Το πρωί της μαύρης Πρωτομαγιάς του 1944 ο 19χρονος Παπαδογιαννάκης και όλοι οι γείτονες ξεσηκώθηκαν από φωνές και κλάματα. Ανηφόρισαν μέχρι έξω απ’ τον περίβολο του Μετοχιού και παρακολούθησαν από μακριά –είδαν, άκουσαν, θρήνησαν– την εκτέλεση των 200 κομμουνιστών από τους Γερμανούς στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Το οπτικό τους πεδίο ήταν ελεύθερο, το σημείο βρισκόταν ψηλά, με ελάχιστα ενδιάμεσα σπίτια.
Τη δραματική μαρτυρία του για τη θυσία την κατέγραψε την ίδια μέρα στο ημερολόγιό του. Ο επίσης αυτόπτης μάρτυρας μικρότερος αδελφός του, ο γιατρός Νίκος Παπαδογιαννάκης (1929-2003), το εξέδωσε το 1995, με τίτλο «Το Ημερολόγιο Κατοχής του Γιώργου Παπαδογιαννάκη». Οικογενειακή έκδοση, δεν έλαβε ευρεία δημοσιότητα.
Από τις 5 Απριλίου 1941 μέχρι τις 13 Οκτωβρίου 1944 ο Παπαδογιαννάκης ιχνηλατεί τον Γολγοθά για την επιβίωση και το αίμα. Αλλά και τον μικρόκοσμο των σπιτιών, τις παρέες του που αγαπούσαν τη λογοτεχνία και τις πνευματικές αναζητήσεις, την επιδημία εξανθηματικού τύφου που οδήγησε το 1943 τις Αρχές Κατοχής να διατάξουν η Ανάσταση «να γίνει στις 7.00 το πρωί της Κυριακής του Πάσχα» (σας θυμίζει κάτι;).
Ο Παπαδογιαννάκης δεν ήταν αριστερός. Στο Παγκράτι, τον Βύρωνα και την Καισαριανή υπήρχαν ισχυροί πυρήνες του ΕΛΑΣ και της ΕΠΟΝ, ενώ αλώνιζαν και τα Τάγματα Ασφαλείας με τους διαβόητους αδελφούς Παπαγεωργίου – γνωστά αυτά. Αυτό που δεν είναι τόσο γνωστό είναι ότι ομάδες εφήβων της περιοχής, κοινωνικά συντηρητικών, θρησκευόμενων, ανήσυχων νέων, δραστηριοποιούνταν σε πολιτιστικούς ομίλους, σε βραχύβια μαθητικά περιοδικά και στα Κατηχητικά των τοπικών ενοριών. Σε μη ένοπλες δράσεις, με λυτρωτικό, ενίοτε αντιστασιακό χαρακτήρα.
Ο ίδιος είχε πρόσβαση σε ασφράγιστο ραδιόφωνο, η εύρεσή του σήμαινε εκτέλεση επιτόπου. Όχι μόνο κατέγραφε ειδήσεις στο Ημερολόγιο, αλλά συμμετείχε σε μυστικές συναντήσεις με συμμαθητές, έφτιαχναν χειρόγραφα Δελτία Πληροφοριών με τα πολεμικά νέα όπως τα άκουγαν από τη συμμαχική προπαγάνδα. Το σούρουπο τα άφηναν σιωπηλοί σε διάφορα σημεία του Παγκρατίου, να τα βρουν οι περαστικοί το πρωί.
Μικρός ονειρευόταν να γίνει μητροπολίτης. Σπούδασε Νομικά, αργότερα σταδιοδρόμησε στην Τράπεζα της Ελλάδος, έκανε οικογένεια. Έφυγε αδόκητα νωρίς, μόλις 49 ετών. Και ποτέ δεν ξέχασε την Πρωτομαγιά που αντίκρισε τους 200 Έλληνες –δεν τους αποκαλεί κομμουνιστές, ενώ ήταν, και το ήξερε– να θυσιάζονται γενναιόψυχα για μιαν αυγή που δεν φαινόταν ακόμα να χαράζει.
Δευτέρα 1 Μαΐου 1944
«Μέχρι το βράδυ κλαίαμε όλοι μας»
«Πρωτομαγιά του ’44. Μεγάλη θλίψη επικρατεί. Σήμερα τουφεκίζονται 200 Ελληνες διότι αντάρτες σκότωσαν έναν Γερμανό στρατηγό. Η ακρίβεια είναι εξωφρενική. Γράφω μόνο ότι η λίρα είναι 43.000.000 δραχμές και το λάδι 3.800.000. Το πρωί κάθησα μέσα.
Δεν πρόφτασα να αποτελειώσω την παραπάνω φράση και ακούω μπαταριά πυροβολισμών και φωνές ότι τουφεκίζονται στο Σκοπευτήριο οι 200. Αρχισα να τρέμω. Ντύνομαι γρήγορα και βγαίνω στην Ανάληψη. Πολύς κόσμος έχει μαζευτεί και παρακολουθεί την εκτέλεση, το θέαμα είναι τραγικό. Ο κόσμος κλαίει ενώ από μακριά διακρίνομεν 20-20 να τους στήνουν και ύστερα τον θόρυβον του πολυβόλου μαζί με τις φωνές «Ζήτω» και «Άδικα». Μία ώρα σχεδόν βάσταξε η εκτέλεση.
Σε μια στιγμή μία γερμανική περίπολος ήλθε από πίσω μας και μας έψαξαν
μήπως και παίρναμε φωτογραφία. Ησαν όλοι μεγάλης ηλικίας Γερμανοί
στρατιώτες. Κατόπιν γυρίσαμε στο σπίτι και αρχίσαμεν να κλαίομεν όλοι
στο χολ, ενώ η καμπάνα της Αναλήψεως χτυπούσε πένθιμα. Μέχρι το βράδυ
κλαίαμε σχεδόν όλοι μας. Κάνει και κρύο. Την σημερινή μέρα θα την
θυμάμαι σ’ όλη μου τη ζωή.
Είμαι τόσο τρομοκρατημένος ώστε να κλαίω
συνέχεια.
».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου