικειοθελή παροχή, αλλά αντίθετα με την πεποίθηση της συμβατικής τους δέσμευσης, γεγονός που προκύπτει και από την με αριθμό 504/13.1 1.1990 απόφαση του ΔΣ του ΜΤΥΤΕ, όπου αναφέρεται ότι θα καταβάλλονται στο μέλλον «τόσο το δώρο Χριστουγέννων όσο και το δώρο Πάσχα στους μερισματούχους του Ταμείου χωρίς κάθε φορά να ζητείται από την Διεύθυνση έγκριση του ΔΣ του Ταμείου». Επομένως, η διακοπή της καταβολής τους συνιστά παραβίαση της συμβατικής υποχρέωσης της εναγομένης και πρέπει να αποζημίωθεί ο πέμπτος ενάγων ως προς τα ποσά της μετεργασιακής παροχής που του περιέκοψε η εναγομένη για τα έτη 2013-2018, ήτοι για επίδομα αδείας 2013 ποσό 49 €, επίδομα Χριστουγέννων 2013 ποσό 982,09 Ε, επίδομα Πάσχα 2014 ποσό 49] €, επίδομα αδείας 2014 ποσό 491 Ε, επίδομα Χριστουγέννων 2014 ποσό 982,09 €, επίδομα Πάσχα 2015 ποσό 491105 €, επίδομα αδείας 2015 ποσό 491 105 €, επίδομα Χριστουγέννων 2015 ποσό 982,09 €, επίδομα Πάσχα 20] τό ποσό 49] E, επίδομα αδείας 2016 ποσό 491 Ε, επίδομα Χριστουγέννων 20] ό ποσό 982,09 Ε, επίδομα Πάσχα 2017 ποσό 49] 105 Ε, επίδομα αδείας 2017 ποσό 491 Ε, επίδομα Χριστουγέννων 2017 ποσό 982,09 €, επίδομα Πάσχα 2018 ποσό 486,75 €1 συνολικά 981 6,65 €, ποσά που συνομολογεί η εναγομένη με τις προτάσεις της. Στην συγκεκριμένη παροχή δεν είναι δυνατό να εφαρμοστεί η αναδρομικότητα από τον χρόνο έκδοσης της ως άνω απόφασης του ΣΤΕ, καθότι εν προκειμένω πρόκειται για παραβίαση συμβατικής δέσμευσης της εναγομένης, ως ανωτέρω αναφέρθηκε και όχι για εφαρμογή αντισυνταγματικού νόμου. Συνεπώς, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ' ουσίαν και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον πέμπτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των όλ 62,02 €, με τον νόμιμο τόκο από την δήλη ημέρα καταβολής εκάστου κονδυλίου, ήτοι 31 .12 για το επίδομα Χριστουγέννων, 30.4 για το επίδομα Πάσχα και 31.7 για το επίδομα αδείας εκάστου έτους, καθώς κατά τις συγκεκριμένες ημερομηνίες είθισται να καταβάλλεται. Το Δικαστήριο κρίνει ότι είναι δυνατόν από την καθυστέρηση της εκτέλεσης της απόφασης αυτής να προξενηθεί σημαντική ζημία στον πέμτττο ενάγοντα και ότι, επομένως, πρέπει η παρούσα να κηρυχθεί εν μέρει προσωρινά εκτελεστή, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, κατά αποδοχή του σχετικού παρεπόμενου αιτήματος του ενάγοντα ως και ουσιαστικά βάσιμου, δεδομένου ότι η περικοπή μέρους των αποδοχών του του έχει επιφέρει σημαντική οικονομική δυσχέρεια. Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων του πέμπτου ενάγοντα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης κατά τον λόγο της ήττας της (1 78 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΘΕΩΡΕΙ την αγωγή ως προς τους πρώτο, δεύτερο, τρίτο και τέταρτο των εναγόντων ως μη ασκηθείσα.





ΔΙΚΑΖΕΙ κατ' αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον πέμπτο ενάγοντα το ποσό των δεκαέξι χιλιάδων εκατόν εξήντα δύο ευρώ και δύο λεπτών (1 6.1 62,02), με τον νόμιμο τόκο κατά τις αναφερόμενες στο σκεπτικό της παρούσας διακρίσεις.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση εν μέρει προσωρινά εκτελεστή ως προς το ποσό των οκτώ χιλιάδων (8000) ευρώ.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του πέμπτου ενάγοντα, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου