2020-05-27

Υπόμνημα ΤτΕ κατά Ανδρουλάκη Νίκου και απόφασης 194/2019

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Κ. ΜΑΘΙΟΠΟΥΛOΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΠΑΡ' ΑΡΕΙΩ ΠΑΓΩ ΙΙ.Μ.

ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ

ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΑOΥ 21 - ΑΘΗΝΑ 10250

T. : 210 320 2318- F. : 210 370 2324


ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
(3ο Τμήμα Εργατικών Διαφορών)

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Της ανώνυμης Τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "Τράπεζα της Ελλάδος", η οποία εδρεύει στην Αθήνα (Ελ. Βενιζέλου 21), έχει Α.Φ.Μ. 094014213 και φορολογείται στην Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε.Ε. Αθηνών, νομίμως εκπροσωπούμενης.

ΚΑΤΑ




 1. ΑΝΔΡΟΥΛΑΚΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ του Ιωάννη, κατοίκου Μάνδρας Αττικής, οδός Αλκιβιάδου αρ. 7 (Α.Φ.Μ. 012334691).

2. Της υπ' αριθμ. 194/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Διαδικασία Εργατικών Διαφορών) κατά τις παραδοχές που έκανε δεκτή την από 12/07/2018, με γενικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου 69043/2018 και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου 2016/2018, αγωγή του εφεσιβλήτου εις βάρος μας.

l. Εισαγωγικά.

Συζητείται σήμερα, 7/01/2020, με αριθμό πινακίου 17, η από 7/05/2019 και με Αριθμό Κατάθεσης Δικογράφου 42343/3284/2019 και Αριθμό Προσδιορισμού Δικογράφου 4528/3623/2019 έφεσή μας κατά του αντιδίκου μας, και κατά του κύρους της υπ' αριθμ. 194/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Διαδικασία Εργατικών Διαφορών), η

οποία έκανε εν μέρει δεκτή την από 12/07/2018, με Αριθμό Κατάθεσης Δικογράφου 69043/2016/2018, αγωγή του με την οποία ζητούσε : a) να υποχρεωθεί η Τράπεζα της Ελλάδος να του καταβάλει το συνολικό ποσό των Ευρώ 21.299,66 για επιδόματα εορτών και αδείας για τα έτη 2013-2018 στην επικουρική σύψΓ0ξη (Ευρώ 11.483,06) και στο Πρόγραμμα Πρόσθετων Μετεργασιακών Παροχών (Ευρώ 9.816,59) με τον νόμιμο τόκο από τη δήλη ημέρα κατά την οποία κάθε κονδύλι κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής, β) να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και γ) να καταδικαστούμε στη δικαστική της δαπάνη.

Επί της ως άνω αγωγής, συζητηθείσης αντιμωλία των διαδίκων στις 26/10/2018 ενώπιον ταυ αρμόδιου Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών

(Διαδικασία Εργατικών Διαφορών), εξεδόθη η εκκαλουμένη (υπ' αριθμόν 194/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών), η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την ένδικη αγωγή, αναγνώρισε ότι o ενάγων δικαιούται επιδόματα εορτών και αδείας στην επικουρική σύνταξη για το χρονικό διάστημα από 10/06/2015, και επιδόματα εορτών και αδείας στο Πρόγραμμα Πρόσθετων Μετεργασιακών Παροχών από 25/06/2013 ΚΛΙ με τον νόμιμο τόκο από τη δήλη ημέρα, υποχρέωσε την Τράπεζα της Ελλάδος στην καταβολή του ποσού των Ευρώ 16.162,04 για τις ως άνω κήρυξε την προσβαλλόμενη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή για το ποσό των Ευρώ 8.000,00 και επέβαλε τα δικαστικά έξοδα σε βάρος της Τράπεζας της Ελλάδος, τα οποία όρισε στο ποσό των Ευρώ 500,00.

Επειδή κατεβλήθη η νόμιμη προείσπραξη δικηγορικής αμοιβής, καθώς και αυτή για τα αντιστοιχούντα αποϋλοποιημένα ένσημα όπως ηρακύπτει από το προσκομιζόμενο Γραμμάτιο Δ.Σ.Α. υπ' αριθμ. Π2391433/2020.

Επειδή προσκομίζουμε σε κεκυρωμένο αντίγραφο και επικαλούμεθα και ενώπιόν Σας τις εις πρώτο βαθμό κατατεθε;σες προτάσεις μας προκειμένου να αποτελέσουν ένα ενιαίο όλο με τις παρούσες κοι οι οποίες συνοπτικά αναφέρονται στον χαραπηρά αλλα και το νομικό πλαίσιο που διέπει Τόσο την επικουρική σύνταξη όσο και το Πρόγραμμα Πρόσθετων Μετεργοσιακών

Παροχών που χορηγούνται από την Τράπεζα της Ελλάδος στο προσωπικό της

(σελ. 6-11), πο αβάσιμο της αγωγής ερειδόμενο στο ότι στην υπό κρίση περίπτωση δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις περί αδικοπραξίας και περί αδικαιολογήτου πλουτισμού ως προς την επικουρική σύνταξη καθώς η Τράπεζα της Ελλάδος τηρεί τη διάταξη του αρ. 1 υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του Ν. 4093/2012 κοι ως προς το Πρόγραμμα Πρόσθετων Μετεργασιακών Παροχών, η εκκαλούσα, εφαρμόζει τον Κανονισμό χορήγησης της ανωτέρω πρόσθετης παροχής (σελ. 11 — 17), στο καταχρηστικό της ένδικης αγωγής καθώς πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 281 ΑΚ (σελ. 17 - 18), στην επικουρική προβολή της εφαρμογής των πορισμάτων των υπ' αριθ. 22872288/2015 αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας αναφορικά με το χρόνο έναρξης των επίδικων αξιώσεων (σελ. 18 - 22) και στο μη νόμιμο της αξιώσεως για έντοκη απόδοση των αιτουμένων κονδυλίων (σελ. 30).   

Επειδή την ανωτέρω υπ' αριθμόν 194/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Διαδικασία Εργατικών Διαφορών) εκκαλούμε και ζητούμε την διόρθωση της άλλως την εξαφάνισή της καθ' ολοκληρίαν καθώς και την ολοσχερή απόρριψη της σχετικής αγωγής τοι.) εφεσιβλήτου για τους λόγους που έχουμε ήδη αναφέρει στο εφετήριο δικόγραφό μας :

2.           Σύντομο Ιστορικό.

Ο εφεσίβλητος κατέστη συνταξιούχος κύριας ασφάλισης της ΤΤΕ στις 20/10/2008 με την έκδοση της υπ' αριθμ. 5107,01-2009 απόφασης απονομής κύριας σύνταξης (ΣΧΕΤΙΚΟ 6Α). Στις 08/06/2018, σύμφωνα με την αριθμ. 17 απόφαση της Διαχειριστικής Επιτροπής του Ειδικού Λογαριασμού με την επωνυμία «Πρόγραμμα Πρόσθετων Μετεργασιακών Παροχών», εγκρίθηκε η χορήγηση από 25/06/2013 μηνιαίου μικτού ποσού μετεργασιακής παροχής (16 % των συνταξίμων αποδοχών) (ΣΧΕΤΙΚΟ 68). Με την υπ' αριθμ. 649/27.05.2ΟΟ9 απόφαση απονομής επικουρικής σύνταξης-μερίσματος, o πέμπτος των εναγόντων κατέστη συνταξιούχος επικουρικής ασφάλισης της ΤτΕ και δικαιούχος της επικουρικής σύνταξης μερίσματος (20 % των συνταξίμων αποδοχών) από 20/10/2008 (ΣΧΕΤΙΚΟ 6Γ)

 

3.           Ο χαρακτήρας της επικουρικής σύνταξης και της μετεργασιακής παροχής που χορηγούνται από την Τράπεζα της Ελλάδος στους συνταξιούχους της.

Ο ειδικός λογαριασμός του τ. ΜΤΥΤΕ, o οποίος περιήλθε αυτοδικαίως στην ΤΤΕ, συνιστούσε "ειδικό ταμείο" και δυνάμει εξομοιωτικών νόμιρ_γ λειτουργούσε ως φορέας υποχρεωτικής επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης καθ' υποκατάσταση του ΙΚΑ - ΤΕΑΜ .

Σύμφωνα με τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας των ετών 1948

1951 Και  το τ. MTYTE Ιδρύθηκε ως Ειδικός Λογαριασμός Επικουρικής Ασφάλισης, με σκοπό την παροχή, στους εξερχόμενους από την υπηρεσία υπαλλήλους της ΤΤΕ, πρόσθετης, σε σχέση με την Κύρια σύνταξή τους, μηνιαίας μετεργασιακής παροχής, χαρακτηριζόμενης ως Μέρισμα, το οποίο από το έτος 1966 διαμορφώθηκε σε ποσοστό 36% των συνταξίμων αποδοχών τους.

 Μετά την καθιέρωση, με το Ν. 997/1979, υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης και για επικουρική σύνταξη, η τάση που επικράτησε για το ποσοστό της υποχρεωτικά χορηγούμενης  για όλους τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης (Ν.Π.Δ.Δ.) ανερχόταν σε ποσοστό 20 % (Ν. 2084/1992) των συνταξίμων αποδοχών. οι σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις, παρείχαν το δικαίωμα (πο τ. Μετοχικό Ταμείο, της συνέχισης της Εφαρμογής των ως άνω ΣΣΕ, όσον αφορά στη διαμόρφωση και καταβολή του ενιαίου μερίσματος 36 % των συνταξίμων αποδοχών δεδομένου ότι αυτό αποτελούσε προϊόν ΣΣΕ που υπερκάλυπτε την προβλεπόμενη ΕΚ του v. 997/1979 επικουρική σύνταξη.

Υπογραμμίζεται ότι με το Ν. 997/1979 εξαιρέθηκαν από την υπαγωγή  νεοσυσταθέν Τότε ΙΚΑ ΤΕΑΜ και μισθωτοί που υπάγονταν σε προϋφιστάμενο ιδιωτικά ασφαλιστικά καθεστώτα Και ονομάστηκαν «ειδικά ταμεία». Αυτό είχε σαν συνέπεια να μην υπάγονται στην ασφάλιση του ΙΚΑΤΕΑΜ οι ασφαλισμένοι του τ. ΜΤ"'ΤΕ, δηλαδή ενός φορέα υποχρεωτικής επικουρικής ασφάλισης μισθωτών καθ' υποκατάσταση του ΙΚΑ - ΤΕΑΜ και υποκείμενου στις οποιεσδήποτε σχετικές ρυθμιστικές νομοθετικές επεμβάσεις2. Καθιερώθηκε, έτσι, ευρεία ρυθμιστική ευχέρεια του νομοθέτη, σχετικά με το συγκεκριμένο ταμείο και ειδικότερα για την αναλογία εισφοράς εργοδότη-εργαζομένων. Μπορεί, λοιπόν, το τ. ΜΤΥΤΕ να κατατασσόταν στα Ιδιωτικά ασφαλιστικά καθεστώτα, λόγω της λειτουργίας του καθ' υποκατάσταση τοι) γενικού φορέα υποχρεωτικής επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης (ΙΚΑ-ΤΕΑΜ), εξομοιώθηκε νομοθετικά με αυτόν.

Η γενικότερη και ουσιαστική εξομοίωση φορέων Ιδιωτικού δικαίου, π.χ. των (συμβατικής προέλευσης) ειδικών λογαριασμών, με φορείς κοινωνικής ασφάλισης αποτελούσε πάγια νομοθετική πρακτική,      η οποία αποκρυσταλλώνεται νομολογιακώς3. Ειδικότερα με την απόφαση ΑΠ 530/19974 κρίθηκε ότι η εφαρμογή των Ν. 1902/1990, άρθρο 10 και Ν. 1976/1991, άρθρο 9 «σε ασφαλιστικούς φορείς υπό τη μορφή Ν.Π,Ι.Δ. και   ειδικότερα υπό τη μορφή σωματείου ή ενώσεως προσώπων» δεν αντίκειται

στις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1, 12 παρ. 1 και 22 παρ. 4, αντίθετα συμπορεύεται με το άρθρο 106 παρ. 1 του Συντάγματος. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουν και οι αποφάσεις ΑΠ 702/1990 και 706/1991 (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) για την παρόμοια διατύπωση τοι] άρθρου 7 παρ. 2 Ν.Δ. 4202/1961, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 Ν. 1405/1983.

Σύμφωνα, περαιτέρω, με τα άρθρα 54 παρ. 1 Ν. 2084/1992, όπως τροποποιήθηκε με το αρ. 25 παρ. 2 ν. 2556/1997, (για τους μέχρι 31/12/1992 ασφαλισμένους) από 1/1/1998 και σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ. 1 (για τους από 1/1/1993 ασφαλισμένους), από την ισχύ του Ν. 2084/92 το ύψος κάθε επικουρικής σύνταξης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 20% των ΤΟΚΤΙΚών ή των συντάξιμων αποδοχών, εφόσον είναι μεγαλύτερες και προβλέπεται εργοδοτική εισφορά. Εξάλλου, κατά το άρθρο 66 Ν. 2084/1992, κριτήριο αναπροσαρμογής των συντάξεων και για τα ειδικά ταμεία επικουρικής ασφάλισηςδ καθιερώθηκε «η ημερομηνία και το ποσοστό αναπροσαρμογής των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων [...] καταργουμένων των σχετικών καταστατικών διατάξεων». Πράγματι, σε απόλυτη συμμόρφωση προς το άρθρο 54 παρ. 1 Ν. 2084/1992, έλαβε χώρα Ο διαχωρισμός του προβλεπόμενου από τις ΣΣΕ ενιαίου Μερίσματος 36% των συνταξίμων αποδοχών α) σε 20% που κάλυπτε την προβλεπόμενη επικουρική σύνταξη σε όλους τους ασφαλισμένους (Ν. 2084/1992) και β) σε 16% που καταβαλλόταν στους μέχρι 31/12/1992 πρωτοασφαλισθέντες συνταξιούχους και εν ενεργεία υπαλλήλους ως παροχή αμιγώς συμβατικού χαρακτήρα. Ήδη, δε, η προαιρετική συμμετοχή στην ανωτέρω παροχή επεκτάθηκε και στους συνταξιούχους και εν ενεργεία υπαλλήλους της Τράπεζας με ημερομηνία πρώτης ασφάλισης μετά την 1/1/1993.

Η ΤΤΕ σε εκτέλεση της διάταξης του άρθρου 64 παρ. 1 Ν. 3863/2010 από 1/1/2011 αναλαμβάνει και ενεργεί την κοινωνική ασφάλιση του προσωπικού της, ως προς τους Κλάδους κύριας και επικουρικής σύνταξης, σύμφωνα με τις διατάξεις των Καταστατικών των καταργηθέντων Ταμείων, οι κατά ρητή επιταγή της ίδιας άνω διάταξης, καθίστανται καταστατικές διατάξεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ως φορέα ασφάλισης του προσωπικού της. Με τη νομοθετική αυτή ρύθμιση, η ΤΤΕ εναρμονίσθηκε και τυπικά με την Καταστατική της ευθύνη (άρθρα 38 και 71 του Καταστατικού της) παρέχει δηλαδή, μισθό και σύνταξη στο προσωπικό της. Ασφαλιστέα πρόσωπα είναι αυτά που ορίζονται στο άρθρο 6 τοι] Καταστατικού του πρώην ΤΣΠ-ΤΕ (ΦΕΚ 174 Β' , απόφαση Υπουργού Εθνικής Οικονομίας 21545/1927), καθώς και στο άρθρο 2 του Καταστατικού του καταργούμενου με το άρθρο αυτό (64 παρ.1 Ν. 3864/2010) Μετοχικού Ταμείου Υπαλλήλων ΤτΕ, Από την ίδια ως άνω ημερομηνία (1/1/2011) παύει η ασφάλιση των ανωτέρω προσώπων στον Κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ και καταργείται το «Μετοχικό Ταμείο Υπαλλήλων Τράπεζας της Ελλάδος».

Το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού Τόσο του πρώην ΙΣΠ-ΤΕ, που είχε περιέλθει στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ βάσει των άρθρων 1 και 2 του Ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α'), όσο κοι του καταργούμενου Μετοχικού Ταμείου

Υπαλλήλων Τράπεζας της Ελλάδος, περιέρχεται αυτοδίκαια στην Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία αποτελεί καθολική διάδοχο αυτών, χωρίς την καταβολή οποιουδήποτε φόρου, Τέλους ή δικαιώματος τρίτων.

Οι έως την 31/12/2010 συνταξιούχοι του πρώην ΤΣΠ/ΤΕ-ΙΚΑ/ΕΤΑΜ και του Μετοχικού Ταμείου Υπαλλήλων Τράπεζας της Ελλάδος καθίστανται συνταξιούχοι της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία βαρύνεται στο εξής με την καταβολή των συντάξεών τους. Ο καθορισμός του χρόνου ασφάλισης, το Είδος κοι το ύψος των παροχών, το ύψος των εισφορών, o υπολογισμός του ποσού της σύνταξης και οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης διέπονται αντιστοίχως από τις διατάξεις του καταστατικού του πρώην ΤΣΠ-ΤΕ, όπως διαμορφώνονται με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, του Καταστατικού του «Μετοχικού Ταμείου Υπαλλήλων Τράπεζας της Ελλάδος» και τις γενικές διατάξεις νόμων. οι διατάξεις αυτές καθίστανται καταστατικές διατάξεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ως φορέας ασφάλισης του προσωπικού της, μεταφέρονται δε σε αυτήν όλα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των ασφαλισμένων και συνταξιούχων των κλάδων της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού. Για την εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν στη μεταβολή ασφαλιστικού φορέα, η Τράπεζα της Ελλάδος θεωρείται Οργανισμός Ασφάλισης.

Περαιτέρω, με τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφάλισης και τοι) Γενικού Συμβουλίου της ΤτΕ της 25/6/2013 δημιουργήθηκε το «Πρόγραμμα Μετεργασιακών Παροχών», το οποίο προέκυψε, ήτοι μετά την έκδοση του Ν. 3863/2010 κΟι σε συμμόρφωση το νέο κοινωνικοασφαλιστικό περιβάλλον που είχε ήδη διαμορφωθεί. Με τις αποφάσεις των παραπάνω οργάνων, το μέχρι Τότε ενιαία καταβαλλόμενο Μέρισμα (36% των συντάξιμων αποδοχών) από το Τέως Μετοχικό Ταμείο Υπαλλήλων Τραπέζης Ελλάδος (ΜΤΥTΕ), για τους μέχρι 31/12/1992 πρωτοασφαλισθέντες συνταξιούχους και εν ενεργεία υπαλλήλους, διαχωρίστηκε σε δύο τμήματα.

Συγκεκριμένα, o διαχωρισμός του προβλεπόμενου από τις ως άνω ΣΣΕ ενιαίου Μερίσματος, ποσοστού ύψους 36 % Των συνταξίμων αποδοχών, o οποίος έλαβε χώρα σε (α) 20 % που καλύπτει την προβλεπόμενη καταβαλλόμενη σήμερα επικουρική σύνταξη σε όλους τους ασφαλισμένους (N. 2084/1992) και (β) 16 %  στους (μέχρι 31/12/1992 αρχικά και εν συνεχεία, και στους μετά τη 1/1/1993 πρωτοασφαλισθέντες) συνταξιούχους, ως παροχή αμιγώς συμβατικού χαρακτήρα παρείχε τη δυνατότητα, με τη καθιέρωση πρόσθετου ασφαλίστρου, να δημιουργηθεί ένας μηχανισμός, με τη μορφή ενός Μερίσματος όπου μεθίστανται παλαιοί αλλά και νέοι κανόνες χορήγησής Τοι).

Οι παλαιότερες Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας των ετών 1948 και 1951, επικαιροποιήθηκαν με την νέα από 25/6/2013 τριμερή Συλλογική Συμφωνία με το Σύλλογο Συνταξιούχων ΤΤΕ το Σύλλογο Υπαλλήλων ΤτΕ, ώστε να επέχει θέση «συμβατικής - ενοχικής ρύθμισης» με κανόνες ως προς την ασφαλιστική μεταχείριση των συνταξιούχων της ΤΤΕ.

Περαιτέρω, με την από 19/12/2016 απόφαση του Γενικού Συμβουλίου της Τράπεζας με θέμα την «Επέκταση της δυνατότητας συμμετοχής στον Ειδικό Λογαριασμό με την επωνυμία «Πρόγραμμα Πρόσθετων Μετεργασιακών Παροχών» (το «Πρόγραμμα») και στους ασφαλισμένους της Τράπεζας με χρόνο πρώτης ασφάλισης μετά την 1.1.1993, έγκριση της σχετικής από 15/12/2016 απόφασης της Διαχειριστικής Επιτροπής τοι) Προγράμματος και παροχή εξουσιοδότησης προς την Εκτελεστική Επιτροπή» η καταβολή της πρόσθετης μηνιαίας μετεργασιακής παροχής επεκτείνεται και στους ασφαλισμένους μετά την 1.1.1993.

Συμπερασματικά, o Τότε ειδικός λογαριασμός του τ. ΜΤΥΓΕ, ο οποίος καταργούμενος περιήλθε αυτοδικαίως στην ΤτΕ, συνιστούσε «ειδικό ταμείο» και δυνάμει εξομοιωτικών νόμων λειτουργούσε ως φορέας υποχρεωτικής επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης καθ' υποκατάσταση του ΙΚΑ-ΤΕΑΜ.

4. Επί των Λόγων Εφέσεως.

Α. Η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε (Φύλλο 20, έμπροσθεν σελίδα) επί λέξει ότι :

«Το Σύνταγμα, με το άρθρο 22 § 5, κατοχυρώνει ΤΟΥ θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων και ανάγει την μέριμνα για την προαγωγή του σε σκοπό του Κράτους. Βασικό περιεχόμενο της εν λόγω ασφάλισης αποτελεί η, έναντι καταβολής εισφοράς, προστασία του ασφαλισμένου από την επέλευση κινδύνων (γήρας ασθένεια, αναπηρία κλπ.) οι οποίοι αναιρούν την ικανότητά του να εργάζεται (ασφαλιστικοί κίνδυνοι), και συνακόλουθα, τείνουν να υποβαθμίσουν τις συνθήκες διαβίωσής του. Εφ' όσον επέλθει o ασφαλιστικός κίνδυνος, o ασφαλισμένος παύει να καταβάλλει εισφορές και αποκτά, κατ’ αρχήν, αξίωση έναντι του ασφαλιστικού φορέα να του χορηγήσει παροχή, η χωρίς να απαιτείται να αντιστοιχεί ευθέως σε καταβληθείσες εισφορές του ή να αντισταθμίζει πλήρως την απώλεια του εισοδήματος του, πρέπει να είναι ικανή να του εξασφαλίσει ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης, όσο το δυνατόν εγγύτερο προς εκείνο που είχε κατακτήσει κατά την διάρκεια τοι) εργασιακού του βίου. Πέραν του ανωτέρω δημοσίου σκοπού, μέσα.) του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης εκδηλώνεται η κοινωνική αλληλεγγύη και ασκείται κοινωνική πολιτική, ειδικότερα δε, αναδιανομή εισοδήματος με σκοπό την άμβλυνση κοινωνικών αντιθέσεων και  ανισοτήτων. Στο πλαίσιο αυτό, δεν κατοχυρώνεται συνταγματικά στην κοινωνική ασφάλιση η ευθεία αναλογία (αμιγής ανταποδοτικότητα) μεταξύ εισφορών και παροχών (ΟλΣτΕ 3487/2008), επιτρέπονται δε η θέσπιση ανωτάτου ορίου παροχών, η απονομή σύνταξης επί εργατικού ατυχήματος ανεξαρτήτως καταβολής εισφορών ή η μη χορήγησην σύνταξης, παρά την καταβολή εισφορών, σε περίπτωση μη θεμελίωσης του ασφαλιστικού δικαιώματος. Εν όψει των ανωτέρω και ιδιαιτέρως του προπεριγραφέντος δημοσίου σκοπού (διασφάλιση στους εργαζομένους ικανοποιητικού επιπέδου διαβίωσης, εγγύς εκείνου που είχαν κατά τον εργασιακό τους βίο), δικαιολογείται, κατά το άρθρο 22 § 5 του Συντάγματος η κατοχύρωση από τον νομοθέτη της κοινωνικής ασφάλισης ως υποχρεωτικής (με θέσπιση υποχρέωσης καταβολής ασφαλιστικών εισφορών) και, εντεύθεν, η παροχή αυτής αποκλειστικά οπό το κράτος ή από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΑΕΔ 87/1997, ΟλΣτΕ 3096-3101/2001). Εξάλλου η κρατική μέριμνα την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση (κύρια και επικουρική) δεν εξαντλείται στην ίδρυση οπό το κράτος των οικείων δημοσίων φορέων, στον ορισμό των διοικούντων αυτούς οργάνων, στην άσκηση εποπτείας της δραστηριότητός τους και της διαχείρισης της περιουσίας τους στην θέσπιση των σχετικών κανόνων, αλλά περιλαμβάνει την μέριμνα για την προστασία του ασφαλιστικού τους κεφαλαίου, δηλαδή για την βιωσιμότητά τους χάριν και των επομένων γενεών, μέριμνα η οποία εκδηλώνεται, μεταξύ άλλων, με την θέσπιση ρυθμίσεων για την προστασία και την αξιοποίηση της περιουσίας τους και την επωφελή διαχείριση των αποθεματικών τους με τον καθορισμό έκτοτε των οικείων συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων, με την πρόβλεψη κοινωνικών πόρων, και, κυρίως, με την απ' ευθείας συμμετοχή στην χρηματοδότηση των εν λόγω φορέων μέσω του κρατικού προϋπολογισμού. Όταν, όμως, σε περιπτώσεις εξαιρετικά δυσμενών δημοσιονομικών συνθηκών, προκύπτει αιτιολογημένα ότι το κράτος αδυνατεί να παράσχει επαρκή, κατά τα άνω, χρηματοδότηση στους ασφαλιστικούς οργανισμούς και ότι δεν υφίσταται δυνατότητα διασφάλισης της βιωσιμότητας αυτών με άλλα μέσα (τροποποίηση συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων, αποτελεσματικότερη διαχείριση, αποθεματικών περιουσίας πρόβλεψη κοινωνικών πόρων, αύξηση ασφαλιστικών εισφορών), δεν αποκλείεται, κατά το όρθρο 22 § 5 Συντάγματος στο πλαίσιο της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης η επέμβαση του νομοθέτη για την μείωση και των απονεμειθεισών ακόμη συντάξεων εφεξής. Σε τέτοιες, άλλωστε, εξαιρετικές περιπτώσεις o νομοθέτης μπορεί, κατ' αρχήν, να θεσπίζει για την περιστολή των δημοσίων δαπανών (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι δαπάνες χρηματοδότησης φορέων ασφάλισης),  συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού, όπως είναι η μείωση των συντάξεων όσων συνταξιοδοτούνται οπό το δημόσιο ή οπό χρηματοδοτούμενους από αυτό ασφαλιστικούς οργανισμούς λόγω της άμεσης εφαρμογής της αποτελεσματικότητος των μέτρων αυτών για τον περιορισμό του δημοσίου ελλείμματος. Και στις εξαιρετικές όμως, αυτές περιπτώσεις η δυνατότητα τοι) νομοθέτη να περικόπτει τις ασφαλιστικές παροχές δεν είναι απεριόριστη, αλλά οριοθετείται κατά πρώτον από τις αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 § 4 Συντάγματος) και της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 § 5 Συντάγματος), οι οποίες επιτάσσουν να κατανέμεται εξ ήτοι.) το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής μεταξύ όλων των πολιτών, καθώς και από την αρχή της αναλογικότητας (όρθρο 25 § 1 Συντάγματος), σύμφωνα με την οποία το συγκεκριμένο μέτρο πρέπει να είναι πράγματι πρόσφορο και αναγκαίο για την αντιμετώπιση του προβλήματος (ΟλΣτΕ 2192-2196/2014). Σε κάθε δε περίπτωση, η περικοπή των συντάξεων δεν μπορεί να παραβιάζει αυτό που αποτελεί, κατά τα ανωτέρω, τον συνταγματικό πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος, την χορήγηση δηλαδή στον συνταξιούχο παροχών τέτοιων που να τοι) επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια, εξασφαλίζοντας τους όρους όχι μόνο της φυσικής του υπόστασης- (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή και ιατρική περίθαλψη όλων των βαθμίδων), αλλά και της συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή με τρόπο που δεν αφίσταται, πάντως, ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού του βίου (πρβλ. απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας της 9.2.2010,-1 BvL 1/09-,-1 BvL 3/09-,-1 BvL 4/09-, ιδίως Rn. 135). Προκειμένου, εξ άλλου, ανταποκριθεί στις εν λόγω δεσμεύσεις του και να μην υπερβεί τα όριο που χαράσσει το Σύνταγμα, o νομοθέτης, όταν λαμβάνει μέτρο συνιστάμενο, κατά τα ανωτέρω, σε περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών, οφείλει, εν όψει της γενικότερης υποχρέωσής του για «προγραμματισμό και συντονισμό της οικονομικής δραστηριότητας- για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης» (όρθρο 106 § 1 Συντάγματος), να έχει προβεί σε ειδική, εμπεριστατωμένη επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη, οπό την οποία να προκύπτει αφ' ενός μεν ότι τα συγκεκριμένα μέτρο πράγματι πρόσφορα αλλά και αναγκαία για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος βιωσιμότητας των φορέων κοινωνικής ασφάλισης εν όψει και των παραγόντων που το προκάλεσαν έτσι ώστε η λήψη των μέτρων αυτών να είναι σύμφωνη με τις πιο πάνω συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, αφ' ετέρου δε οι επιπτώσεις από τα μέτρα αυτά στο βιοτικό επίπεδο των πληττομένων προσώπων, συνδυαζόμενες με άλλα τυχόν ληφθέντα μέτρα (φορολογικά κ,ά.), αλλά με το σύνολο των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών της δεδομένης συγκυρίας δεν έχουν, αθροιστικό λαμβανόμενες, αποτέλεσμα τέτοιο που να οδηγεί σε ανεπίτρεπτη, κατά προεκτεθέντα, παραβίαση του πυρήνα του συνταγματικού δικαιώματος σε κοινωνική ασφάλιση. Με δεδομένο, άλλωστε, τον κατ' εξοχήν πολύπλοκο και τεχνικό χαρακτήρα των σχετικών ζητημάτων, η έλλειψη τέτοιος μελέτης μάλιστα διατυπωμένης με τρόπο κατανοητό ελέγξιμο Οπό το ι:5Ικασ-τή κατά τις βασικές της θέσεις, θα καθιστούσε κατ’ ουσίαν ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο των οικείων νομοθετικών μέτρων από τις ανωτέρω συνταγματικές απόψεις. Παρεκκλίσεις ως προς την αναγκαιότητα της ύπαρξης ή ως προς το περιεχόμενο της ανωτέρω μελέτης θα μπορούσαν δικαιολογηθούν μόνο σε ακραίες περιπτώσεις, όταν συντρέχει άμεση απειλή κατάρρευσης της οικονομίας της Χώρας και τα συγκεκριμένο μέτρα λαμβάνονται κατεπειγόντως για την αποτροπή του κινδύνου. Σε τέτοιες περιπτώσεις θα μπορούσε να είναι σε πρώτη φάση αρκετή η αιτιολογημένη εκτίμηση του νομοθέτη για την ύπαρξη, την σοβαρότητα και τον άμεσο χαρακτήρα της- καθώς και την εν όψει των περιστάσεων να ληφθούν τα συγκεκριμένα μέτρα για την άμεση αντιμετώπιση της κατάστασης. Και τούτο, όμως, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα δεν παρίστανται προδήλως απρόσφορα ή μη αναγκαία ότι δεν υφίστανται σοβαρές ενδείξεις ότι υπερβαίνουν το όριο θυσίας των θιγομένων από αυτά πάντως δε, ενόσω εξακολουθεί να συντρέχει στην ίδια ένταση o κατεπείγων λόγος που υπαγόρευσε την επιβολή τους. Περαιτέρω στο πλαίσιο της επισημοποιηθείσας από τον Ιανουάριο του 2010 δημοσιονομικής κρίσης και μετά την διαπίστωση, με την 2010/182 απόφαση τοι) Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 16ης Φεβρουάριου 2010 (L 83/13), της κατάστασης υπερβολικού ελλείμματος στην οποία είχε περιέλθει η Ελληνική Δημοκρατία, καθώς και της ανάγκης λήψης μέτρων για την μείωση θεσπίστηκε o v. 3845/2010 «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού 07ήρ,'ξης της ελληνικής οικονομίας οπό τα κράτη-μέλη της Ζώνης του ευρώ το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο» (Α' 65/6.5.2010), στο άρθρο τρίτο του οποίου περιελήφθησαν τα πρώτα μέτρα σχετικά με την περικοπή συντάξεων. Ακολούθησε o v. 3863/2010 με Τίτλο «Νέο Ασφαλιστικό Σύστημα και συναφείς διατάξεις ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις» (Α' 115/15.7.2010), όπου ορίστηκαν νέα μέτρα προς την ίδια κατεύθυνση, μεταξύ άλλων και η θέσπιση της εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων με σκοπό την κάλυψη ελλειμμάτων των κλάδων κύριας σύνταξης των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης (άρθρο 38). Στην συνεχεία θεσπίστηκε o v. 3986/2011 με τίτλο «Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015 (Α ' 152/1.7.2Ο11), o οποίος περιλαμβάνει νέα δέσμη μέτρων για την βιωσιμότητα τοι) ασφαλιστικού συστήματος μεταξύ άλλων και την θέσπιση από 1.9.2011 της Ειδικής Εισφοράς Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφάλισης με σκοπό την Κάλυψη ελλειμμάτων φορέων και κλάδων επικουρικής σύνταξης (άρθρο 44). Κατόπιν με τον v. 4024/2011 συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις ενιαίο μισθολόγιο-βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής .2012-2015» (Α' 226/27.10.2011 επήλθαν περαιτέρω μειώσεις στις κύριες και επικουρικές συντάξεις όπως επίσης και με τον ν. 4051/2012 (Α' 28/14.2.2012), δυνάμει του οποίου επιβλήθηκαν νέες περικοπές συντάξεων μόλις Τέσσερις μήνες μετά τις θεσπισθείσες με το άρθρο 2 v. 4024/2011 περικοπές. Τέλος, με το άρθρο πρώτο § ΙΑ v. 4093/2012, «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του v. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013 - 2016» (Α' 222/12.11.2012), επιβλήθηκαν νέες μειώσεις στις καταβαλλόμενες οπό φορείς κοινωνικής ασφάλισης συντάξεις ενώ από 1.1.2013 τα επιδόματα και δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και το επίδομα αδείας όλων των φορέων και Τομέων Κύριας Και επικουρικής ασφάλισης- αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας, Ασφάλισης- και Πρόνοιας, Καθώς και του ΟΓΑ, του ΝΑΤ και της Τράπεζας της Ελλάδος καταργούνται. Ακολούθως-, εκτός από -πς ως άνω περικοπές των Κύριων και επικουρικών τους συντάξεων, οι συνταξιούχοι των φορέων υποχρεωτικής Κύριας και επικουρικής ασφάλισης υπεβλήθησαν παράλληλα και στο σύνολο των γενικής φύσης οικονομικών φορολογικών μέτρων που λήφθησαν για την αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος της χώρας. Αναφορικά με τα μέτρα αυτό που σχετίζονται με τις προβλέψεις του πρώτου «Μνημονίου» και του πρώτου «Μεσοπροθέσμου Πλαισίου», και συνιστούν κατά προεκτεθέντα, μέτρα «άμεσης απόδοσης» για την εξεύρεση πόρων προς αντιμετώπιση της έκτακτης ανάγκης στην οποία βρέθηκε η χώρα, οι εν λόγω περικοπές, έχοντας αποφασισθεί υπό την πίεση των ως άνω όλως εξαιρετικών περιστάσεων και επιβαλλόμενες κατά την εκτίμηση του νομοθέτη για την άμεση αντιμετώπιση της κρίσης, δεν παραβιάζουν ούτε την αρχή της αναλογικότητας, καθώς δεν παρίστανται απρόσφορες ή μη αναγκαίες να υπηρετήσουν τον δημόσιο σκοπό για τον οποίο επεβλήθησαν, ούτε την προστασία τοι) δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση, καθώς δεν υφίστανται σοβαρές ενδείξεις ότι θίγουν το ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης συνταξιούχων. Άλλωστε, ενόψει των έκτακτων και απρόβλεπτων συνθηκών της θέσπισής τους, δεν κατά τι προεκτεθέντα, περαιτέρω εκτίμηση των επιπτώσεών τους οπό το νομοθέτη. Για τους λόγους αυτούς οι ανωτέρω διατάξεις των νόμων 3845/2010, 3863/2010, 3986/2011 και 4024/2011, καθ’ o μέρος επιβάλλονται με αυτές οι εν λόγω περικοπές και συμβατές με το Σύνταγμα. Περαιτέρω μετά τις διαδοχικές ως άνω περικοπές και μειώσεις, σε συνέχεια δε προς εφαρμογή του εγκριθέντος κατά το έτος 2012 δεύτερου «Μνημονίου Συνεννόησης» (v. 4046/2012), ακολούθησαν το ίδιο αυτό έτος δύο ακόμη νομοθετήματα με αντικείμενο την περαιτέρω περιστολή κυρίων και  επικουρικών συντάξεων: Ο v. 4051/2012, με το άρθρο 6 του οποίου μειώθηκαν αναδρομικά κατά 12% οι κύριες συντάξεις που υπερβαίνουν τα 1,300 ευρώ και οι επικουρικές συντάξεις, με κλιμάκωση του ποσοστού μείωσης (10%, 15% 20%) αναλόγως του ύψους αυτών και με κατοχύρωση κατώτατου ορίου 200 ευρώ, καθώς και o v. 4093/2012, με το άρθρο πρώτο του οποίου αφ' ενός μεν μειώθηκαν εκ νέου σε ποσοστά από 5% έως και 20%, οι από οποιοδήποτε πηγή και για οποιαδήποτε αιτία συντάξεις που υπερβαίνουν αθροιστικά τα 1.000 ευρώ, αφ’ ετέρου δε καταργήθηκαν πλέον για όλους τους συνταξιούχους τα επιδόματα και δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας. Οι τελευταίες ως άνω διατάξεις ψηφίσθηκαν όταν είχε πλέον παρέλθει από τον πρώτο αιφνιδιασμό της οικονομικής κρίσης και αφού εν τω μεταξύ είχαν σχεδιασθεί και ληφθεί τα βασικά μέτρα για την αντιμετώπισή της. Επομένως, κατά την επιχειρηθείσα με τις διατάξεις αυτές νέα, για πολλοστή φορά, περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών της ίδιας ομάδας θιγομένων, o νομοθέτης δεν εδικαιολογείτο πλέον να προχωρήσει σε σχετικές ρυθμίσεις χωρίς ειδική έρευνα τοι) αντικειμένου αυτών αλλά όφειλε να προβεί σε εμπεριστατωμένη μελέτη, προκειμένου να διαπιστώσει και να αναδείξει τεκμηριωμένα ότι η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων ήταν συμβατή με τις σχετικές συνταγματικές δεσμεύσεις, τις απορρέουσες μεταξύ άλλων, από το θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης, τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και την προοτασία της αξίας του ανθρώπου. Τέτοια μελέτη όμως δεν έλαβε χώρα εν προκειμένω, αλλά το μόνο κριτήριο για την θέσπιση των σχετικών μέτρων αποτέλεσε η συμβολή  τους στην μείωση των δημοσίων δαπανών και την «δημοσιονομική προσαρμογή». Κατόπιν τούτων, οι ανωτέρω διατάξεις των νόμων 4051 και 4093/2012 αντίκεινται στις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες, η αντίθεση δε των διατάξεων τούτων προς το Σύνταγμα αφορά στις περικοπές όχι μόνο των κύριων αλλά των επικουρικών συντάξεων (ΟλΣτΕ 2287/2015).».

Όμως, η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε εσφαλμένες κρίσεις, και κατ' επέκταση παραδοχές, διότι οπό τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5 και 25 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, συνάγονται τα εξής:

Η μέριμνα για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα ως Θεσμική εγγύηση, στο πλαίσιο της οποίας o κοινός νομοθέτης, διαθέτοντας ευρεία προς τούτο εξουσία και λαμβάνοντας υπ' όψη



τις εκάστοτε κρατούσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, θέτει τους κανόνες για την ασφαλιστική Κάλυψη και προστασία του πληθυσμού έναντι συγκεκριμένων κινδύνων (γήρας, θάνατος, αναπηρία και ασθένεια) με γνώμονα, αφ' ενός, την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και την εξυπηρέτηση της αναλογιστικής βάσεως, στην οποία στηρίζεται η οικονομία των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως, δηλαδή την προστασία της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών οργανισμών, χάριν και των μελλοντικών γενεών και, αφ' ετέρου, την διασφάλιση υπέρ των συνταξιούχων ενός ικανοποιητικού επιπέδου διαβιώσεως όσο το δυνατόν εγγύτερα σε εκείνο που είχαν κατακτήσει κατά την διάρκεια του εργασιακού τους βίου. Η προστασία της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος αποτελεί υποχρέωση του νομοθέτη επιβάλλει, όταν διαπιστώνεται μεταβολή των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών που εγκυμονεί κινδύνους γι' αυτήν, την αναπροσαρμογή των ασφαλιστικών παροχών και εισφορών και τον επανακαθορισμό των προϋποθέσεων θεμελιώσεως του ασφαλιστικού δικαιώματος, καθώς και την διάθεση κρατικών οικονομικών πόρων για την στήριξη του ασφαλιστικού συστήματος. Οι προς τούτο αναγκαίες, κατά την επιλογή του νομοθέτη, επεμβάσεις επιτρέπεται, σε περίπτωση εξαιρετικά δυσχερών οικονομικών συνθηκών, να έχουν ως αποτέλεσμα ακόμη και την μείωση του ύψους απονεμηθεισών παροχών, όταν το ύψος της κρατικής χρηματοδοτήσεως του ασφαλιστικού συστήματος, το οποίο καθορίζεται, κατ' αρχήν, από τις πολιτικές επιλογές για την διάθεση των κρατικών πόρων προς εκπλήρωση των ποικίλων αποστολών τοι) κράτους, δεν επαρκεί την βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών. Ως εκ τούτου, το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, δεν απαγορεύει την επί το δυσμενέστερο μεταβολή τοι) συστήματος της κοινωνικής ασφαλίσεως όταν αιτιολογημένα προκύπτει ότι η βιωσιμότητά τοι) μόνο με αυτές τις επεμβάσεις μπορεί να διασφαλισθεί, δηλαδή όταν αυτές κρίνονται πρόσφορες και αναγκαίες.

Τέτοιες όμως επεμβάσεις, που μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα ακόμη και μείωση ασφαλιστικών παροχών που έχουν ήδη απονεμηθεί, πρέπει να σέβονται τις λοιπές διατάξεις του Συντάγματος Ιδίως, την αρχή της ισότητας των πολιτών κατά την συμμετοχή στα δημόσια βάρη ώστε να αξιώνεται από τους ασφαλισμένους και συνταξιούχους η τήρηση της υποχρεώσεως για κοινωνική αλληλεγγύη, πάντως δε, όριο στην ελευθερία επιλογών του νομοθέτη κατά τον καθορισμό, ειδικότερα, του ύψους των διατιθέμενων για την κοινωνική ασφάλιση κρατικών οικονομικών πόρων αποτελεί η διασφάλιση στους συνταξιούχους παροχών που επιτρέπουν την αξιοπρεπή διαβίωση αυτών, δηλαδή εισοδήματος ικανού να εξασφαλίσει όχι μόνο τους όρους της φυσικής τους υποστάσεως (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή) αλλά και την δυνατότητα συμμετοχής στην κοινωνική ζωή. Μείωση δε απονεμηθεισών ασφαλιστικών παροχών υπό τους ως άνω όρους και προϋποθέσεις δεν νοείται ως προσκρούουσα στο άρθρο 17 του Συντάγματος.

Περαιτέρω, κατά την ίδια γνώμη (Βλ. την άποψη της μειοψηφίας στις με αριθμούς 2287 και 2288/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του ΣΤΕ), περικοπές σε ήδη απονεμηθείσες συντάξεις ορισμένων μόνο κατηγοριών συνταξιούχων, που κρίνονται αναγκαίες από τον νομοθέτη για την διασφάλιση της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών οργανισμών, δεν είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτές, και όταν ακόμη οι κατηγορίες αυτές προκύπτουν βάσει θεμιτών κριτηρίων, εφ' όσον, σε συγκεκριμένη περίπτωση, αδιαφόρως του ότι δεν θίγουν το επίπεδο αξιοπρεπούς διαβιώσεως, εξικνούνται πέραν ενός ορίου, καθιστώντας, από της απόψεως της ισότητας των πολιτών κατά την συμμετοχή τους στα δημόσια βάρη, την μείωση τοι) εισοδήματος ορισμένων εξ αυτών υπέρμετρη θυσία τους και, ως εκ τούτου, δυσανάλογη τη συμμετοχή τους στην επίτευξη του σκοπού του νόμου. Τέτοια δε μη συνταγματικώς ανεκτή θυσία εισοδήματος, περιστάσεις νομοθετικής επεμβάσεως για την διασφάλιση της βιωσιμότητας ασφαλιστικών οργανισμών εν μέσω οξείας δημοσιονομικής κρίσεως, συνιστά περικοπή συντάξεως, η οποία, είτε μόνη αυτή είτε συνυπολογιζόμενη με προηγηθείσες για τον ίδιο σκοπό, έχει ως συνέπεια μείωση στο ήμισυ του εκ της συντάξεως εισοδήματος. Συνεπώς, κατά την επιλογή από τον νομοθέτη κατηγοριών συνταξιούχων αναλόγως του ύψους του εκ συντάξεων εισοδήματος, προκειμένου αυτοί να υποστούν περικοπή τοι) εν λόγω εισοδήματός τους χάριν της διασφαλίσεως της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών οργανισμών, απαιτείται πρόσθετη σχετική πρόνοια του νόμου, η οποία να διασφαλίζει ότι η προβλέπουσα την περικοπή της συντάξεως διάταξη δεν μπορεί, κατά την εφαρμογή της στην ατομική περίπτωση, να έχει ως συνέπεια μείωση της απονεμηθείσας συντάξεως οτο ήμισυ αυτής. Σε περίπτωση δε απουσίας Τέτοιας πρόνοιας του νόμου o θιγόμενος έχει δικαίωμα δικαστικής προστασίας επικαλούμενος την διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του  Συντάγματος.


Εξ άλλου, πέραν των ως άνω υποχρεώσεων, οι οποίες προκύπτουν από τις εκτεθείσες συνταγματικές διατάξεις και τις οποίες o νομοθέτης οφείλει να τηρεί όταν, υπό συνθήκες οξείας δημοσιονομικής κρίσεως, καταφεύγει θεμιτώς, κατά τα ανωτέρω, στην άμεση μείωση του συνταξιοδοτικού κόστους του Δημοσίου, ουδείς άλλος όρος τίθεται από το Σύνταγμα για το κύρος των σχετικών ρυθμίσεων και, δη, προηγούμενη εκπόνηση μελέτης επιπτώσεων των ρυθμίσεων αυτών στο βιοτικό επίπεδο των θιγόμενων συνταξιούχων κατόπιν συνυπολογισμού και των λοιπών οικονομικών επιβαρύνσεων αυτών. Τούτο δε για τους ακόλουθους λόγους: Όταν o νομοθέτης, προκειμένου να αντιμετωπίσει οξεία δημοσιονομική κρίση και έχοντας διαγνώσει, υπό ορισμένη σκοπιά, τα αίτια που την προκάλεσαν, επιλέγει, εν μέσω υφέσεως της οικονομίας, ως σχέδιο κατάλληλο κατά την εκτίμησή του, την λήψη ταυτοχρόνως μέτρων περιστολής των δημοσίων δαπανών (μείωση μισθών και συντάξεων, μείωση δαπανών για την δημόσια υγεία, την δημόσια παιδεία κλπ) και αυξήσεως των δημοσίων εσόδων (επιβολή νέων φόρων, αύξηση των υφιστάμενων κλπ), η πτώση του προ της κρίσεως βιοτικού επιπέδου εκάστου είναι αυτονόητη και αναπόφευκτη.

Όταν δε, στο πλαίσιο τέτοιου σχεδίου, αποφασίζεται νομοθετική παρέμβαση στο πεδίο της κοινωνικής ασφαλίσεως συνιστάμενη, μεταξύ άλλων, στη μείωση του εισοδήματος από συντάξεις, o δικαστικός έλεγχος του σεβασμού της αρχής της αναλογικότητας είναι εφικτός με βάση τις κατ' ιδίαν παραμέτρους της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος (εισροές και εκροές του ασφαλιστικού κεφαλαίου, λόγος ασφαλισμένων προς συνταξιούχους, δημογραφική γήρανση, αύξηση του προσδόκιμου ζωής, οικονομική ύφεση, ανεργία), τις οποίες λαμβάνει υπ’ όψιν o νομοθέτης και με τις οποίες αιτιολογεί την δράση του - είτε αυτές ανάγονται σε δεδομένα που δεν αποτελούν συμπέρασμα ειδικής μελέτης είτε ανάγονται σε επιστημονικές προβλέψεις με βάση τα δεδομένα αυτά - σε συνδυασμό με τον διακηρυχθέντα στόχο της νομοθετικής παρεμβάσεως. Ο δικαστικός, δε, έλεγχος του σεβασμού των λοιπών σχετικών συνταγματικών διατάξεων είναι εφικτός με βάση τα χαρακτηριστικά της νομοθετικής ρυθμίσεως. Εκπόνηση ειδικής μελέτης, η οποία, άλλωστε, τα ίδια στοιχεία θα είχε ως βάση, ουδέν ιδιαίτερο θα ήταν σε θέση να προσφέρει στον δικαστικό έλεγχο, είναι δε διάφορα τα ζητήματα αν ορθώς διαγνώσθηκαν τα αίτια και το μέγεθος της κρίσεως, αν επιλέχθηκε το κατάλληλο σχέδιο δράσεως για την αντιμετώπισή της ή αν τα μέτρα που αποφασίσθηκαν εφαρμόσθηκαν με αποτελεσματικό τρόπο, ζητήματα για τα οποία το Σύνταγμα ουδόλως εγγυάται.

Περαιτέρω, ναι μεν κάθε ένα από τα μέτρα περιστολής των δημοσίων δαπανών και αυξήσεως των δημοσίων εσόδων, τα οποία λαμβάνονται υπό τις προαναφερθείσες συνθήκες, έχει άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις στο βιοτικό επίπεδο εκάστου, πλην o βαθμός των επιπτώσεων αυτών ποικίλλει αναλόγως της προ της κρίσεως οικονομικής καταστάσεως των θιγομένων και των προσωπικών τους αναγκών. Ως εκ τούτου, παρίσταται ανέφικτη η εκ των προτέρων εκτίμηση, κατόπιν μελέτης, των επιπτώσεων ειδικώς της μειώσεως των συντάξεων στο βιοτικό επίπεδο ομάδας ατόμων τα οποία ως μόνο κοινό χαρακτηριστικό έχουν την απόσυρση οπό τον εργασιακό βίο. Άλλωστε, το οποιοδήποτε συμπέρασμα μελέτης για τις επιπτώσεις της παρεμβάσεως αυτής στο βιοτικό επίπεδο των θιγομένων σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα των λοιπών δράσεων, στο πλαίσιο του ίδιου σχεδίου για την αντιμετώπιση της κρίσεως, θα ήταν άχρηστο για την αξιολόγηση της συγκεκριμένης δράσεως, κατά τον δικαστικό έλεγχο, ως σύμφωνης ή μη προς το Σύνταγμα.

Πράγματι, το (αυτονόητο) συμπέρασμα ότι μείωση εισοδήματος από συντάξεις, καίτοι, καθ' εαυτή, θεμιτή κατά τους προαναφερθέντες συνταγματικούς κανόνες, επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την οικονομική κατάσταση των θιγομένων λόγω της παράλληλης επιβαρύνσεώς τους με αυξημένα φορολογικά βάρη και της διογκώσεως των οικονομικών τους υποχρεώσεων προς τρίτους ουδόλως θα ανέτρεπε την συμφωνία του νομοθετικού αυτού μέτρου προς το Σύνταγμα, όταν μάλιστα προκύπτει ότι o νομοθέτης επέλεξε να θίξει τις πλέον οικονομικά εύρωστες κατηγορίες συνταξιούχων και, άρα, τις ευρισκόμενες σε καλύτερη θέση να επωμισθούν το σχετικό βάρος, αλλ' ενδεχομένως θα δικαιολογούσε αναθεώρηση των φορολογικών μέτρων ή νομοθετική δράση για την ανακούφιση των πληττομένων από την οικονομική ύφεση.

Επιγραμματικά, κακώς η προσβαλλόμενη απόφαση έκρινε αντισυνταγματική την επίμαχη διάταξη της υποπαρ. ΙΑ6 παρ. 3 του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 (με την οποία καταργήθηκε η καταβολή σε όλες τις επικουρικές συντάξεις επιδομάτων εορτών και αδείας), στοιχούμενη προς τις γνωστές αποφάσεις 2287-2288/2015 Ολ ΣΤΕ. Αλλά το Συμβούλιο της Επικρατείας, όσον και αν αποτελεί αξιοσέβαστο θεσμό, δεν είναι συνταγματικό δικαστήριο, ώστε οι αποφάσεις του να δεσμεύουν την πολιτική δικαιοσύνη. Όφειλε επομένως η προσβαλλομένη, αντί να υιοθετήσει τυφλά και αυτολεξεί το σκεπτικό των εν λόγω αποφάσεων, να κρίνει αδεσμεύτως και πρωτοτύπως τη συμβατότητα της κρίσιμης διάταξης ως ανωτέρω προς το Σύνταγμα και να καταλήξει καταφατικώς, ενόψει τοι) πασιδήλ0Ι) που συγκροτεί, από δεκαετιών και παρά τις κατά καιρούς δειλές και ατελέσφορες νομοθετικές πρωτοβουλίες, η λεγόμενη "βόμβα” του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος στη Χώρα.

Ειδικότερα, όφειλε να κρίνει ότι, υπό συνθήκες οξείας δημοσιονομικής κρίσης και ως εν προκειμένω, o νομοθέτης θεμιτώς καταφεύγει στην άμεση μείωση του δημοσιονομικού κόστους, αφού ουδείς όρος τίθεται προς τούτο από το Σύνταγμα Και δη η προηγούμενη εκπόνηση μελέτης επιπτώσεων των ρυθμίσεων αυτών, τοσούτω μάλλον καθόσον οι τελευταίες εντάσσονται σε ένα ευρύτερο πρόγραμμα δημοσίου συμφέροντος, αφενός για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας της Χώρας και αφετέρου για τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος χάριν της βιωσιμότητάς Τοι]. Κατά περαιτέρω συνέπεια έπρεπε η προσβαλλομένη να δεχθεί ότι η κρίσιμη διάταξη, που με πλήρη πεποίθηση νομιμότητας εφαρμόσαμε, είναι πλήρως ισχυρή και να απορρίψει την αγωγή κατά το σκέλος που δι' αυτής ζητείται καταβολή επιδομάτων εορτών και αδείας επί της επικουρικής σύνταξης.

Β. Η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε (Φύλλο 80, έμπροσθεν σελίδα) επί λέξει ότι : «,4ναφορικά με το μέρος του μερίσματος που αφορά σε μετεργασιακή παροχή, η εναγομένη έως την 1.1.2013 κατέβαλε την εν λόγω παροχή και ως επίδομα εορτών και αδείας ήτοι κατέβαλε 14 μερίσματα ετησίως γεγονός που συνέβαινε παλαιόθεν ήδη κατά την λειτουργία του πρώην ΜΤΥΤΕ, καθολική διάδοχος τοι) οποίου κατέστη η εναγομένη. Τα επιδόματα αυτά καταβάλλονταν χωρίς να επιφυλαχθεί η εναγομένη ή προηγούμενα το ΜΤΥΤΕ, χωρίς να δηλώνουν ότι αποτελούν οικειοθελή παροχή, αλλά αντίθετα με την πεποίθηση της συμβατικής τους δέσμευσης, γεγονός που προκύπτει και από την με αριθμό 504/13.11.1990 απόφαση τοι) ΛΣ του ΜΤΥΤΕ, όπου αναφέρεται ότι θα καταβάλλονται στο μέλλον «τόσο το δώρο Χριστουγέννων όσο και το δώρο Πάσχα στους μερισματούχους του Ταμείου χωρίς Κάθε φορά να ζητείται οπό την Διεύθυνση έγκριση του ΔΣ τοι) Ταμείου». Επομένως η διακοπή της καταβολής τους συνιστά παραβίαση της συμβατικής υποχρέωσης της εναγομένης πρέπει να αποζημιωθεί o πέμπτος ενάγων ως προς τα ποσά της μετεργασιακής παροχής που τοι) περιέκοψε η εναγομένη για το έτη 2013-2018,».

Οι εν λόγω όμως παραδοχές της εκκαλουμένης περί δήθεν υποχρέωσης της Τράπεζας της Ελλάδος να καταβάλλει στον εφεσίβλητο επιδόματα εορτών και αδείας επί της μετεργασιακής παροχής δηλαδή, στο συμβατικής προέλευσης σκέλος του παλαιού μερίσματος (16 % των συνταξίμων αποδοχών), καθώς είναι αναιτιολόγητες και παντελώς αβάσιμες, διότι :

Εσφαλμένως η προσβαλλομένη έκρινε ότι οφείλουμε να χορηγούμε επιδόματα εορτών και αδείας και επί της μετεργασιακής παροχής η οποία, ως πράγματι απλώς συμβατικής προέλευσης, ουδέποτε υπαγόταν στις περί υποχρεωτικής χορήγησης των επιδομάτων αυτών διατάξεις της νομοθεσίας ούτε άλλωστε τα αναφερόμενα σε αυτήν οικεία κανονιστικά κείμενα προβλέπουν ο,τιδήηοτε σχετικώς. Παρέβλεψε Ιδίως η προσβαλλομένη ότι, υπό το καθεστώς χορήγησης (αρχικώς μέσω του τ. "Μετοχικού Ταμείου Υπαλλήλων Τράπεζας της Ελλάδος" και στη συνέχεια απευθείας από την Τράπεζα της Ελλάδος, ως καθολική διάδοχό του) ενιαίου μερίσματος που περιελάμβανε τόσον την εκ του νόμου υποχρεωτική επικουρική σύνταξη όσον και τη συμβατική μετεργασιακή παροχή (και μέχρι 25/6/2013, όταν οι ως άνω παροχές διαχωρίστηκαν και άρχισαν να χορηγούνται αυτοτελώς), η καταβολή επιδομάτων εφ' όλου τοι) μερίσματος - υποχρεωτική εκ του νόμου για την επικουρική σύνταξη - ήταν αναγκαία, τεχνική, συνέπεια του μη διαχωρισμού των δύο διαφορετικής νομικής φύσης συνιστωσών του, ως ανωτέρω, η οποία βεβαίως δεν τεκμηριώνει συνειδητή πρόθεσή μας και δη ικανή για την ίδρυση πρακτικής να χορηγούμε τα προαναφερόμενα επιδόματα επί του εκ της συμβάσεως προερχομένου τμήματος της όλης παροχής. Τούτο, άλλωστε, ήρθη κατά την πρώτη Εφαρμογή της επίμαχης διάταξης επ' ευκαιρία των εορτών του Πάσχα 2013, κατά την οποία παραλείψαμε την καταβολή του Επιδόματος εφ' ολοκλήρου τοι) ακόμη Τότε, χορηγουμένου μερίσματος, ως απαγορευθείσα μεν επί του σκέλους της επικουρικής σύνταξης μη δε οφειλομένη επί του συμβατικού σκέλους.

Συγχρόνως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ουδόλως αξιολόγησε τις από 25/6/2013 αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφάλισης και του Γενικού Συμβουλίου της Τράπεζας της Ελλάδος, ήτοι μετά την έκδοση του Ν, 3863/2010 και σε συμμόρφωση προς το νέο κοινωνικοασφαλιστικό περιβάλλον που είχε διαμορφωθεί και δη μετά την κατάργηση του τ. ΜΤΥ-ΤΕ, Με τις αποφάσεις των παραπάνω οργάνων, το μέχρι τότε καταβαλλόμενο μέρισμα (36 % των συντάξιμων αποδοχών) από το Τέως Μετοχικό Ταμείο Υπαλλήλων Τραπέζης Ελλάδος (ΜΤΥ-ΤΕ), για τους συνταξιούχους και εν ενεργεία υπαλλήλους, διαχωρίστηκε σε δύο τμήματα. Ειδικότερο, o διαχωρισμός του προβλεπόμενου από τις ΣΣΕ 1948 και 1951 τότε μερίσματος, ποσοστού ύψους 36 % των συνταξίμων αποδοχών, o οποίος έλαβε χώρα σε : 20 % που καλύπτει την προβλεπόμενη και καταβαλλόμενη, εκ του νόμου, επικουρική σύνταξη σε όλους τους ασφαλισμένους και 16 % που καταβάλλεται στους συνταξιούχους, ως παροχή αμιγώς  παρείχε τη  με τη καθιέρωση πρόσθετου ασφαλίστρου, να δημιουργηθεί ένας επιβοηθητικός μηχανισμός και μάλιστα, με αυτοτελείς κανόνες ως προς την χορήγηση Πρόσθετης Μετεργασιακής Παροχής.

Προέκυψε, λοιπόν, η δημιουργία ενός επικαιροποιημένου πλαισίου παροχών έτσι ώστε η από 25/6/2013 τριμερής συλλογική συμφωνία της Τράπεζας της Ελλάδος με το Σύλλογο Συνταξιούχων Τράπεζας της Ελλάδος και το Σύλλογο Υπαλλήλων Τράπεζας της Ελλάδος να επέχει θέση συμβατικής - ενοχικής ρύθμισης με αυτοτελείς κανόνες ως προς την μισθολογική/ασφαλιστική μεταχείριση των συνταξιούχων της Τράπεζας. Άλλωστε, όπως προκύπτει από τον Κανονισμό του Ειδικού Λογαριασμού με την επωνυμία «Πρόγραμμα Πρόσθετων Μετεργασιακών Παροχών» προβλέπεται, με συμφωνία των μερών, η χορήγηση μηνιαίων παροχών ώστε, τα συμβαλλόμενα μέρη να έχουν συμφωνήσει σιωπηρώς την μη χορήγηση των επίδικων επιδομάτων. Επομένως, πράγματι είχε δημιουργηθεί πρακτική ως προς τη χορήγηση των επιδομάτων εορτών κοι αδείας επί της συμβατικής παροχής, όπως δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, πλην όμως αυτή καταργήθηκε δυνάμει της ως άνω ΣΣΕ που υπεγράφη μεταξύ των μερών.

Πράγματι, τα επιδόματα εορτών και αδείας, που καταβάλλονταν στον αντίδικο οικειοθελώς από το τ. Μετοχικό Ταμείο, αποτελούσαν παροχή από ελευθεριότητα, δεδομένου ότι τέτοια καταβολή δεν προβλεπόταν από το Καταστατικό. Όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να Τύχει αναλογικής εφαρμογής η πάγια άποψη της νομολογίας, ότι οι οικειοθελώς καταβαλλόμενες παροχές δίχως συμβατική υποχρέωση, όταν καταβάλλονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο σταθερά και ομοιόμορφα ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, για μακρό χρονικό διάστημα μεταβάλλονται σε συμβατικές, καθόσον οι διάδικοι δεν έχουμε σχέση εργοδότη - εργαζομένου, η δε επίδικη απαίτηση (χορήγηση επιδομάτων στη μετεργασιακή παροχή) δεν αφορά μισθό, ήτοι αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, αλλά μηνιαίο μέρισμα - παροχή από ειδικό λογαριασμό - κεφάλαιο που διανέμει το T. Μετοχικό Ταμείο, ήδη η Τράπεζα.

Κατά συνέπεια κακώς δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, μη εκτιμώντας ορθά τις αποδείξεις, ότι είχε δήθεν δημιουργηθεί εργασιακή πρακτική για τη χορήγηση των επιδομάτων εορτών και αδείας και επί του συμβατικού σκέλους του τότε ενιαίως με την επικουρική σύνταξη χορηγουμένου «μερίσματος» ενώ έπρεπε να απορρίψει την αγωγή και κατά το σχετικό αίτημά της. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση έσφαλε και πρέπει να εξαφανιστεί κατά παραδοχή του παρόντος λόγου.

Γ. Η εκκαλουμένη απόφαση, έτι περαιτέρω, έσφαλε διότι, εν πάση περιπτώσει, κακώς απέρριψε σιωπηρώς τον επικουρικό ισχυρισμό μας ότι τα επιδόματα εορτών αδείας επί της πρόσθετης μετεργασιακής παροχής - και εάν υποτεθεί ότι οφείλονται - κατελήφθησαν και αυτά από την επίμαχη διάταξη της υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 άρθρου πρώτου Ν. 4093/2012, η οποία ουδόλως περιορίζει, κατά το γράμμα της αλλά και ενόψει του σκοπού της, την κατάργησή τους επί μόνον των παροχών κοινωνικής ασφάλισης, ενώ ορθώς τον νόμο ερμηνεύοντας έπρεπε να δεχθεί, κατ' αποδοχήν και του πρώτου λόγου του παρόντος εφετηρίου, ότι η ως άνω εφαρμοσθείσα κρίσιμη διάταξη, παραμένοντας ισχυρή, διέπει και επιδόματα που τυχόν χορηγούν φορείς κοινωνικής ασφάλισης επί μη κοινωνικοασφαλιστικών παροχών, όπως εν προκειμένω.

Ειδικότερα, ενώπιον του δικάσαντος Δικαστηρίου  προβάλαμε, επικουρικώς, τον ισχυρισμό ότι με τις από 25/6/2013 αποφάσεις των αρμοδίων οργάνων της (Συμβουλίου Ασφάλισης και Γενικού Συμβουλίου) η Τράπεζα της Ελλάδος προέβη σε διάσπαση του μέχρι Τότε ενιαίου μερίσματος, υπολογιζόμενου σε ποσοστό 36 % επί των συντάξιμων αποδοχών, καθορισθέντος ότι το εξ 20 % τμήμα αυτού (ήτοι το κατά νόμον ανώτατο όριο) αντιστοιχεί στην υποχρεωτική εκ του νόμου επικουρική σύνταξη και το λοιπό εκ 16 % τμήμα προέρχεται από την αμιγώς συμβατικού χαρακτήρα παροχή που προέβλεπαν οι ΣΣΕ 1948 και 1951. Η ρύθμιση μάλιστα, απετέλεσε και αντικείμενο της προαναφερθείσας τριμερούς συλλογικής συμφωνίας, υπό την αυτήν ημερομηνία, της Τράπεζας της Ελλάδος με τους Συλλόγους Υπαλλήλων και Συνταξιούχων της.

Η κρίσιμη διάταξη της υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 άρθρου πρώτου Ν. 4093/2012 δεν κατελάμβανε μόνον παροχές Κοινωνικής ασφάλισης υπό αυστηρή έννοια. Και τούτο, αφού εν πρώτοις το ίδιο το γράμμα της διάταξης ουδόλως περιορίζει την κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας μόνον επί των παροχών κοινωνικής ασφάλισης. Η διατύπωση (αναφερόμενη στα επιδόματα εορτών αδείας που χορηγούνται στους συνταξιούχους, χωρίς εξειδίκευση των παροχών επί των οποίων αυτά υπολογίζονται) είναι ηθελημένα γενική, προκειμένου να καταληφθούν από τη ρύθμιση, πέραν του συνήθως συμβαίνοντος- που προφανώς είναι τα επιδόματα επί παροχών κοινωνικής ασφάλισης (συντάξεων)- και εκείνα επί τυχόν άλλου Τύπου παροχών των φορέων αυτών, Ιδίως συμβατικών, ως εν προκειμένω.

Η ορθή, κατά τα ανωτέρω, έννοια της διάταξης στοιχείται πλήρως με το σκοπό της, o οποίος ασφαλώς έγκειται στην εν μέσω δεινής οικονομικής κρίσης ελάφρυνση των ΦΚΑ από το βάρος χορήγησης των εν λόγω παροχών, ανεξαρτήτως της νομικής φύσης εκάστης, που για τον σκοπό της διάταξης είναι απολύτως αδιάφορη. Η τελολογική, λοιπόν, προσέγγιση της διάταξης, την οποίο η ΤΤΕ — που είναι η κεντρική Τράπεζα της χώρας με καθήκον ΕΚ του έχοντος ισχύ νόμου Καταστατικού της να «στηρίζει την οικονομική πολιτική της Κυβερνήσεως» (άρθρο 4) - είχε εξιδιασμένη υποχρέωση να λάβει υπόψη, επιβάλλει την, για λόγους δημοσιονομικούς, κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας εφ' οιουδήποτε τύπου παροχής προς τους συνταξιούχους της δηλαδή όχι μόνον επί της επικουρικής σύνταξής αλλά για την ταυτότητα του λόγου, και επί της συμβατικού χαρακτήρα μετεργασιακής παροχής.

Παρέπεται από τα ανωτέρω ότι η Τράπεζα, ως ενεργούσα την ασφάλιση τοι] προσωπικού της, οφείλει στον εφεσίβλητο επιδόματα εορτών και αδείας επί της μετεργασιακής παροχής από 10/6/2015 και όχι από το έτος 2013 όπως εντελώς αναιτιολόγητα δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας κακώς τη ρηθείσα διάταξη του Ν. 4093/2012, και επομένως, είναι ακυρωτέα.

Δ. Η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε, ως μη νόμιμη, την ένσταση της Τράπεζας της Ελλάδος περί καταχρηστικής άσκησης του επίδικου δικαιώματος άλλως αποδυνάμωσης αυτού δεχόμενη τα Εξής (Φύλλο 6ο, όπισθεν σελίδα) : «Η ένσταση όμως αυτή πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, καθότι και αληθή υποτιθέμενα τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται δεν αρκούν για να στοιχειοθετήσουν το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, εφόσον μόνο η μακρό αδράνεια του δικαιούχου ασκήσει το δικαίωμά του δεν καθιστά την άσκηση αυτού καταχρηστική». Κρίνοντας, όμως, έτσι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε, διότι :

Σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή o κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνΙΚ0ύ ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από την συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ' αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο  να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου.

Εξ άλλου, η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ έχει έντονο το χαρακτήρα δημοσίας τάξεως, διότι αποβλέπει στην καταπολέμηση της κακοπιστίας στις συναλλαγές και γενικά κατά την ενάσκηση κάθε δικαιώματος και συνεπώς, δεν αποκλείεται να Εφαρμοσθεί και στην περίπτωση άσκησης δικαιωμάτων που απορρέουν από επίσης δημοσίας τάξεως, διατάξεις, όπως είναι οι αξιώσεις των ασφαλισμένων για καταβολή ασφαλιστικών παροχών και συντάξεων.

Τα πραγματικά περιστατικά που καταδεικνύουν ότι η ένδικη αγωγή  στην προκειμένη περίπτωση, προδήλως καταχρηστικώς από τον αντίδικο, όσον αφορά το δικαίωμά τοι) περί καταβολής δώρων Εορτών και επιδομάτων αδείας επί του ποσού τοι) παλαιού μερίσματος (36% των συνταξίμων αποδοχών) που ελάμβανε πριν το διαχωρισμό αυτού σε Επικουρική σύνταξη (20% των συνταξίμων αποδοχών) και σε Πρόγραμμα Πρόσθετων Μετεργασιακών Παροχών (16% των συνταξίμων αποδοχών) είναι τα εξής : Ο αντίδικος επέδωσε στην ΤτΕ την υπό κρίση Σας αγωγή του, στις 13/7/2018, δηλαδή, μετά την παρέλευση ιδιαιτέρως μεγάλου χρονικού διαστήματος από την υπογραφή της από 25/6/2013 τριμερούς συλλογικής συμφωνίας με τον Σύλλογο Συνταξιούχων ΤτΕ και το Σύλλογο Υπαλλήλων ΤτΕ, με την οποία, επικαιροποιήθηκαν οι από 1948 και 1951 ΣΣΕ και συμφωνήθηκε η καταβολή μηνιαίας μόνο παροχής στο Πρόγραμμα Πρόσθετων Μετεργασιακών Παροχών, Ήτοι, o εφεσίβλητος επέδωσε την ένδικη αγωγή του πέντε (5) και πλέον έτη μετά την σύσταση του Προγράμματος. Μόνο όμως η επί μακρόν αδράνεια δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά, απαιτείται και η πρόκληση αυτής της πεποίθεσης, η οποία είχε εδραιωθεί, ότι δηλαδή δεν θα ασκηθεί το εν λόγω δικαίωμα. Η πεποίθηση και η πίστη μας υπήρξε, εν προκειμένω, ισχυρή και κραταιά, καθόσον η ένδικη αγωγή κοινοποιήθηκε στην Τράπεζα μετά την πάροδο πενταετίας από την ανωτέρω τριμερή συλλογική συμφωνία στις 25/6/2013. Ο αντίδικος, επίσης, ελάμβανε και συνεχίζει να λαμβάνει, ανεπιφύλακτα -και χωρίς την παραμικρή προφορική ή έγγραφη όχληση προς την Τράπεζα- επί πενταετίας τη μετεργασιακή παροχή σε μηνιαία δωδεκάμηνη βάση και δίχως την καταβολή επιδομάτων εορτών και αδείας, ασκώντας επομένως, καταχρηστικώς άλλως αποδυναμωμένα το επίδικο δικαίωμα μετά από μακράς διάρκειας αδράνεια. Τέλος η ικανοποίηση των ενδίκων αξιώσεων θα επιφέρει δυσβάστακτες συνέπειες στη ΤτΕ αλλά και εν γένει στην ομαλή λειτουργία του ειδικού λογαριασμού με την επωνυμία «Πρόγραμμα Πρόσθετων Μετεργασιακών Παροχών» καθώς θα εξαναγκαστεί να καταβάλλει ποσά που ουδέποτε είχε προϋπολογίσει δεδομένου ότι η       από 25/6/2013 ΣΣΕ προέβλεπε μόνο καταβολή παροχών και όχι επιδομάτων εορτών και αδείας όπως καταχρηστικώς αιτείται o εφεσίβλητος.

Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός o παρών λόγος μας, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και όπως, εν τέλει, απορριφθεί η ένδικη αγωγή του αντιδίκου ως καταχρηστικώς ασκηθείσα.

E. Η εκκαλουμένη απόφαση, τέλος, δέχθηκε πλημμελώς ότι για τον ενάγοντα, συνταξιούχο της Τράπεζας, χρήζει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 341 ΑΚ, οπότε και πρέπει να του καταβληθούν τα επίδικα επιδόματα εορτών και αδείας από τη δήλη μέρα χορήγησης εκάστου κονδυλίου και δη, από την 31/12 για το επίδομα Χριστουγέννων, 30/4 για το επίδομα Πάσχα και 31/7 για το επίδομα αδείας εκάστου έτους, απορρίπτοντας, έτσι, σιωπηρώς, την ένσταση τοι] άρθρου 342 ΑΚ που νομίμως προβάλαμε ενώπιον τοι) δικάσαντος Δικαστηρίου.

Πλην όμως, το αίτημα περί καταβολής τόκων υπερημερίας επί των αιτούμενων ποσών από την ημερομηνία οφειλής των επιμέρους επιδομάτων εορτών και αδείας (δήλη μέρα) που περικόπηκαν με τις διατάξεις του Ν. 4093/2012 ως προς την επικουρική σύνταξη αλλά και επί της συμβατικής πρόσθετης μετεργασιακής παροχής είναι απορριπτέο. Και τούτο, διότι, δεν υπήρξε ούτε δήλη μέρα, ούτε φυσικά ήταν δυνατόν να γνωρίζει η Τράπεζα ότι οφείλει να καταβάλει τα αιτούμενα ποσά για δώρα εορτών Και επιδόματα αδείας στον αντίδικο είτε στην επικουρική σύνταξη είτε στη πρόσθετη μετεργασιακή παροχή.

Είναι εμφανές ότι, αναφορικά με την επικουρική σύνταξη, η Τράπεζα εφαρμόζει τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις που αφορούν στους κοινωνικοασφαλιστικούς φορείς, εν γένει, και οι οποίες δεν έχουν καταργηθεί έως την άσκηση της ένδικής αγωγής ούτε βεβαίως, έως και σήμερα. Ομοίως, η Τράπεζα της Ελλάδος, ως προς τη πρόσθετη μετεργασιακή παροχή εφαρμόζει τον οικείο Κανονισμό, που προβλέπει τη χορήγηση αυτής σε δωδεκάμηνη βάση, σιωπώντας για το ως άνω επίδικα επιδόματα.

Σύμφωνα, άλλωστε, με το άρθρο 342 ΑΚ ο οφειλέτης δεν γίνεται υπερήμερος εάν η καθυστέρηση οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη, ως τέτοιο γεγονός δε, θεωρείται από την θεωρία και τη νομολογία η πλάνη του οφειλέτη περί την ύπαρξη της οφειλής όταν δεν οφείλεται σε αμέλειά του (Βλ. Λ. Ντάσιος, Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο, Τόμος Ι, σελ. 281, επίσης Δόκα, ΕΕργΔ 60, 1229, Α. Καρακατσάνη — Σ. Γαρδίκα, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 1995, 315 επ„ 342, Σ. Βλαστός, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, τ. ΙΙ, 1994, 1138 - ΑΠ 514/1981 ΕΕργΔ 40, 641 ΕφΑθ 5840/80, ΕΕργΔ 41, 81).

Παρέπεται, επομένως, ότι τόκοι υπερημερίας δεν οφείλονται, άλλως οφείλονται από την επίδοση της αγωγής (13/07/2018) και εφεξής, γιατί είχαμε δικαιολογημένη αμφιβολία για την ύπαρξη της οφειλής μας (άρθρο 342 ΑΚ). Έσφαλε, λοιπόν, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, διαλαμβάνοντας στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης πλημμελείς κρίσεις και απορρίπτοντας σιγήν την καταλυτική της υπερημερίας ένσταση του άρθρου 342 ΑΚ που προέβαλε ενώπιον του αντιδίκου η Τράπεζα της Ελλάδος και για τον λόγο αυτό πρέπει να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση.

Κατόπιν των ανωτέρω, ενώ ορθώς η εκκαλουμένη κατέληξε στην κρίση ότι η συμβατική σχέση της εκκαλούσας ελύθη την 1-3-2012, εσφαλμένα για τους λόγους που αναφέρουμε ανωτέρω δεν απέρριψε την υπό κρίση αγωγή λόγω λύσεως της συμβάσεως την 1-3-2012 χωρίς να προσβληθεί με αγωγή το σχετικό δικαίωμα της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και για το λόγο αυτό η εκκαλουμένη πρέπει να ανακληθεί και να απορρίψει την υπό κρίση Σας αγωγή για το λόγο ότι η χωρήσασα από 1-3-2012 λύση της συμβάσεως εργασίας δεν προσεβλήθη αγωγικώς.

Επειδή η έφεσή μας, που κατατέθηκε αρμόδιο γραμματέα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στις 09-05-2019, είναι νόμιμη βάσιμη και εμπρόθεσμη.

Επειδή με τις παρούσες προτάσεις μας επαναφέρουμε νομίμως και παραδεκτώς όλες τις ενστάσεις και ισχυρισμούς που είχαμε προβάλλει και επικαλεστεί πρωτοδίκως με τις προτάσεις μας.

Επειδή προς απόδειξη των ανωτέρω ισχυρισμών μας προσάγουμε και επικαλούμαστε τα δικόγραφα και έγγραφα που προσκομίσαμε και επικαλεστήκαμε και ενώπιον του a' βαθμού δικαιοδοσίας και συγκεκριμένα:

α) την κρινόμενη από 12/07/2018, με Αριθμό Κατάθεσης Δικογράφου 69043/2016/2018 αγωγή του αντιδίκου μας (σχετικό Ι).

β) Επικυρωμένο αντίγραφο της ίδιας της εκκαλουμένης υπ' αριθμόν 194/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (σχετικό ΙΙ).

γ) Τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά της πρωτοδίκου δίκης

(σχετικό ΙΙΙ).

δ) Τις πρωτοδίκως προβαλλόμενες προτάσεις μας (σχετικό IV) αυτές του αντιδίκου μας αντίστοιχα (σχετικό V).

ε) Την από 07/05/2019 και με Αριθμό Κατάθεσης Δικογράφου 42343/3284/2019 και Αριθμό Προσδιορισμού Δικογράφου 4528/3623/2019 έφεση μας (σχετικό VI).

στ) την στοιχεία 784ΙΝΙ13.Ο5.2Ο19 Έκθεση της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς, Σταυρούλας Μανωλάκου, από την οποία προκύπτει η επίδοση της κρινόμενης εφέσεώς μας προς την πληρεξουσία δικηγόρο του αντιδίκου μας, Γεωργία Φιλιπποπούλου (σχετικό VII).

ζ) Τα σχετικά αποδεικτικά έγγραφα, τα οποία προσκομίσαμε και επικαλεστήκαμε ενώπιον του Δικαστηρίου του πρώτου βαθμού και από τα οποία αποδεικνύεται το νόμω και ουσία βάσιμο των αγωγικών ισχυρισμών μας με αριθμούς 1 έως 10 τα οποία αναλύονται στις κατατεθείσες προτάσεις μας και ειδικώτερα:

1.   Την από 12/07/2018 και με γενικό αριθμό κατάθεσης 69043/2018 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 2016/2018, αγωγή των αντιδίκων κατά της Τράπεζας της Ελλάδος (ΣΧΕΤΙΚΟ 1),

2.   Την υπ' αριθμ. 5/07.01.2009 απόφαση περί απονομής κύριας σύνταξης (ΣΧΕΤΙΚΟ 6Α), την από 26.09.2018 Βεβαίωση περί απονομής μηνιαίου μικτού ποσ0ύ  παροχής (ΣΧΕΤΙΚΟ) την υπ' αριθμ. 649/27.05.2009 απόφαση περί απονομής επικουρικής σύνταξης-μερίσματος (ΣΧΕΤΙΚΟ 6Γ) στον αντίδικο, Ανδρουλάκη Νικόλαο,

3.   Τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας των ετών 1948 (ΣΧΕΤΙΚΟ 7Α) και 1951 (ΣΧΕΤΙΚΟ 7Β),

4.   Τον Κανονισμό του Ειδικού Λογαριασμού με την επωνυμία «Πρόγραμμα Πρόσθετων Μετεργασιακών Παροχών» (ΣΧΕΤΙΚΟ 8Α), τον Κανονισμό του Μετοχικού Ταμείου Υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος (ΣΧΕΤΙΚΟ 8Β) και το Καταστατικό της Τράπεζας της Ελλάδος (ΣΧΕΤΙΚΟ 8Γ),

5.   Τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφάλισης και του Γενικού Συμβουλίου της ΤτΕ της 25/6/2013 (ΣΧΕΤΙΚΟ 9),

6.

Την από 19/12/2016 απόφαση του Γενικού Συμβουλίου της Τράπεζας με θέμα την «Επέκταση της δυνατότητας συμμετοχής στον Ειδικό Λογαριασμό με την επωνυμία «Πρόγρομμα Πρόσθετων Μετεργασιακών Παροχών» (το «Πρόγραμμα») και στους ασφαλισμένους της Τράπεζας με χρόνο πρώτης ασφάλισης μετά την 01/01/1993, έγκριση της σχετικής από 15.12.2016 απόφασης της Διαχειριστικής Επιτροπής του Προγράμματος και παροχή εξουσιοδότησης προς την Εκτελεστική Επιτροπή» (ΣΧΕΤΙΚΟ 10).

Επειδή ανταπεδείχθη η ουσιαστική και νομική βασιμότητα των ισχυρισμών μας.

ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΛOΓOΥΣ

ΖΗΤΟΥΜΕ

-                      Να γίνει δεκτή η κρινομένη έφεσή μας.

-                      Να γίνουν δεκτές οι παρούσες προτάσεις μας, ενστάσεις και ισχυρισμοί μας .

 Να απορριφθούν οι προτάσεις, ενστάσεις και εν γένει ισχυρισμοί του αντιδίκου μας.

-                      Να ακυρωθεί/εξαφανισθεί, για τους αναφερόμενους στο παρόν δικόγραφο, η εκκαλουμένη υπ' αριθμ. 194/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Διαδικασία Εργατικών Διαφορών) κατά τα κεφάλαια/παραδοχές που έκανε δεκτή την από 12/07/2018, με Αριθμό Κατάθεσης Δικογράφου 69043/2016/2018 αγωγή εις βάρος μας, επί τω τέλει, όπως απορριφθεί ολοκληρωτικά η ένδικη αγωγή του αντιδίκου, άλλως να μεταρρυθμιστεί.

-                      Να καταδικαστεί o αντίδικος στην εν γένει δικαστική μας δαπάνη αλλά και στην αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου μας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Αθήνα, 3-01-2020

 

 

Ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου