Γνωμοδότηση Α. Ματθαίου (σε συνεργασία με Αλέξη Μητρόπουλο).
Η συμβατότητα του νέου θεσμικού πλαισίου ασφάλισης των υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος μετά την ψήφιση του Ν. 3655/08 με διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος.
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ
Η συμβατότητα του νέου θεσμικού πλαισίου ασφάλισης των υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος μετά την ψήφιση του Ν. 3655/08 με διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος
…………………………………………………………………………….
Τέθηκαν υπόψη μας από το Σύλλογο Συνταξιούχων της Τράπεζας της Ελλάδος τα παρακάτω ερωτήματα:
ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ
1. Είναι εφαρμόσιμες οι ρυθμίσεις του Ν. 3655/08 για την ασφάλιση των υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος και την συνταξιοδότηση των συνταξιούχων της ή έρχονται σε σύγκρουση με διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος;
2. Σε περίπτωση που εντοπίζονται ζητήματα σύγκρουσης με κανόνες υπερνομοθετικής ισχύος, ποιες είναι οι ενδεδειγμένες ενέργειες για την κατοχύρωση της ασφαλιστικής αυτοτέλειας του Ταμείου των εργαζομένων στην Τράπεζα της Ελλάδος;
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
1. Το θεσμικό πλαίσιο ασφάλισης των υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος και συνταξιοδότησης των συνταξιούχων της 1.1. Εισαγωγικά στοιχεία Η Τράπεζα της Ελλάδας (εφεξής Τ.Ε.) αποτελεί φορέα του δημόσιου τομέα που λειτουργεί με την μορφή ανώνυμης εταιρείας, ασκώντας δημόσιες λειτουργίες στα πεδία της νομισματικής και πιστωτικής πολιτικής είναι μάλιστα το κλασσικό παράδειγμα διφυούς νομικού προσώπου. Στο πλαίσιο των εσωτερικών της λειτουργιών, εξασφαλίζει στο προσωπικό της (διευθυντές και υπάλληλοι) ένα σύνθετο πλέγμα συνταξιοδοτικών παροχών μέσω του Ταμείου Συντάξεων του Προσωπικού της Τραπέζης της Ελλάδος (εφεξής ΤΣΠ-ΤΕ), το οποίο χρηματοδοτείται εξ ολοκλήρου από τον προϋπολογισμό της ΤΕ με βάση το ιδιαίτερο καθεστώς αυτοτέλειάς της. Το ΤΣΠ-ΤΕ δεν τελεί σε οποιαδήποτε διοικητική ή χρηματοδοτική σχέση με τους δημόσιους φορείς κοινωνικής ασφάλισης και επομένως αποτελεί ειδικό ταμείο με αυτοτελές θεσμικό, επιχειρησιακό και οργανωτικό καθεστώς. Πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα ότι με το άρθρο 18, του Ν. 3193/2003 επιβεβαιώθηκε ότι η καταβολή της σύνταξης στο προσωπικό της αποτελεί καταστατική υποχρέωση της Τράπεζας, βάσει των άρθρων 38 και 71 του Καταστατικού της. Συγκεκριμένα, η εν λόγω διάταξη, ερμηνεύοντας αυθεντικά την υποχρέωση αυτή, όρισε ότι «η Τράπεζα της Ελλάδος εξακολουθεί να διασφαλίζει στο ακέραιο με κάθε πρόσφορο τρόπο τη βιωσιμότητα των οικείων Ασφαλιστικών Ταμείων … και τις ασφαλιστικές παροχές προς το προσωπικό της όπως αυτές καταβάλλονται σύμφωνα με τα Καταστατικά των Ταμείων και την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία» και ότι κατ΄ εξαίρεση από την προαναφερθείσα πρόβλεψη συγχώνευσης των Ταμείων των λοιπών τραπεζών, «τα Ταμεία του προσωπικού της Τράπεζας της Ελλάδος λειτουργούν με την υφιστάμενη νομική μορφή τους και παραμένουν αυτοτελή…» 1.2. Το νέο καθεστώς του Ν. 3655/ 2008 Το Υπουργείο Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας προώθησε στις αρχές του 2008 διαδικασίες παρέμβασης στο πεδίο της δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης, συμπληρώνοντας προηγούμενες αποσπασματικές απόπειρες εκσυγχρονισμού του ασφαλιστικού συστήματος (βλ. ιδίως τους Νόμους 1902/1990, 2084/1992, 3029/2002, 3371/2005 και 3518/2006). Οι διαδικασίες αυτές επικυρώθηκαν - παρά την έλλειψη μίας συστηματικής στρατηγικής κοινωνικής διαβούλευσης, όπως επισημαίνεται χαρακτηριστικά στην υπ’ αρ. 194/18.3.2008 Γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής Ελλάδας - νομοθετικά με την έκδοση του Ν. 3655/2008 (ΦΕΚ Α΄ 258/3.4.2008) «Διοικητική και οργανωτική μεταρρύθμιση του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης και λοιπές ασφαλιστικές διατάξεις». Παρά τον φιλόδοξο τίτλο του, το συγκεκριμένο νομοθέτημα δεν καλύπτει όλους τους οργανωτικούς άξονες του Ελληνικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, καθώς δεν περιλαμβάνει ρυθμίσεις για σημαντικούς φορείς, όπως ο Ο.Γ.Α., ο Ο.Α.Ε.Δ. και οι οργανισμοί κύριας ασφάλισης των δημοσίων / στρατιωτικών υπαλλήλων. Επομένως, δεν αποτελεί -παρά τις σχετικές αναφορές της Αιτιολογικής του Έκθεσης - θεσμικό μηχανισμό «οριζόντιου χαρακτήρα» που θα καλύπτει το σύνολο των εργαζομένων στην Ελληνική επικράτεια, αλλά αντιστοιχεί σε εργαλείο στοχευμένης παρέμβασης στα ασφαλιστικά καθεστώτα των μισθωτών, των ελεύθερων και των ανεξάρτητων επαγγελματιών. Ο Ν. 3655/2008 περιλαμβάνει 154 άρθρα, κατανεμημένα σε δύο Μέρη και 16 Κεφάλαια. Το ΜΕΡΟΣ Α΄ φέρει το γενικό τίτλο «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ» και αποτελείται από 13 Κεφάλαια (άρθρα 1-139), που αφορούν ενοποιήσεις ταμείων ή εντάξεις φορέων και κλάδων σε ήδη υφιστάμενους ασφαλιστικούς οργανισμούς. Όπως επισημαίνει η Αιτιολογική Έκθεση, με τις διατάξεις αυτές περιορίζεται σημαντικά ο αριθμός ασφαλιστικών φορέων και κλάδων, ώστε από τους 133 ασφαλιστικούς φορείς που εποπτεύονται από το Υπουργείο Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας να προκύπτουν συνολικά 13 φορείς, εκ των οποίων 5 είναι φορείς κύριας ασφάλισης, 6 φορείς παρέχουν επικουρική ασφάλιση και 2 είναι φορείς πρόνοιας (εφ άπαξ παροχές). Οι φορείς αυτοί είναι οι εξής: (α) ΦΟΡΕΙΣ ΚΥΡΙΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΙΚΑ-ΕΤΑΜ (Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων- Ενιαίο ταμείο ασφάλισης μισθωτών) ΟΑΕΕ (Οργανισμός Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών) ΕΤΑΑ (Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολούμενων) ΕΤΑΠ-ΜΜΕ (Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Προσωπικού Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης) (β) ΦΟΡΕΙΣ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΤΕΑΜ (Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών) ΤΕΑΙΤ (Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Ιδιωτικού Τομέα) ΤΑΥΤΕΚΩ (Ταμείο Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας) ΤΕΑΔΥ (Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Δημοσίων Υπαλλήλων) ΤΕΑΠΑΣΑ (Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Πρόνοιας Απασχολούμενων στα Σώματα Ασφαλείας) ΕΤΑΤ (Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων) (γ) ΦΟΡΕΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΤΑΠΙΤ (Ταμείο Πρόνοιας Ιδιωτικού Τομέα) ΤΠΔΥ (Ταμείο Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων). 1.3. Η επίδραση του Ν. 3655/2008 στο πλαίσιο ασφάλισης των υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος και συνταξιοδότησης των συνταξιούχων της Το άρθρο 1 του Ν. 3655 /2008 εισάγει ένα καινούριο θεσμικό πλαίσιο για την ασφάλιση των υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος και την συνταξιοδότηση των συνταξιούχων της, καθώς προβλέπει ότι «από την 1η του τέταρτου μήνα μετά το μήνα δημοσίευσης του νόμου, το Ταμείο Συντάξεων Προσωπικού ΗΣΑΠ (ΤΣΠ - ΗΣΑΠ), το Ταμείο Συντάξεων του Προσωπικού της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος (ΤΣΠ-ΕΤΕ) και το Ταμείο Συντάξεων Προσωπικού της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤΣΠ- ΤΕ), καθώς και οι κλάδοι σύνταξης του Ταμείου Ασφάλισης Προσωπικού Ασφαλιστικής Εταιρείας "Η ΕΘΝΙΚΗ" (ΤΑΠΑΕ-Ε), του Ταμείου Ασφάλισης Προσωπικού ΟΤΕ (ΤΑΠ-ΟΤΕ) και του Ταμείου Ασφάλισης Προσωπικού ΕΤΒΑ (ΤΑΠ-ΕΤΒΑ) εντάσσονται στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ–ΕΤΑΜ». Παράλληλα, το άρθρο 2 ρυθμίζει κρίσιμα ζητήματα του προσωπικού και υλικού πεδίου του ΤΣΠ–ΤΕ, προβλέποντας ότι: (α) Από της εντάξεως του ΤΣΠ–ΤΕ στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ– ΕΤΑΜ, όσοι προσλαμβάνονται στην Τράπεζα της Ελλάδος (διευθυντές και υπάλληλοι) υπάγονται υποχρεωτικά και αυτοδίκαια στην ασφάλιση του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και διέπονται από τη νομοθεσία του. (β) Οι ασφαλισμένοι του ΤΣΠ–ΤΕ υπάγονται στην ασφάλιση του ΙΚΑ- ΕΤΑΜ και εξακολουθούν να διέπονται, ως προς τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης και τον τρόπο υπολογισμού της σύνταξης, από τις διατάξεις της νομοθεσίας του ΤΣΠ–ΤΕ, όπως ισχύουν με τις γενικές διατάξεις νόμων και τις διατάξεις του νόμου αυτού. (γ) Εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις του ΤΣΠ–ΤΕ συνεχίζονται από το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ χωρίς να επέρχεται διακοπή δίκης. Δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται ισχύουν έναντι του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. (δ) Οι προβλεπόμενες ασφαλιστικές εισφορές εργοδότη, τα έσοδα από κοινωνικούς πόρους, οι πρόσοδοι περιουσίας, η απόδοση των κεφαλαίων και των αποθεματικών, καθώς και κάθε άλλο έσοδο του ΤΣΠ–ΤΕ μεταφέρονται και θεωρούνται πόροι του IKA–ETAM. (ε) Η εργοδότρια Τράπεζα της Ελλάδος καταβάλλει ετησίως και για δεκαπέντε χρόνια στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ποσό ίσο με το ύψος του ελλείμματος του ΤΣΠ–ΤΕ, όπως αυτό είχε προσδιοριστεί την 31.12.1992 (είκοσι τρία εκατομμύρια ευρώ. Η απόδοση του ποσού κάθε έτους θα γίνεται εντός του μηνός Δεκεμβρίου αρχής γενομένης από το 2009. (στ) Το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού του ΤΣΠ–ΤΕ καθώς και η κινητή και ακίνητη περιουσία του περιέρχονται από την ημερομηνία ένταξης στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ως καθολικό διάδοχό του, χωρίς την καταβολή φόρου, τέλους ή δικαιώματος υπέρ του Δημοσίου, οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων. (ζ) Εντός εξαμήνου από την ένταξη του ΤΣΠ–ΤΕ στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ–ΕΤΑΜ, συντάσσεται ειδική οικονομική μελέτη, που προκηρύσσεται και ανατίθεται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών. Εάν διαπιστωθούν ελλείμματα, το κράτος αναλαμβάνει την κάλυψή τους. (η) Χρόνος ασφάλισης που έχει διανυθεί σε άλλο φορέα κύριας ασφάλισης πλην ΙΚΑ-ΕΤΑΜ συνυπολογίζεται στο χρόνο ασφάλισης του ΤΣΠ–ΤΕ κατά τις διατάξεις περί διαδοχικής ασφάλισης. 2. Η αξιολόγηση του νέου θεσμικού πλαισίου ασφάλισης των υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος και συνταξιοδότησης των συνταξιούχων της Η συστηματική αξιολόγηση του νέου θεσμικού πλαισίου ασφάλισης των υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος και συνταξιοδότησης των συνταξιούχων της επιβάλλει την διερεύνηση της συμβατότητας των κρίσιμων διατάξεων του Ν. 3655/2008 με υπέρτερες πηγές εθνικού (Σύνταγμα) και υπερεθνικού (Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο, Πολυμερείς Διεθνείς Συμβάσεις) χαρακτήρα. 2.1. Η συμβατότητα με τους Συνταγματικούς κανόνες Ως προκαταρκτικές παρατηρήσεις πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Με τις διατάξεις αυτές παρατηρούμε ότι η υποχρέωση της T.E. να διασφαλίζει σε κάθε περίπτωση την καταβολή των παροχών σύμφωνα με το άρθρο 18 Ν. 3193/2003 και τα άρθρα και τα άρθρα 38 και 71 του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος περιορίζεται νομοθετικά σε υποχρέωση της να καλύψει με άτοκες δόσεις το έλλειμμα που υπήρχε το 1992 και όχι το έλλειμμα που υπάρχει την στιγμή της ένταξης. Στην εισηγητική έκθεση του νόμου δεν αιτιολογείται καθόλου η επιλογή του έτους 1992 Εξάλλου δεν υπάρχει καμιά ειδική και συγκεκριμένη αναφορά στην οικονομική κατάσταση του κάθε εντασσόμενου Ταμείου πλην του Τ.Α.Π.-Ο.Τ.Ε.. Περαιτέρω η διάταξη στο σημείο που αναφέρει ότι «οι εργοδότριες Τράπεζες, Τράπεζα της Ελλάδος και Εθνική καταβάλλουν ετησίως και για δεκαπέντε χρόνια στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ποσό ίσο με το ύψος του ελλείμματος του ΤΣΠ-ΤΕ και του ΤΣΠ-ΕΤΕ, όπως αυτό είχε προσδιοριστεί την 31.12.1992 και το οποίο για την Τράπεζα της Ελλάδος ανέρχεται στο ποσό των είκοσι τριών εκατομμυρίων ευρώ (23.000.000,00 ΕΥΡΩ) ………………» είναι ασαφής, καθώς δεν διευκρινίζεται αν με τον όρο «έλλειμμα» εννοείται το ταμειακό έλλειμμα της χρήσης του 1992 ή το αναλογιστικό έλλειμμα όπως θα ήταν το ορθόδοξο. Πέραν αυτού η ρύθμιση ότι «Αν διαπιστωθούν ελλείμματα, το κράτος αναλαμβάνει την κάλυψή τους.» είναι ιδιαίτερα ασαφής. Ειδικότερα δεν αναφέρεται ότι το κράτος καλύπτει τα ελλείμματα αλλά ότι «αναλαμβάνει την κάλυψη τους», διάταξη που χρήζει ερμηνείας αν υπονοεί την καταβολή χρηματικού ποσού ή αφήνει περιθώρια για τμηματικές άτοκες καταβολές ή «καταβολή μέσω ομολόγων» ή παροχή εγγυήσεων αντί χρημάτων κ.λ.π. Τα κρίσιμα νομικά ζητήματα που απορρέουν από το περιεχόμενο της σχετικής νομοθετικής παρέμβασης (Ν. 3655/2008) εντοπίζονται ως εξής: • Δικαιολογείται η συγκεκριμένη νομοθετική παρέμβαση από λόγους δημοσίου συμφέροντος σε συνδυασμό με την συνταγματική αρχή της αναλογικότητας; • Προσβάλλονται ή απειλούνται δικαιώματα και προσδοκίες των υπαλλήλων και συνταξιούχων της Τράπεζας της Ελλάδος σε επαρκείς και βιώσιμες ασφαλιστικές παροχές; (α) Η ανάλυση των άρθρων 1 - 2 του Ν. 3655/2008 και η διερεύνηση των αντίστοιχων αναφορών της Αιτιολογικής Έκθεσης οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η κρίσιμη νομοθετική παρέμβαση δεν τεκμηριώνει λόγους δημοσίου συμφέροντος και δεν στηρίζεται στα αποτελέσματα μίας διαδικασίας κοινωνικής διαβούλευσης που θα αξιοποιούσε τα πορίσματα αντικειμενικών μελετών και αναλύσεων. Συγκεκριμένα, η Αιτιολογική Έκθεση δεν εξειδικεύει τα εσωτερικά κριτήρια επιλογής των προτεινομένων παρεμβάσεων, καθώς δεν συνοδεύεται από ένα Επιχειρησιακό Σχέδιο του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας για την μεταρρύθμιση του καθεστώτος του ΤΣΠ–ΤΕ, το οποίο θα τεκμηρίωνε την σκοπιμότητα των μέτρων και θα αξιολογούσε την συμβολή τους στην προώθηση αντίστοιχων προτεραιοτήτων. Ανακύπτει, επομένως, ένα έλλειμμα επιχειρησιακής τεκμηρίωσης ως προς την αποτελεσματικότητα/αποδοτικότητα των παρεμβάσεων, που δεν καλύπτει την ανάγκη προώθησης μόνο σύμφωνων με την αρχή της αναλογικότητας και το δημόσιο συμφέρον νομοθετικών παρεμβάσεων στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης. Δηλαδή, δεν τεκμηριώνονται βάσιμοι λόγοι δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι να επιβάλλουν την παρέμβαση του νομοθέτη με την εφαρμογή του άρθρου 1 του Ν. 3655/2008, δεδομένου ότι οποιαδήποτε δεσμευτική ρύθμιση των κοινωνικών δικαιωμάτων (όπως το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση) συναρτάται ευθέως και αμέσως με τη συνταγματική νομιμότητα και δεν μπορεί να νομιμοποιείται με αόριστες αναφορές στην προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και την προαγωγή της κοινωνικής ασφάλισης. (β) Η επικείμενη εφαρμογή των άρθρων 1 - 2 του Ν. 3655/2008 θα επηρεάσει έμμεσα δικαιώματα και προσδοκίες των υπαλλήλων και συνταξιούχων της Τράπεζας της Ελλάδος σε επαρκείς και βιώσιμες ασφαλιστικές παροχές, καθώς η ένταξη του ΤΣΠ–ΤΕ στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ–ΕΤΑΜ επιδρά στο οργανωτικό και χρηματοδοτικό πλαίσιο των παροχών σύμφωνα ιδίως με τις παρ. 1, 4 και 5 του άρθρου 2 του Ν. 3655/2008. Η φύση της επίδρασης θεωρείται δευτερογενούς χαρακτήρα, καθώς ρητώς με την παρ. 1 του άρθρου 2 του Ν. 3655/2008 οι ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι του φορέα θα εξακολουθούν να διέπονται ως προς τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης και τον τρόπο υπολογισμού της σύνταξης, από τις διατάξεις της νομοθεσίας του ΤΣΠ– ΤΕ. Όμως, η εκτεταμένη παρέμβαση του νομοθέτη οδηγεί σε ουσιαστική αλλοίωση του καθεστώτος του ΤΣΠ–ΤΕ. Άμεσα επηρεάζονται οι διαδικαστικές προϋποθέσεις απονομής των παροχών. Η αναγκαιότητα της παρέμβασης σε σχέση με την αρχή της αναλογικότητας και την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος δεν μπορεί να προσδιορισθεί στο παρόν στάδιο, καθώς ο νομοθέτης δεν επέλεξε να τεκμηριώσει εκ των προτέρων την παρέμβασή του με αναλογιστική μελέτη, αλλά παραπέμπει το ζήτημα στην εκπόνηση οικονομικής μελέτης που προβλέπεται εντός εξαμήνου (!) από την ένταξη σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 2 του Ν. 3655/ 2008. Στην προκείμενη περίπτωση προκύπτουν ζητήματα νομικού ενδιαφέροντος ως προς την προσβολή του κοινωνικού δικαιώματος κοινωνικής ασφάλισης, ιδίως με τη μορφή του δικαιώματος σε επαρκείς και βιώσιμες ασφαλιστικές παροχές. Το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση εξειδικεύεται με βάση την έννοια και το περιεχόμενο των κοινωνικών δικαιωμάτων γενικά (θεμελιώδη δικαιώματα με αντικείμενο την υποχρέωση του κράτους να προβαίνει σε θετικές ενέργειες, παροχές ή υπηρεσίες). Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται η εργασία, η προστασία της οικογένειας και της μητρότητας, η κατοχύρωση της κοινωνικής ασφάλισης και πρόνοιας, η προστασία της υγείας, της παιδείας, της κατοικίας, και του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος. Η δυσκολία υποταγής των κοινωνικών αξιώσεων σε νομικές μορφές, η διαφιλονικούμενη αγωγιμότητά τους, η αμφισβήτηση του παρεμβατικού ρόλου του δικαστή κατά την ερμηνεία και συγκεκριμενοποίησή τους ήταν τα εφαλτήρια για την διατύπωση της θεωρίας του κοινωνικού κεκτημένου, ως σταθεροποιητικής ενός συσχετισμού δυνάμεων που επικυρώθηκε με τη θέσπιση των αντίστοιχων κοινωνικών διατάξεων . Η διερεύνηση της νομολογίας των ελληνικών δικαστηρίων οδηγεί στο συμπέρασμα της υιοθέτησης ενός «πραγματιστικού μοντέλου» για το περιεχόμενο του κοινωνικού κεκτημένου, το οποίο εξυπηρετεί περισσότερο την κοινωνική αποτελεσματικότητα και λιγότερο τη δογματική καθαρότητα . Τα σχετικά νομολογιακά πορίσματα με αφορμή υποθέσεις προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων καταλήγουν στις ακόλουθες διαπιστώσεις : • Μη αμφισβήτηση του κανονιστικού χαρακτήρα των κοινωνικών δικαιωμάτων • Πρόσδοση αντικειμενικής διάστασης στα κοινωνικά δικαιώματα ως υποχρέωση του νομοθέτη χωρίς αντίστοιχο δικαίωμα των πολιτών (κατευθυντήριες γραμμές, εντολές, θεμελιώδεις κρατικοί σκοποί, συνταγματικά προστατευόμενες κρατικές αξίες) • Ευρεία διακριτική εξουσία του νομοθέτη κατά την συγκεκριμενοποίηση των κοινωνικών δικαιωμάτων, ως προς τον προσδιορισμό του είδους και την έκταση της παροχής • Χρήση συγκεκριμένων συνταγματικών ρυθμίσεων ως ερμηνευτικών εργαλείων για ορθότερη κατανόηση της κοινής νομοθεσίας • Δέσμευση της διοίκησης κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας, ώστε οι επιλογές της να πραγματώνουν καλύτερα τα δικαιώματα των άρθρων 21-24 Σ (ευθεία υποχρέωση λήψης θετικών μέτρων, αποχή από έκδοση δυσμενών πράξεων). Αναγνωρίζεται επομένως στον κοινό νομοθέτη μία ευρεία διακριτική ευχέρεια για τη διάπλαση των μηχανισμών προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων, που βρίσκει χαρακτηριστικό πεδίο εφαρμογής στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης (άρθρο 22 παρ. 5 Σ). Η «χαλαρή», όμως, προσέγγιση του κοινωνικού κεκτημένου δεν μπορεί να αποτελέσει αφετηρία για προσβολή δικαιωμάτων και προσδοκιών των υπαλλήλων και συνταξιούχων της Τράπεζας της Ελλάδος σε επαρκείς και βιώσιμες ασφαλιστικές παροχές, καθώς ναι μεν η συνταγματική διάταξη δεν επιβάλλει περιορισμούς ως προς τον τρόπο οργάνωσης και διοίκησης των νομικών προσώπων που θα καταστούν φορείς της κοινωνικής ασφάλισης (τέτοια δέσμευση του κοινού νομοθέτη δεν απορρέει ούτε από το πνεύμα του Συντάγματος ούτε από την αρχή του Κοινωνικού Κράτους) αλλά μόνο υπό το πρίσμα μη προσβολής του σκληρού πυρήνα του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση, που ανακύπτει στην συγκεκριμένη περίπτωση από την διαδικασία και τους όρους ένταξης του ΤΣΠ–ΤΕ στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ–ΕΤΑΜ. Όσον αφορά ειδικά την σχέση του νέου νομοθετικού πλαισίου με την συνταγματική αρχή της αναλογικότητας πρέπει να γίνουν κάποιες γενικές επισημάνσεις. Όσον αφορά την αρχή της αναλογικότητας, αυτή αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση του κράτους δικαίου . Σύμφωνα με την αρχή αυτή σε συνδυασμό και με το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της εργασίας οι περιορισμοί που επιβάλλονται στα δικαιώματα του ιδιώτη πρέπει να είναι οι απολύτως αναγκαίοι για την εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου σκοπού και όχι επαχθέστεροι από ότι είναι απολύτως απαραίτητο ((Σ.Τ.Ε. 2112/84-Σ.Τ.Ε. 4051/90). Η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει «… όταν θεσπίζεται ένα δυσμενές μέτρο σε βάρος μιας κατηγορίας προσώπων που συνεπάγεται την εξαίρεσή τους από ένα ευμενή γενικότερο κανόνα δικαίου, να χρησιμοποιούνται κριτήρια αντικειμενικά που να δικαιολογούνται από λόγους δημοσίου συμφέροντος» (Ελ.Σ. Τμ.ΙΙ 283/2000 και Ελ.Σ. Ολομ. 1492/2002). Τα επαχθή δε μέτρα που προβλέπονται και επιβάλλονται πρέπει να είναι «…μόνο τα αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και να τελούν σε άμεση συνάφεια όχι μόνο προς αυτόν τούτον τον επιδιωκόμενο σκοπό, αλλά και προς το αντικείμενο της ρύθμισης». Η ίδια νομολογία επεξηγεί τέλος, ότι πρέπει τα επιβαλλόμενα μέτρα «… αφενός να είναι κατάλληλα ώστε να επιφέρουν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα και αφετέρου να είναι και τα απόλυτα αναγκαία, με την έννοια ότι για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου δημοσίου σκοπού δεν ήταν δυνατή η επιλογή ενός άλλου εξίσου αποτελεσματικού, αλλά λιγότερου επαχθούς μέτρου». Από αυτή τη σκοπιά πρέπει να επισημάνουμε κατ’ αρχήν το γεγονός ότι της ψήφισης του νόμου δεν προηγήθηκε αναλογιστική μελέτη, αν και κατά τη ρητή πρόβλεψη του άρθρου 71 παρ. 3 Ν. 2084/92 «αναλογιστικές μελέτες καταρτίζονται και σε κάθε άλλη περίπτωση που καθίσταται αναγκαία η μεταβολή των όρων χρηματοδότησης και παροχών των φορέων κοινωνικής ασφάλισης» (βλ. σχετ. ΣΤΕ Πρακτικό Επεξεργασίας 119/96, Ε.Δ.Κ.Α 1996, σελ. 366) και επομένως δεν τεκμηριώνεται η εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και ο σεβασμός της αρχής της αναλογικότητας. Η υποχρέωση εκπόνησης προηγούμενης αναλογιστικής μελέτης που παραβιάστηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της θεσμικής εγγύησης της κοινωνικής ασφάλισης που κατοχυρώνεται στο 22 παρ.5 Σ. Επομένως, η νομοθετική αυτή πρωτοβουλία και μάλιστα εξαιρετικά μεγάλης έκτασης που λήφθηκε με το Ν. 3655/08 χωρίς καμία αναλογιστική μελέτη είναι αντίθετη στη διάταξη δημοσίας τάξεως του άρθρου 71 παρ. 3 Ν. 2084/92 η οποία υλοποιεί τη συνταγματική διάταξη του άρθρου 22 παρ. 4 Σ. και είναι ανεπίδεκτη κατάργησης ή παράκαμψης με νεότερο νόμο (βλ. ΣΤΕ ο.π.) και ως τέτοια είναι ανεφάρμοστη. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι επίσης ότι ο νόμος είναι αντίθετος στο Σύνταγμα στο βαθμό που αντί να προβλέπει έστω εκ των υστέρων αναλογιστικές μελέτες (όρος που είναι συγκεκριμένος και γνωστός στην επιστήμη των αναλογιστικών μαθηματικών) αποφεύγει (για δεύτερη φορά στην πρόσφατη νομοθετική ιστορία) τον όρο «αναλογιστικές μελέτες» και χρησιμοποιεί τον αόριστο και χωρίς συγκεκριμένο επιστημονικό περιεχόμενο όρο «οικονομικές μελέτες», ενώ και η εξουσιοδότηση που προβλέπει ο παραπάνω νόμος στον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών για την ανάθεση των οικονομικών μελετών είναι άκυρη ως αντικείμενη στο Σύνταγμα καθώς δεν ορίζει ούτε πότε πρέπει να εκδοθεί η απόφαση του Υπουργού, ούτε ελάχιστες προδιαγραφές για τους φορείς ή τα άτομα που θα επιλεγούν για την εκπόνηση της ειδικής οικονομικής μελέτης, ούτε τα κριτήρια και τη διαδικασία επιλογής τους ούτε και τον τρόπο αξιολόγησης των όποιων πορισμάτων της μελέτης, αλλά αφήνει το σύνολο των ρυθμιστέων θεμάτων στη διακριτική ευχέρεια του Υπουργού κατά υποκατάσταση της Βουλής. Κατά τη γνώμη μας δεν είναι συνταγματικά ανεκτή η παροχή τόσο ευρείας εξουσιοδότησης στον Υπουργό Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας χωρίς καν ένα γενικό ρυθμιστικό πλαίσιο. (Βλ. σχετ. Σ.Τ.Ε. 1737/2006- Σ.Τ.Ε. 3889/2005). 2.2. Η συμβατότητα με το Δίκαιο και τις Πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2.2.1. Η συμβατότητα με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο Κοινωνικής Ασφάλειας και την Ευρωπαϊκή Στρατηγική για τις Συντάξεις Οι ρυθμιστικές παρεμβάσεις της Ένωσης στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης προωθούνται από το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο μέσω των μηχανισμών του Ευρωπαϊκού Δικαίου Κοινωνικής Ασφάλειας, επιδρώντας στη διαμόρφωση των προσανατολισμών και –σε συγκεκριμένες περιπτώσεις– του περιεχομένου των εθνικών πολιτικών. Συγκεκριμένα, η κοινωνική νομοθεσία της Ένωσης ρυθμίζει μέσω δεσμευτικών παρεμβάσεων τις οικονομικά προσανατολισμένες λειτουργίες των εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης. Οι ειδικές αρμοδιότητες της Ένωσης αφορούν το συντονισμό των εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας και την εναρμόνισή τους σε θέματα φύλου (ισότητα μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών). Οι υφιστάμενες αρμοδιότητες προσανατολίζονται στην ενδυνάμωση της ανάπτυξης της Εσωτερικής Αγοράς (όπου θα διασφαλίζεται η ελεύθερη διακίνηση αγαθών, ανθρώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίου) και τη διασφάλιση της εφαρμογής των αρχών της ελευθερίας του ανταγωνισμού. Οι ελευθερίες της εσωτερικής Ενιαίας Αγοράς και το δίκαιο του ανταγωνισμού υπερισχύουν κάθε αντίθετης εθνικής διάταξης και δημιουργούν άμεσες υποχρεώσεις στα Κράτη Μέλη. Συνεπώς, τα εθνικά συστήματα κοινωνικής ασφάλειας, εκτός από την εφαρμογή των αρχών συντονισμού που προβλέπονται στους σχετικούς Κανονισμούς και την εναρμόνισή τους με τις αντίστοιχες Οδηγίες , επηρεάζονται άμεσα από το «Οικονομικό Δίκαιο» της Κοινότητας, στην περίπτωση που κάποιες ρυθμίσεις τους υπαχθούν στο πεδίο εφαρμογής του Δικαίου του Ανταγωνισμού ή της Ενιαίας Αγοράς. Η κύρια συνέπεια της σχετικής εφαρμογής του Κοινοτικού δικαίου είναι η απορύθμιση των εθνικών συστημάτων, καθώς η βασική επιδίωξη του οικονομικού δικαίου της Ένωσης είναι η αποδυνάμωση των παραγόντων εκείνων που δυσχεραίνουν την ελεύθερη διακίνηση και η προώθηση του ελεύθερου ανταγωνισμού. Οι παρεμβάσεις της Ένωσης για την άσκηση της συντρέχουσας αρμοδιότητάς της στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης ενισχύθηκαν επιχειρησιακά μετά την πανηγυρική υιοθέτηση της Ανοικτής Μεθόδου Συντονισμού (Α.Μ.Σ.), που επιδιώκει την προώθηση του συντονισμού των εθνικών πολιτικών χωρίς τη χρήση νομικά δεσμευτικών μηχανισμών, περιλαμβάνοντας τεχνικές παρακολούθησης και αξιολόγησης των εθνικών δράσεων και προσεγγίζεται ως ‘διαδικασία μάθησης για όλους’ που σέβεται την εθνική ποικιλομορφία και αξιοποιεί καλές πρακτικές και εμπειρίες . Η διαδικασία της Α.Μ.Σ. στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης επικεντρώνεται στο θεματικό επίπεδο των συνταξιοδοτικών πολιτικών με αρχική βάση την Ανακοίνωση της Επιτροπής «Συντονισμένη Στρατηγική για τον Εκσυγχρονισμό της Κοινωνικής Προστασίας» , όπου η ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των Κρατών Μελών για την εξασφάλιση της επάρκειας και βιωσιμότητας των συντάξεων αναδεικνύεται σε μία από τις τέσσερις κύριες προτεραιότητες κοινωνικής δράσης της Ένωσης. Στη συνέχεια το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Γκeτεμποργκ υιοθέτησε τρεις γενικές αρχές για τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας των συνταξιοδοτικών συστημάτων , οι οποίες συγκροτούν από μεθοδολογική άποψη το πρώτο πλέγμα κοινών στόχων της Ένωσης για τα εθνικά συνταξιοδοτικά συστήματα: διασφάλιση της ικανότητας των συνταξιοδοτικών συστημάτων να εκπληρώνουν τους κοινωνικούς τους στόχους, εξασφάλιση της οικονομικής τους βιωσιμότητας και ανταπόκρισή τους στις μεταβαλλόμενες οικονομικές και κοινωνικοπολιτικές συνθήκες. Η ανάπτυξη της Α.Μ.Σ. στο επίπεδο των συντάξεων στηρίχθηκε σε κοινές επιδιώξεις των εθνικών συστημάτων, που υιοθετήθηκαν στο Συμβούλιο Κορυφής του Λάακεν (Δεκέμβριος του 2001). Πρόκειται για έντεκα στρατηγικές προτεραιότητες δράσης που αντιστοιχούν στις αρχές της επάρκειας των συντάξεων, της οικονομικής βιωσιμότητας των συνταξιοδοτικών συστημάτων και του εκσυγχρονισμού τους, ώστε να ανταποκρίνονται στις νέες συνθήκες της οικονομίας, της κοινωνίας και των ατόμων. Οι προτεραιότητες αυτές αντανακλούν ουσιαστικά τις διαφορετικές προσεγγίσεις – τόσο σε επίπεδο οργάνων της Ένωσης όσο και σε επίπεδο Κρατών Μελών – για το ρόλο και τη λειτουργία των συνταξιοδοτικών πολιτικών, περιέχοντας στοχεύσεις κοινωνικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης μέσω των συστημάτων του πρώτου πυλώνα αλλά και επιδιώξεις ενίσχυσης ατομικών επιλογών μικρο - οικονομικής φύσης μέσω των συστημάτων του δεύτερου και τρίτου πυλώνα.
Οι έντεκα προτεραιότητες / στόχοι που υιοθετήθηκαν με βάση την κοινή Έκθεση της Επιτροπής Κοινωνικής Προστασίας και της Επιτροπής Οικονομικής Πολιτικής «Ποιότητα και βιωσιμότητα των συντάξεων – Έκθεση για τους στόχους και τις μεθόδους εργασίας στον τομέα των συντάξεων» του Νοεμβρίου 2001 περιγράφονται συνοπτικά στον ακόλουθο Πίνακα.
ΠΙΝΑΚΑΣ 1. Στόχοι της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για τις Συντάξεις
Στόχος 1: Πρόληψη του κοινωνικού αποκλεισμού – προώθηση της ένταξης Ο στόχος αυτός επικεντρώνεται στις κοινωνικές διαστάσεις των συνταξιοδοτικών πολιτικών που αντιστοιχούν στην εξασφάλιση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης για κάθε ηλικιωμένο και την προώθηση της συμμετοχής τους στον οικονομικό και κοινωνικό ιστό της χώρας τους
Στόχος 2: Εξασφάλιση επαρκούς βιοτικού επιπέδου μετά τη συνταξιοδότηση Ο στόχος αυτός αντιστοιχεί σε μία κατευθυντήρια γραμμή θεσμικού χαρακτήρα προς τα Κράτη Μέλη, καθώς υιοθετεί τη νομική προσέγγιση περί συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και αντανακλά το βασικό στόχο των παροχών κοινωνικής ασφάλειας σε περίπτωση εμφάνισης κοινωνικών κινδύνων, όπως το γήρας: πρόκειται για τη διατήρηση ενός βιοτικού επιπέδου που δεν θα αποκλίνει σημαντικά από τις συνθήκες διαβίωσης του ηλικιωμένου πριν τη συνταξιοδότησή του
Στόχος 3: Προώθηση της αλληλεγγύης Ο στόχος αυτός αντιστοιχεί στην αρχή της ασφαλιστικής αλληλεγγύης μεταξύ των γενεών αλλά και μεταξύ των ασφαλισμένων που απασχολούνται κατά τη διάρκεια μιας ενιαίας ασφαλιστικής περιόδου
Στόχος 4: Αύξηση των ποσοστών απασχόλησης Ο στόχος αυτός προσανατολίζεται στη σύνδεση μεταξύ των πολιτικών απασχόλησης και κοινωνικής ασφάλισης, ώστε να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που απορρέουν από τις δημογραφικές εξελίξεις και την παράταση της οικονομικής ύφεσης στο εσωτερικό της Κοινότητας
Στόχος 5: Παράταση του επαγγελματικού βίου – Κίνητρα συμμετοχής Ο στόχος αυτός κατευθύνεται ουσιαστικά στην παροχή κινήτρων για την παράταση του επαγγελματικού βίου και τον περιορισμό των πολιτικών πρόωρης συνταξιοδότησης
Στόχος 6: Εξασφάλιση βιώσιμων συντάξεων στο πλαίσιο ενός γενικότερου σταθερού μακροοικονομικού περιβάλλοντος Ο στόχος αυτός εισάγει τις δεσμεύσεις που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε οποιαδήποτε απόπειρα μεταρρύθμισης των εθνικών συνταξιοδοτικών πολιτικών (δεσμεύσεις μακροοικονομικού χαρακτήρα, οι οποίες απορρέουν τόσο από τους Γενικούς Προσανατολισμούς των Οικονομικών Πολιτικών όσο και από το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης)
Στόχος 7: Αναπροσαρμογή των παροχών και των εισφορών με ισόρροπο τρόπο μεταξύ των γενεών Ο στόχος αυτός επιβάλλει την εισαγωγή μηχανισμών τυποποίησης και χρηματοδότησης των συνταξιοδοτικών παροχών που δεν θα προσβάλλουν τις εργαζόμενες γενεές σε όφελος των συνταξιούχων
Στόχος 8: Εξασφάλιση επαρκών και οικονομικά υγιών ιδιωτικών συντάξεων Ο στόχος αυτός κατευθύνεται στην ανάδειξη του ρόλου των συστημάτων του δεύτερου και του τρίτου πυλώνα, επιβάλλοντας τη ρύθμιση της λειτουργίας τους για την κατοχύρωση των παροχών που χορηγούν Στόχος 8: Εξασφάλιση επαρκών και οικονομικά υγιών ιδιωτικών συντάξεων Ο στόχος αυτός κατευθύνεται στην ανάδειξη του ρόλου των συστημάτων του δεύτερου και του τρίτου πυλώνα, επιβάλλοντας τη ρύθμιση της λειτουργίας τους για την κατοχύρωση των παροχών που χορηγούν
Στόχος 9: Προσαρμογή σε περισσότερο ευέλικτα πρότυπα απασχόλησης και σταδιοδρομίας Ο στόχος αυτός αντιστοιχεί στην αναγκαιότητα προσαρμογής των εθνικών συστημάτων σε νέες προκλήσεις ή ακόμα και κινδύνους που συνδέονται με τις ευέλικτες μορφές εργασίας, την εσωτερική και διασυνοριακή κινητικότητα των εργαζομένων και την αύξηση της αυτοαπασχόλησης
Στόχος 10: Προώθηση της ίσης μεταχείρισης μεταξύ γυναικών και αντρών Ο στόχος αυτός επιβάλλει την προσαρμογή των συνταξιοδοτικών νομοθετικών και κανονιστικών ρυθμίσεων στο κοινοτικό κεκτημένο που ήδη έχει παγιωθεί στον τομέα της ισότητας των φύλων
Στόχος 11: Εξασφάλιση της διαφάνειας στη λειτουργία των συνταξιοδοτικών συστημάτων Ο στόχος αυτός κατευθύνεται στην ενίσχυση της νομιμοποίησης των συνταξιοδοτικών πολιτικών απέναντι σε κάθε ενδιαφερόμενο πολίτη ή κοινωνικο-επαγγελματική ομάδα, που επηρεάζεται από τις μεταρρυθμίσεις των ασφαλιστικών συστημάτων
Η ανάλυση των άρθρων 1 - 2 του Ν. 3655 / 2008 και η διερεύνηση των αντίστοιχων αναφορών της Αιτιολογικής Έκθεσης οδηγούν στα ακόλουθα συμπεράσματα:
α) Η ένταξη του ΤΣΠ – ΤΕ στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ δεν δημιουργεί ζητήματα συμβατότητας με τον Κανονισμό (ΕΚ) 883/2004 της 29ης Απριλίου 2004 για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, την Οδηγία 79/7 ΕΟΚ του Συμβουλίου περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης και την Οδηγία 86/613 ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με την αρχή της ίσης μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών που ασκούν αυτόνομη δραστηριότητα καθώς και σχετικά με την προστασία της μητρότητας.
β) Η ένταξη του ΤΣΠ – ΤΕ στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ δεν ικανοποιεί τον Στόχο 11 της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για τις Συντάξεις και επηρεάζει αρνητικά την προώθηση του Στόχου 6, καθώς η ενοποίηση ασφαλιστικών φορέων και κλάδων χωρίς συγκεκριμένα κριτήρια, όρους και προϋποθέσεις δεν μπορεί να εξασφαλίσει οικονομίες κλίμακας, δυνατότητα ουσιαστικού ελέγχου και εποπτείας, μείωση του διοικητικού και λειτουργικού κόστους και βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών προς τους ασφαλισμένους και συνταξιούχους του ΤΣΠ – ΤΕ. 2.2.2. Η συμβατότητα με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο στο πεδίο της Οικονομικής Πολιτικής Η Τράπεζα της Ελλάδας οργανώνεται και λειτουργεί με βάση κανόνες υπερνομοθετικής ισχύος (Πρωτόκολλο της Γενεύης της 15.9.1927), που ενσωματώθηκαν στην Ελληνική έννομη τάξη με το Ν. 3424/1927. Παράλληλα, από την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, το θεσμικό πλαίσιο της ΤΕ και συνακόλουθα το καθεστώς του Ταμείου Συντάξεων του Προσωπικού της επηρεάζονται άμεσα από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο περί των Κεντρικών Τραπεζών των Κρατών Μελών της Ένωσης, όπως αυτό εντοπίζεται στο πρωτογενές (Άρθρα 101-111 της Συνθήκης) και εξειδικεύεται στο παράγωγο (Κανονισμός ΕΚ 3603/93 και Απόφαση 98/415/ΕΚ του Συμβουλίου) Δίκαιο της Ένωσης. Το υπερνομοθετικό πλαίσιο λειτουργίας της Τράπεζας της Ελλάδας έχει παγιώσει ένα δυναμικό κεκτημένο αυτοτέλειας του Ταμείου Συντάξεων του Προσωπικού της, το οποίο μπορεί να ρυθμισθεί από υποκείμενες πηγές δικαίου (εθνική νομοθεσία) υπό ορισμένες συγκεκριμένες προϋποθέσεις: η σκοπιμότητα της εθνικής ρύθμισης επιβάλλεται από βάσιμους λόγους δημοσίου συμφέροντος που δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν με κανένα άλλο μέσο το περιεχόμενο της εθνικής ρύθμισης δεν προσβάλλει το καθεστώς αυτοτέλειας αλλά το ενισχύει τα αρμόδια υπερεθνικά όργανα και η ίδια η διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδας συμμετέχουν στις διαδικασίες διαβούλευσης για την φύση και το περιεχόμενο της εθνικής ρύθμισης. Και οι τρεις αυτές προϋποθέσεις δεν πληρούνται στην περίπτωση των παρεμβάσεων του Ν. 3655/2008, καθώς η φιλοσοφία και το περιεχόμενο των άρθρων 1 - 2 του Ν. 3655/2008 όχι μόνο δεν τεκμηριώνονται σε βάσιμους λόγους δημοσίου συμφέροντος αλλά καταργούν πλήρως το ειδικό καθεστώς επιχειρησιακής, οργανωτικής και χρηματοδοτικής αυτοτέλειας του ΤΣΠ-ΤΕ, αμβλύνοντας άμεσα την ανεξαρτησία της ΤΕ και επηρεάζοντας αναίτια την αυτονομία του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών που κατοχυρώνεται ρητά στην Συνθήκη περί Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς την σύμφωνη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Τράπεζας της Ελλάδας. Το καθεστώς που εισάγει η ένταξη του ΤΣΠ–ΤΕ στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ–ΕΤΑΜ μετατρέπει ουσιαστικά έναν θεσμό εγγύησης της ανεξαρτησίας της ΤΕ σε εθνικό μηχανισμό άσκησης κοινωνικο¬ασφαλιστικής πολιτικής, αφού το ΙΚΑ–ΕΤΑΜ αποτελεί τον κύριο φορέα του Ελληνικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Η μετατροπή αυτή αντίκειται σαφώς στο κρίσιμο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Δικαίου που διέπει ζητήματα λειτουργίας των Κεντρικών Τραπεζών των Κρατών Μελών της Ένωσης, καθώς επιχειρείται με διατάξεις που δεν πληρούν τις παραπάνω συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Ειδικότερα: (α) Η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 2 του Ν. 3655 / 2008 αντίκειται στο Άρθρο 108 της Συνθήκης, που ρητώς απαγορεύει στις εθνικές κυβερνήσεις των Κρατών Μελών να προωθούν δεσμευτικές παρεμβάσεις στην οργάνωση και λειτουργία των Κεντρικών τους Τραπεζών. (β) Η διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 2 του Ν. 3655 / 2008 αντίκειται στο Άρθρο 101 παρ. 1 της Συνθήκης, που ρητώς απαγορεύει τις υπεραναλήψεις ή οποιουδήποτε άλλου είδους πιστωτικές διευκολύνσεις από τις Κεντρικές Τράπεζες των Κρατών Μελών προς ………………… άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου (όπως το ΙΚΑ–ΕΤΑΜ) ή δημόσιες επιχειρήσεις των Κρατών Μελών. Η απαγόρευση αυτή είναι απόλυτη και αμβλύνεται μόνο σε περίπτωση επίκλησης της ρήτρας του άρθρου 101 παρ. 2 της Συνθήκης, που δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στην Τράπεζα της Ελλάδας. (γ) Η διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 2 του Ν. 3655/2008 αντίκειται στο Άρθρο 1 παρ. 1 του Κανονισμού ΕΚ 3603/93, που ρητώς απαγορεύει κάθε χρηματοδότηση υποχρεώσεων του δημόσιου τομέα έναντι τρίτων από τις Κεντρικές Τράπεζες των Κρατών Μελών. Με τη διάταξη αυτή θεσπίζεται σαφώς υποχρέωση άμεσης χρηματοδότησης οργανισμού δημοσίου δικαίου (του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ) από την ΤΕ για την εκπλήρωση υποχρεώσεων του έναντι τρίτων (ιδίως των συνταξιούχων του ΤΣΠ-ΤΕ). (δ) Η διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 6 του Ν. 3655/2008 αντίκειται στο Άρθρο 108 της Συνθήκης, που ρητώς απαγορεύει στις εθνικές κυβερνήσεις των Κρατών Μελών να προωθούν δεσμευτικές παρεμβάσεις στην οργάνωση και λειτουργία των Κεντρικών τους Τραπεζών. (ε) Οι διατάξεις των άρθρων 1 - 2 του Ν. 3655/2008 αντίκεινται στο Άρθρο 105 παρ. 4 της Συνθήκης, που ρητώς επιβάλλει την υποχρέωση να λαμβάνεται υπόψη από τον εθνικό νομοθέτη η Γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για κάθε σχέδιο νομοθετικής διάταξης που εμπίπτει στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της . (στ) Οι διατάξεις των άρθρων 1 - 2 του Ν. 3655/2008 αντίκεινται στην Απόφαση 98/415/ΕΚ του Συμβουλίου, που ρητώς επιβάλλει την υποχρέωση προηγούμενης διαβούλευσης των εθνικών κυβερνήσεων με τις Κεντρικές τους Τράπεζες για κάθε τροποποίηση, ανάκληση ή κατάργηση διατάξεων που αφορούν το καθεστώς οργάνωσης και λειτουργίας τους. 2.4. Η συμβατότητα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Η ένταξη του ΤΣΠ–ΤΕ στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ–ΕΤΑΜ επηρεάζει άμεσα τις διαδικαστικές προϋποθέσεις θεμελίωσης του δικαιώματος σε συνταξιοδοτικές παροχές των εργαζομένων στην Τράπεζα της Ελλάδας, ενώ επιδρά στις διαδικασίες χορήγησης των παροχών προς τους ασφαλισμένους που έχουν ήδη θεμελιώσει αντίστοιχο δικαίωμα (συνταξιούχοι του ΤΣΠ–ΤΕ). Όπως προκύπτει από την ερμηνεία των άρθρων 2 και 5 του Ν. 3655/2008, η επίδραση αυτή είναι de facto αρνητική, αφού το ΤΣΠ–ΤΕ μετατρέπεται από ειδικό ταμείο με αυτοτελές θεσμικό, επιχειρησιακό και οργανωτικό καθεστώς σε έναν κλάδο συντάξεων του ΙΚΑ–ΕΤΑΜ χωρίς να έχει προηγηθεί κάποια ειδική μελέτη, με αποτέλεσμα να αποκλείεται εκ των άλλων η δυνατότητα συμμετοχής των εργαζομένων και των συνταξιούχων στην λήψη αποφάσεων. Θίγονται, έτσι, όχι μόνο οι προσδοκίες των εργαζομένων στην Τράπεζα της Ελλάδας, αλλά και τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των συνταξιούχων του ΤΣΠ–ΤΕ, καθώς εξαιτίας της ιδιαίτερης φύσης του, το δικαίωμα σε σύνταξη δεν εξαρτάται μόνο από τους όρους και τις προϋποθέσεις θεμελίωσής του, αλλά και από τις διαδικασίες χορήγησής του (διάρκεια ελέγχου αιτημάτων, ενημέρωση ασφαλισμένων, διαφάνεια, κλπ.), όπως χαρακτηριστικά επιβεβαιώνεται από τη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων και αναγνωρίζεται πανηγυρικά από τον Στόχο 11 της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για τις Συντάξεις. Η αναγνώριση της βλαπτικής επίδρασης που θα επιφέρει η ένταξη του ΤΣΠ–ΤΕ στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ–ΕΤΑΜ δημιουργεί μία θεμελιώδη διαφορά ασφαλιστικής φύσης, αναδεικνύοντας τα ακόλουθα κύρια ζητήματα: Μπορεί η συγκεκριμένη διαφορά να υπαχθεί στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) ή αποκλείεται επειδή δεν αντιστοιχεί σε "δικαιώματα και υποχρεώσεις αστικής φύσης" που καλύπτονται από τη διάταξη; Μπορεί η συγκεκριμένη διαφορά να υπαχθεί στους όρους και περιορισμούς που απορρέουν από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.; Η ανάλυση της νομολογίας των οργάνων της Ε.Σ.Δ.Α. οδηγεί στις εξής διαπιστώσεις: α) Οι διαφορές κοινωνικής ασφάλισης εμπίπτουν στην έννοια των δικαιωμάτων αστικής φύσης, στα οποία εφαρμόζεται το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ για την παροχή έννομης προστασίας. Υιοθετείται μάλιστα μία διευρυμένη προσέγγιση της έννοιας της "διαφοράς", στην οποία υπάγονται τόσο διαφορές που αφορούν τις διαδικασίες καταβολής ή τον προσδιορισμό του ύψους των παροχών (Feldbrugge, v. Netherlands της 29.5.1986, Α/99, Salesi V. Italy της 26.2.1993, Schuler - Zgraggen v. Switzerland, Α/263), όσο και διαφορές που αφορούν την επιβολή ασφαλιστικών εισφορών (Schouten, Meldrum v. Netherlands της 9.12.1994). Επομένως, η σχετική νομολογία εντάσσει στο προστατευτικό πεδίο του δικαιώματος σε κοινωνική ασφάλιση και τις διαδικαστικές προϋποθέσεις θεμελίωσης του δικαιώματος ή/και χορήγησης των παροχών. β) Οι απαιτήσεις για λήψη παροχών κοινωνικής ασφάλισης εμπίπτουν στην έννοια της ιδιοκτησίας που προστατεύεται σύμφωνα με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. Η ερμηνεία των άρθρων 1-2 του Ν. 3655/2008 αναφορικά με την ένταξη του ΤΣΠ – ΤΕ στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ υπό το πρίσμα των διατάξεων υπερνομοθετικής ισχύος της ΕΣΔΑ οδηγεί στα ακόλουθα βασικά συμπεράσματα: (α) Τα ασφαλιστικά δικαιώματα των συνταξιούχων του ΤΣΠ – ΤΕ αποτελούν κεκτημένα περιουσιακά δικαιώματα που θίγονται ως προς τις διαδικαστικές προϋποθέσεις χορήγησής τους από την κατάργηση του αυτοτελούς θεσμικού, επιχειρησιακού και οργανωτικού καθεστώτος του ΤΣΠ – ΤΕ. (β) Η προσβολή των κεκτημένων δικαιωμάτων των συνταξιούχων του ΤΣΠ – ΤΕ δεν στηρίζεται σε βάσιμους λόγους δημόσιου συμφέροντος, ώστε να δικαιολογείται η επιβολή νομοθετικών περιορισμών στην ιδιοκτησία για λόγους δημόσιου συμφέροντος σύμφωνα με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. (γ) Ο νομοθέτης δεν έλαβε υπόψη τις δεσμεύσεις που απορρέουν από το περιεχόμενο της ΕΣΔΑ στην επιχειρούμενη διαδικασία εκσυγχρονισμού ή εξορθολογισμού του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, προσβάλλοντας την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των συνταξιούχων του ΤΣΠ – ΤΕ απέναντι στην «προληπτική» λειτουργία των υπερεθνικών τεχνικών προστασίας των κεκτημένων δικαιωμάτων τους. Σημειώνεται συναφώς ότι η Ε.Σ.Δ.Α έχει όχι απλώς υπερνομοθετική, αλλά και υπερσυνταγματική ισχύ, καθώς μετά τη ρητή παραπομπή σε αυτήν του άρθρου ΣΤ παρ. 2 της Συνθήκης του Μαάστριχτ έχει καταστεί τμήμα του κοινοτικού δικαίου (βλ. σχετ. Σ.Τ.Ε. 249/97, Ε.Δ.Κ.Α. 1997, σελ. 78 επίσης. την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) Στραν κατά Ελληνικής Δημοκρατίας Α` 301 σ. 84, καθώς και Ρ. van Dijk -G.J.H. van Ηοοf: Theory and Practice of the Εurοpean Convention on Human Rights, The Hague 1998, σελ. 622 επ.) 2.5. Η συμβατότητα με την Διεθνή Σύμβαση Εργασίας Νο. 102 για τα ελάχιστα όρια κοινωνικής ασφάλειας Η ένταξη του ΤΣΠ–ΤΕ στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ–ΕΤΑΜ επηρεάζει άμεσα τις διαδικασίες διαχείρισης και παρακολούθησης των δραστηριοτήτων του, καθώς θεσπίζεται ένα νέο σύστημα οργάνωσης που αποκλείει την συμμετοχή των άμεσα ενδιαφερομένων (συνταξιούχοι). Οι εκπρόσωποι των συνταξιούχων δεν συμμετέχουν στα αντιπροσωπευτικά όργανα διοίκησης του ΙΚΑ–ΕΤΑΜ, με αποτέλεσμα να προσβάλλεται η καθιερωμένη αρχή της αντιπροσωπευτικότητας στην διοίκηση των ασφαλιστικών φορέων. Παράλληλα, η ένταξη του ΤΣΠ–ΤΕ στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ–ΕΤΑΜ συνοδεύεται από την άρση του αυτοτελούς θεσμικού, επιχειρησιακού και οργανωτικού καθεστώτος του ΤΣΠ–ΤΕ, χωρίς να έχει προηγηθεί καμία σχετική αντικειμενική τεκμηρίωση, καθώς ο Ν. 3655/ 2008 δεν συνοδεύεται από ένα Επιχειρησιακό Σχέδιο του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας για την μεταρρύθμιση του καθεστώτος του ΤΣΠ–ΤΕ, το οποίο θα τεκμηρίωνε την σκοπιμότητα των μέτρων και θα αξιολογούσε την συμβολή τους στην προώθηση αντίστοιχων προτεραιοτήτων. Η αναγνώριση της σχετικής βλαπτικής επίδρασης που θα επιφέρει η ένταξη του ΤΣΠ–ΤΕ στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ–ΕΤΑΜ δημιουργεί και πάλι μία θεμελιώδη διαφορά ασφαλιστικής φύσης, αναδεικνύοντας τα ακόλουθα κύρια ζητήματα: Μπορεί η συγκεκριμένη διαφορά να υπαχθεί στο πεδίο εφαρμογής της Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας Νο. 102 για τα ελάχιστα όρια κοινωνικής ασφάλειας; Παραβιάζουν οι ρυθμίσεις του Ν. 3655/2008 συγκεκριμένες δεσμευτικές διατάξεις της Σύμβασης; Ποιες νομικές συνέπειες δημιουργούνται από μία πιθανή παραβίαση σε επίπεδο εθνικής έννομης τάξης; α) Η Σύμβαση 102 για τα ελάχιστα όρια κοινωνικής ασφάλειας υιοθετήθηκε από τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας (Δ.Ο.Ε.) στις 28 Ιουνίου 1952 κατά τη διάρκεια της 35ης Διεθνούς Συνόδου). Η θέσπισή της θεωρείται ότι εγκαινίασε μια νέα περίοδο στην ιστορία της Δ.Ο.Ε., καθώς τυποποίησε τους κανόνες προηγούμενων μηχανισμών στον τομέα της κοινωνικής ασφάλειας σε ένα ενιαίο σύστημα που αφορά την ασφαλιστική κάλυψη όλου του πληθυσμού . Η Σύμβαση επικεντρώνεται στην κάλυψη των παραδοσιακών ασφαλιστικών κινδύνων και προβλέπει τις διαδικασίες προστασίας συγκεκριμένων κατηγοριών ασφαλισμένων μέσω της χορήγησης των αντίστοιχων παροχών. Οι κίνδυνοι που καλύπτονται είναι: – η ασθένεια – η ανεργία – το γήρας – το εργατικό ατύχημα και η επαγγελματική ασθένεια – η ανατροφή των τέκνων – η μητρότητα – η αναπηρία – ο θάνατος του προστάτη της οικογένειας. Για όλους αυτούς τους κινδύνους, ο Κώδικας προβλέπει ρητώς στο Μέρος XIII τέσσερις διαδικαστικές προϋποθέσεις, που αντιστοιχούν σε υποχρεώσεις των Συμβαλλομένων Μερών: υποχρέωση ορθολογικής χορήγησης των παροχών (άρθρο 71 παρ. 3) υποχρέωση εκπόνησης αναλογιστικών μελετών και υπολογισμών πριν από οποιαδήποτε τροποποίηση των ασφαλιστικών παροχών (άρθρο 71 παρ. 3) υποχρέωση συμμετοχής στην διοίκηση των ασφαλιστικών φορέων αντιπροσώπων των προστατευομένων προσώπων (άρθρο 72 παρ. 1) υποχρέωση ορθολογικής διοίκησης των ασφαλιστικών φορέων (άρθρο 72 παρ. 2). β) Και οι τέσσερις αυτές υποχρεώσεις παραβιάζονται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 5 του Ν. 3655/2008. Επομένως, οι κρίσιμες διατάξεις του Ν. 3655/2008 έρχονται σε ευθεία και άμεση σύγκρουση με τους κανόνες μίας πολυμερούς Διεθνούς Σύμβασης. γ) Η Σύμβαση Νο. 102 για τα ελάχιστα όρια κοινωνικής ασφάλειας επικυρώθηκε από την Ελλάδα τον Ιούνιο του 1955 (Ν. 3251/55). Από τότε αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της εσωτερικής έννομης τάξης. Η πράξη επικύρωσης αναγνώρισε την εφαρμογή τόσο του Μέρους V (αναφέρεται στις παροχές γήρατος), όσο και του Μέρος XIII (κοινές διατάξεις). Επομένως, τα κρίσιμα άρθρα 71 και 72 εφαρμόζονται άμεσα στις διαφορές παροχών γήρατος. Η ερμηνεία των άρθρων 1, 2 και 5 του Ν. 3655/2008 αναφορικά με την ένταξη του ΤΣΠ – ΤΕ στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ υπό το πρίσμα των διατάξεων υπερνομοθετικής ισχύος της Σύμβασης Νο. 102 για τα ελάχιστα όρια κοινωνικής ασφάλειας οδηγεί στα ακόλουθα βασικά συμπεράσματα: (α) Οι υποχρεώσεις των άρθρων 71 και 72 της Σύμβασης παραβιάζονται άμεσα από τις σχετικές διατάξεις του Ν. 3655/2008, επηρεάζοντας αρνητικά τις διαδικαστικές προϋποθέσεις χορήγησης των παροχών γήρατος στους συνταξιούχους του ΤΣΠ – ΤΕ και καταργώντας την συμμετοχή τους στην διοίκηση των ασφαλιστικών φορέων. (β) Ο νομοθέτης δεν έλαβε υπόψη τις δεσμεύσεις που απορρέουν από το περιεχόμενο της Σύμβασης στην επιχειρούμενη διαδικασία εκσυγχρονισμού ή εξορθολογισμού του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, προσβάλλοντας και πάλι την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των συνταξιούχων του ΤΣΠ–ΤΕ απέναντι στην «προληπτική» λειτουργία των υπερεθνικών τεχνικών προστασίας των κεκτημένων δικαιωμάτων τους. 2.6. Η συμβατότητα με τον Ευρωπαϊκό Κώδικα Κοινωνικής Ασφάλειας Η ένταξη του ΤΣΠ–ΤΕ στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ-ΤΑΜ επηρεάζει άμεσα τις διαδικασίες διαχείρισης και παρακολούθησης των δραστηριοτήτων του, καθώς θεσπίζεται ένα νέο σύστημα οργάνωσης που αποκλείει την συμμετοχή των άμεσα ενδιαφερομένων (συνταξιούχοι). Οι εκπρόσωποι των συνταξιούχων δεν συμμετέχουν στα αντιπροσωπευτικά όργανα διοίκησης του ΙΚΑ–ΕΤΑΜ, με αποτέλεσμα να προσβάλλεται η καθιερωμένη αρχή της αντιπροσωπευτικότητας στην διοίκηση των ασφαλιστικών φορέων. Παράλληλα, η ένταξη του ΤΣΠ–ΤΕ στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ συνοδεύεται από την άρση του αυτοτελούς θεσμικού, επιχειρησιακού και οργανωτικού καθεστώτος του ΤΣΠ–ΤΕ, χωρίς να έχει προηγηθεί καμία σχετική αντικειμενική τεκμηρίωση, καθώς ο Ν. 3655/ 2008 δεν συνοδεύεται από ένα Επιχειρησιακό Σχέδιο του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας για την μεταρρύθμιση του καθεστώτος του ΤΣΠ–ΤΕ, το οποίο θα τεκμηρίωνε την σκοπιμότητα των μέτρων και θα αξιολογούσε την συμβολή τους στην προώθηση αντίστοιχων προτεραιοτήτων. Η αναγνώριση της σχετικής βλαπτικής επίδρασης που θα επιφέρει η ένταξη του ΤΣΠ–ΤΕ στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ δημιουργεί και πάλι μία θεμελιώδη διαφορά ασφαλιστικής φύσης, αναδεικνύοντας τα ακόλουθα κύρια ζητήματα: Μπορεί η συγκεκριμένη διαφορά να υπαχθεί στο πεδίο εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Κώδικα Κοινωνικής Ασφάλειας; Παραβιάζουν οι ρυθμίσεις του Ν. 3655/2008 συγκεκριμένες δεσμευτικές διατάξεις του Ευρωπαϊκού Κώδικα Κοινωνικής Ασφάλειας; Ποιες νομικές συνέπειες δημιουργούνται από μία πιθανή παραβίαση σε επίπεδο εθνικής έννομης τάξης; α) Ο Ευρωπαϊκός Κώδικας Κοινωνικής Ασφάλειας (European Code of Social Security) αποτελεί πολυμερή Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης που υπογράφθηκε στο Στρασβούργο στις 16 Απριλίου 1964, αποβλέποντας στην καθιέρωση υψηλότερων επιπέδων ασφαλιστικής προστασίας σε σχέση με την 102 Διεθνή Σύμβαση Εργασίας που αφορά τα ελάχιστα όρια κοινωνικής ασφάλειας. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη επεδίωξαν την κατοχύρωση ελαχίστων ορίων στον τομέα της κοινωνικοασφαλιστικής προστασίας που θα ήταν όμως υψηλότερα από τα αντίστοιχα της 102 Δ.Σ.Ε. Ο Κώδικας καλύπτει όλους τους παραδοσιακούς ασφαλιστικούς κινδύνους, με ιδιαίτερες προβλέψεις για τις κατηγορίες των προστατευόμενων προσώπων και τις παροχές που πρέπει να χορηγούνται για την κάλυψή τους. Η διάκριση των παροχών (Μέρος ΙΙ - Μέρος Χ) στηρίζεται στην τυποποίηση των αντίστοιχων κινδύνων: • Ιατρικές φροντίδες • Επιδόματα ασθενείας • Παροχές ανεργίας • Παροχές γήρατος • Παροχές λόγω εργατικών ατυχημάτων ή επαγγελματικών νόσων • Οικογενειακές παροχές • Παροχές μητρότητας • Παροχές επιζώντων. Για όλους αυτούς τους κινδύνους, ο Κώδικας προβλέπει ρητώς στο Μέρος XII τέσσερις διαδικαστικές προϋποθέσεις, που αντιστοιχούν σε υποχρεώσεις των Συμβαλλομένων Μερών: υποχρέωση ορθολογικής χορήγησης των παροχών (άρθρο 70 παρ. 3) υποχρέωση εκπόνησης αναλογιστικών μελετών και υπολογισμών πριν από οποιαδήποτε τροποποίηση των ασφαλιστικών παροχών (άρθρο 70 παρ. 3) υποχρέωση συμμετοχής στην διοίκηση των ασφαλιστικών φορέων αντιπροσώπων των προστατευομένων προσώπων (άρθρο 71 παρ. 1) υποχρέωση ορθολογικής διοίκησης των ασφαλιστικών φορέων (άρθρο 71 παρ. 2). β) Και οι τέσσερις αυτές υποχρεώσεις παραβιάζονται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 5 του Ν. 3655/2008. Επομένως, οι κρίσιμες διατάξεις του Ν. 3655/2008 έρχονται σε ευθεία και άμεση σύγκρουση με τους κανόνες μίας πολυμερούς Διεθνούς Σύμβασης. γ) Ο Ευρωπαϊκός Κώδικας επικυρώθηκε από την Ελλάδα το Μάρτιο του 1981 (Ν. 1136/81). Από τότε αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της εσωτερικής έννομης τάξης. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της πράξης επικύρωσης είναι ότι δεν αφορά το σύνολο των διατάξεων του Κώδικα. Κάνοντας χρήση της διάταξης του άρθρου 2§1 που επιβάλλει την εφαρμογή έξι τουλάχιστον από τα εννέα Μέρη του ουσιαστικού τμήματος του Κώδικα, η Ελληνική Κυβέρνηση δεν επικύρωσε τα Μέρη IV και VII. Τα Μέρη αυτά αφορούν τις παροχές ανεργίας και τις οικογενειακές παροχές αντίστοιχα. Η πράξη επικύρωσης αναγνώρισε όμως την εφαρμογή τόσο του Μέρους V (αναφέρεται στις παροχές γήρατος), όσο και του Μέρος XII (κοινές διατάξεις). Επομένως, τα κρίσιμα άρθρα 70 και 71 εφαρμόζονται άμεσα στις διαφορές παροχών γήρατος. Η ερμηνεία των άρθρων 1, 2 και 5 του Ν. 3655/2008 αναφορικά με την ένταξη του ΤΣΠ–ΤΕ στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ–ΕΤΑΜ υπό το πρίσμα των διατάξεων υπερνομοθετικής ισχύος του Ευρωπαϊκού Κώδικα Κοινωνικής Ασφάλειας οδηγεί στα ακόλουθα βασικά συμπεράσματα: (α) Οι υποχρεώσεις των άρθρων 70 και 71 του Κώδικα παραβιάζονται άμεσα από τις σχετικές διατάξεις του Ν. 3655/2008, επηρεάζοντας αρνητικά τις διαδικαστικές προϋποθέσεις χορήγησης των παροχών γήρατος στους συνταξιούχους του ΤΣΠ–ΤΕ και καταργώντας την συμμετοχή τους στην διοίκηση των ασφαλιστικών φορέων. (β) Ο νομοθέτης δεν έλαβε υπόψη τις δεσμεύσεις που απορρέουν από το περιεχόμενο του Κώδικα στην επιχειρούμενη διαδικασία εκσυγχρονισμού ή εξορθολογισμού του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, προσβάλλοντας και πάλι την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των συνταξιούχων του ΤΣΠ–ΤΕ απέναντι στην «προληπτική» λειτουργία των υπερεθνικών τεχνικών προστασίας των κεκτημένων δικαιωμάτων τους. Ιδιαίτερα πρέπει να τονιστεί η διάταξη του άρθρου 70 παρ. 3 του Ευρωπαϊκού Κώδικα Κοινωνικής Ασφάλειας που κυρώθηκε με το N 1136/81. Σύμφωνα με τη ρητή ρύθμιση του Ευρωπαϊκού Κώδικα Κοινωνικής Ασφάλειας: «Το συμβαλλόμενον μέρος δέον όπως αναλαμβάνει γενικήν ευθύνην εις ότι αφορά την εξυπηρέτηση των χορηγουμένων παροχών κατ’ εφαρμογήν του παρόντος Κώδικος και όπως αναλαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για προς επίτευξη του σκοπού αυτού. Οφείλει συντρεχούσης περιπτώσεως να εξασφαλίζει ώστε αι μελέται και οι αναγκαίοι αναλογιστικοί υπολογισμοί, οι αφορώντες την οικονομικήν ισορροπία να γίνονται περιοδικώς και εν πάσει περιπτώσει εκ προοιμίου εις πάσαν τροποποίηση των παροχών, του ποσοστού ασφαλιστικών εισφορών και ή των φόρων των διατιθέμενων εις την κάλυψιν των υπόψην κινδύνων» (βλ. ΣΤΕ Πρακτικό Επεξεργασίας 119/96, Ε.Δ.Κ.Α 1996, σελ. 366, Πρακτικό Επεξεργασίας Σ.Τ.Ε. 178/2000 Ε.Δ.Κ.Α 2000, σελ. 364, ). Στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουμε τροποποίηση των όρων χρηματοδότησης χωρίς προηγούμενη αναλογιστική μελέτη και άρα παραβίαση της υποχρέωσης αυτής. 3. Τα πορίσματα της αξιολόγησης του νέου θεσμικού πλαισίου ασφάλισης των υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος και συνταξιοδότησης των συνταξιούχων της Η αξιολόγηση του νέου θεσμικού πλαισίου ασφάλισης των υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος και συνταξιοδότησης των συνταξιούχων της (άρθρα 1, 2 και 5 του Ν. 3655/2008) αποδεικνύει ότι οι σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις προσκρούουν σε διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος, καθώς δεν λαμβάνουν υπόψη αρχές και δεσμεύσεις στο επίπεδο του Συντάγματος, του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Δικαίου και του Διεθνούς Δικαίου Κοινωνικής Ασφάλειας. Παράλληλα, οι σχετικές ρυθμίσεις δεν ικανοποιούν βασικούς Στόχους της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για τις Συντάξεις, που προωθείται από τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο της Ανοικτής Μεθόδου Συντονισμού των εθνικών συνταξιοδοτικών συστημάτων. 4. Ενδεδειγμένες ενέργειες για την κατοχύρωση της ασφαλιστικής αυτοτέλειας του Ταμείου των Εργαζομένων στην Τράπεζα της Ελλάδος Α. ΣΕ ΕΘΝΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ Οι νόμοι δεν προσβάλλονται ευθέως δικαστικά στο ελληνικό δίκαιο, αλλά η συμβατότητα τους με τις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις κρίνεται με αφορμή διοικητικές πράξεις κανονιστικές ή ατομικές που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή του νόμου. Τέτοιες πράξεις μπορεί να είναι: Η τυχόν εκδοθησόμενη διαπιστωτική πράξη του Δ.Σ. του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. περί ένταξης του Ταμείου των Εργαζομένων στην Τράπεζα της Ελλάδος στο Ι.Κ.Α. -Ε.Τ.Α.Μ. Οι Υπουργικές Αποφάσεις που θα εκδοθούν κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 2 παρ. 6 και 8 του νέου νόμου. Οι εξουσιοδοτικές διατάξεις των παραγράφων 6 και 8 έχουν ως εξής: “…….6. Με απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, αν η κινητή και ακίνητη περιουσία των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης από τους οποίους προέρχονται οι εντασσόμενοι κλάδοι δεν είναι κατανεμημένη κατά κλάδους, κατανέμεται κατά την αναλογία του ποσοστού εισφορών, που προβλέπεται για κάθε κλάδο πριν την ένταξή του στο διάδοχο φορέα. 8. Εντός εξαμήνου από την ένταξη, συντάσσεται ειδική οικονομική μελέτη, για κάθε εντασσόμενο κλάδο και Ταμείο, που προκηρύσσεται και ανατίθεται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών. Αν διαπιστωθούν ελλείμματα, το κράτος αναλαμβάνει την κάλυψή τους. ….» Τόσο η διαπιστωτική πράξη που ίσως εκδοθεί από το Δ.Σ. του Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ. όσο και οι Υπουργικές Αποφάσεις μπορούν να προσβληθούν με αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου Της Επικρατείας. Μαζί με την αίτηση ακύρωσης μπορεί να ασκηθεί και αίτηση αναστολής εκτέλεσης μέχρις εκδικάσεως της αίτησης ακύρωσης. Επίσης είναι δυνατόν να υποβληθούν από τους συνταξιούχους η/και ασφαλισμένους αιτήσεις για την εξαίρεση τους από την ασφάλιση του Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ. Μετά την άρνηση της διοίκησης του Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ. η οποία μπορεί να εκδηλωθεί είτε με έγγραφο είτε με την πάροδο τριμήνου χωρίς απάντηση (σιωπηρή άρνηση) μπορεί να ασκηθεί προσφυγή στο Τριμ. Διοικητικό Πρωτοδικείο. Επισημαίνεται πάντως ότι η προσφυγή στο Διοικητικό Πρωτοδικείο δεν συνιστάται μεταξύ άλλων γιατί είναι πολύ αργή διαδικασία. Β. ΣΕ ΥΠΕΡΕΘΝΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ Η κατοχύρωση του αυτοτελούς θεσμικού, επιχειρησιακού και οργανωτικού καθεστώτος του ΤΣΠ – ΤΕ επιβάλλει την κατάργηση του νέου θεσμικού πλαισίου ασφάλισης των υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος και συνταξιοδότησης των συνταξιούχων της (άρθρα 1, 2 και 5 του Ν. 3655/2008), που μπορεί να προωθηθεί με τις ακόλουθες διαδικασίες: (α) Προσβολή των κρίσιμων διατάξεων ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων μετά την έκδοση των πρώτων κανονιστικών διοικητικών πράξεων εφαρμογής τους. (β) Ενημέρωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την παραβίαση του Ευρωπαϊκού Δικαίου περί των Κεντρικών Τραπεζών των Κρατών Μελών της Ένωσης (Άρθρα 101 - 111 της Συνθήκης, Κανονισμός ΕΚ 3603/93 και Απόφαση 98/415/ΕΚ του Συμβουλίου), ώστε να ενεργοποιηθεί η διαδικασία του Άρθρου 228 της Συνθήκης που μπορεί να οδηγήσει στην κατάθεση προσφυγής ενώπιον του ΔΕΚ κατά της Ελληνικής Κυβέρνησης με αίτημα την καταδίκη για παραβίαση του πρωτογενούς και παράγωγου κοινοτικού οικονομικού δικαίου. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί να ζητηθεί, μάλιστα, από το ΔΕΚ η αναστολή εφαρμογής των κρίσιμων διατάξεων του Ν. 3655/2008 μέχρι της έκδοσης οριστικής απόφασης. (γ) Καταγγελία ενώπιον της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την παραβίαση του Ευρωπαϊκού Δικαίου περί των Κεντρικών Τραπεζών των Κρατών Μελών της Ένωσης (Άρθρα 101 - 111 της Συνθήκης, Κανονισμός ΕΚ 3603/93 και Απόφαση 98/415/ΕΚ του Συμβουλίου), ώστε να καταγγείλει αυτοτελώς στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τις διατάξεις του Ν. 3655/2008 και να παρέμβει - σε περίπτωση κατάθεσης προσφυγής από τις υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ενώπιον του ΔΕΚ κατά της Ελληνικής Κυβέρνησης - υπέρ των αιτημάτων της Επιτροπής. Σημειώνεται ότι στα πλαίσια του καθήκοντος που έχει το άρθρο 237 (δ) της Συνθήκης να διασφαλίζει η συμμόρφωση των κεντρικών τραπεζών με την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης, η ΕΚΤ ήδη ανέφερε ότι κατά την άποψη της ο νόμος περιέχει διατάξεις οι οποίες θα μπορούσαν να υποχρεώσουν την ΤΕ να διενεργήσει συναλλαγές που θα συνιστούσαν παραβίαση του άρθρου 1, παρ. 1, β) του κανονισμού (ΕΚ) 36-3/93 του Συμβουλίου της 13.12.1993 (ΕΕ L 332 της 31.12.1993, σελ.1) περί του προσδιορισμού των εννοιών που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή των απαγορεύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 104 της Συνθήκης και αφορούν στην αποφυγή των υπέρμετρων δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Η διάταξη αυτή του κανονισμού 3603/93 απαγορεύει κάθε χρηματοδότηση υποχρεώσεων του δημοσίου τομέα έναντι τρίτων από τις κεντρικές τράπεζες. Η γνώμη της Ε.Κ.Τ. αγνοήθηκε μέχρι σήμερα. (δ) Ενημέρωση της Επιτροπής Κοινωνικής Προστασίας και της Επιτροπής Οικονομικής Πολιτικής για την προσβολή βασικών Στόχων της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για τις Συντάξεις, που προωθείται από τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο της Ανοικτής Μεθόδου Συντονισμού των εθνικών συνταξιοδοτικών συστημάτων. (ε) Άσκηση καταγγελίας ενώπιον της Επιτροπής Αναφορών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την παραβίαση του Ευρωπαϊκού Δικαίου περί των Κεντρικών Τραπεζών των Κρατών Μελών της Ένωσης (Άρθρα 101 - 111 της Συνθήκης, Κανονισμός ΕΚ 3603/93 και Απόφαση 98/415/ΕΚ του Συμβουλίου). (στ) Κατάθεση ατομικής ή συλλογικής προσφυγής ενώπιον των αρμόδιων οργάνων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου μετά την έκδοση τελεσίδικης απόφασης εθνικών δικαστηρίων με αντικείμενο τον έλεγχο παραβίασης του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. (ζ) Ενημέρωση της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας (αρμόδια για τον αρχικό έλεγχο των Εθνικών Εκθέσεων) για την παραβίαση των άρθρων 70 – 71 της Σύμβασης Νο. 102 για τα ελάχιστα όρια κοινωνικής ασφάλειας. (η) Ενημέρωση- υποβολή καταγγελίας ενώπιον της Επιτροπής των Εμπειρογνωμόνων Κοινωνικής Ασφάλειας του Συμβουλίου της Ευρώπης για την παραβίαση των άρθρων 70 – 71 του Ευρωπαϊκού Κώδικα Κοινωνικής Ασφάλειας. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση αξιολόγησης στο Συμβούλιο των Υπουργών που έχει τη δυνατότητα – εάν κρίνει ότι κάποιο Κράτος δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον Κώδικα – να το καλέσει να λάβει συγκεκριμένα μέτρα για την τήρηση των σχετικών υποχρεώσεων. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ Οι ρυθμίσεις του Ν. 3655/08 που αφορούν την ασφαλιστική μεταχείριση των υπαλλήλων και συνταξιούχων της Τράπεζας της Ελλάδος αντίκεινται σε κανόνες δικαίου υπερνομοθετικής ισχύος. Για την εξασφάλιση των νόμιμων δικαιωμάτων και συμφερόντων των υπαλλήλων και συν/χων της Τράπεζας της Ελλάδος υπάρχουν τα μέσα που αναφέρθηκαν αναλυτικά παραπάνω.
ΑΘΗΝΑ, 12 Ιουνίου 2008
ΟΙ ΓΝΩΜΟΔΟΤΟΥΝΤΕΣ
Ανδρέας Κ Ματθαίου Διδάκτωρ Νομικής-Δικηγόρος
Aλέξης Π. Mητρόπουλος Διδάκτωρ Νομικής-Δικηγόρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου