Του Γιάννη Η. Χάρη
(αναδημοσίευση από ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ)
Δεν ξέρω αν ζούμε, πάντως απροσδόκητα νωρίς, τη δύση του μπαμπινιωτισμού –λίγο η απομάκρυνσή του από την εξουσία του πανεπιστημίου (συνεργάτες και μαθητές, που παίρνουν τις αποστάσεις τους), λίγο η υπουργία του, που λειτούργησε αρνητικά έως και ισοπεδωτικά για το γόητρό του.
Θα έπρεπε κάποια στιγμή να γίνει ένας πρόχειρος έστω απολογισμός, τι έμεινε εντέλει από το κύριο έργο ενός γλωσσολόγου, αυτό που ο ίδιος θέλησε να είναι κύριο έργο του και στο οποίο χρωστά την ευρύτερη αναγνωρισιμότητά του, ενός γλωσσολόγου που εζήλωσε τη δόξα φιλολόγου, και υπηρετώντας ειδικά τα όσα αντιθέτουν τη φιλολογία στη γλωσσολογία, αφιερώθηκε στη ρυθμιστική από τη φύση της λεξικογραφία. Που την έκανε, από ιδεογλωσσικούς προφανώς λόγους, ακόμα πιο ρυθμιστική. Αναλαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, να αποκαταστήσει την (ορθογραφική) Τάξη του κόσμου, επαναφέροντας (αντιγλωσσολογικά) παλιές, συχνά από αιώνες εγκαταλειμμένες ορθογραφήσεις, ανασυστήνοντας ή, ακόμα ακόμα, κατασκευάζοντας (αντιγλωσσολογικότατα) ορθογραφήσεις, σύμφωνα με κάποιο δικό του «δέον», όπως ο μηδέποτε υπάρξας «αίολος», αντί έωλος.
Τι έμεινε, λέω, από αυτά, σε λιγότερο από δύο δεκαετίες; Καμιά δεκαριά λέξεις και συντακτικοί τρόποι, το «κτήριο» και ο «ορθοπαιδικός» και το «αφορώ σε» (που δεν ήταν μόνο δικές του εισηγήσεις), το «πόσω μάλλον», το επίθημα -ήδικος (μπελαλήδικος) κ.ά. Ούτε το «ρωδάκινό» του υιοθέτησε κανείς, ούτε το «αγώρι», ούτε τη «φιλαινάδα», το «τσηρώτο», το «τραύηγμα», την «καλοιακούδα»… Και οι φιλόδοξες ορθογραφήσεις του, στα επόμενα λεξικά του, τη μια συνοδεύονταν από τη «σχολική ορθογραφία», την άλλη μπήκαν σε παρένθεση, ό,τι ακριβώς όφειλε να κάνει εξαρχής, όπως του είχε επισημανθεί, ώσπου έφτασε να διαφημίζει στο εξώφυλλο του πολλοστού λεξικού του πως ακολουθεί τη «σχολική ορθογραφία»!
Μια θολούρα έμεινε, από τις παλινωδίες ή τη διγλωσσία, σε θεωρίες όπως η περιλάλητη λεξιπενία, που αργότερα την ανασκεύασε ρητά, την επανέφερε ωστόσο, μεταμφιεσμένη, με τα περί «κακής ποιότητας» της γλώσσας· η θεωρία για τη γλώσσα που φτωχαίνει, που έγινε έπειτα διαβεβαίωση πως η γλώσσα ούτε φτωχαίνει ούτε κινδυνεύει, έπειτα όμως ξανακινδυνεύει, π.χ. από τα γκρίκλις, κ.ο.κ.
Θα ξεχαστούν όμως, πιστεύω, όλα αυτά, μαζί και οι σχετικές διαμάχες, όσο θα ξεθυμαίνει η επικοινωνιακή χλαπαταγή, θα μείνουν βεβαίως να πουλιούνται (αν αυτό, το εμπορικό, ήταν μόνο το ζητούμενο) τα αλλεπάλληλα, ομοειδή τα περισσότερα, λεξικά, όσο αμφιλεγόμενα και προβληματικά κι αν είναι, από επιστημονική αλλά και από χρηστική άποψη, άλλα με περισσότερα λάθη (άμμος της θαλάσσης στην α΄ έκδοση, που μοιραία θα παραμείνει σε δεκάδες χιλιάδες βιβλιοθήκες), άλλα με λιγότερα, με διαφορετικές κατά λεξικό ορθογραφήσεις –αλλά με την υπόδειξη, αλίμονο, πώς να γράφεται σωστά ο ροχλίνειος και η σοσάρα, ο ρώθων και η σολίτσα.
Αλλά κι αυτά, λάθη και λαθάκια, όπως και οι δικές μας γκρίνιες, θα ξεχαστούν, εκτός κι αν κάπου κάπου επιμένει να μας τα θυμίζει ο ίδιος.
________________________________
Επιστήμη από μνήμης
Οπως λ.χ. στο τελευταίο «Βήμα» (4/5), όπου γράφει για «Ακούσματα της Μ. Εβδομάδος», που «εμπλούτισαν τη γλώσσα μας, προσδίδοντας κύρος [!] αλλά και εκφραστικότητα στον λόγο». Ενα από αυτά, το ψέλνω/ακούω τον αναβαλλόμενο, «από το τροπάριο Σε τον αναβαλλόμενον φως ως ιμάτιον [...], για μακρά και διαρκή επίπληξη που κάνω (ψάλλω…) ή δέχομαι (ακούω…) από κάποιον».
Και «πώς άλλαξε στη λαϊκή χρήση η αρχική έννοια της φράσης και από εύσημη έγινε κακόσημη»; «Η μακρά διάρκεια» λέει «του όλου ύμνου, που ψάλλεται όση ώρα διαρκεί η Aποκαθήλωση [...], έδωσε λαβή στη μεταφορική χρήση της φράσης με τελείως διαφορετικό περιεχόμενο».
Δεν είμαι σε θέση να ελέγξω την εξήγησή του, όμως σκέφτομαι, αυτός ο βαθιά θρησκευόμενος, ο υποστηρικτής του Χριστόδουλου, με πύρινη αρθρογραφία υπέρ θρησκείας και Εκκλησίας, δεν πήγε ποτέ του Μεγάλη Παρασκευή το πρωί σε εκκλησία; Να δει πως άλλο η αποκαθήλωση, και άλλο, έπειτα, η έξοδος και η περιφορά, μέσα στον ναό, του «καθαυτό» επιταφίου, του υφάσματος που εικονίζει την ταφή, και η εναπόθεσή του στο γνωστό κουβούκλιο (που η περιφορά του γίνεται πια το βράδυ), άρα η αναπαράσταση της ταφής, μετά από την οποία ψάλλεται πια το Σε τον αναβαλλόμενον… Που διαφορετικά από το μπαμπινιωτικό «Σε τον αναβαλλόμενον φως ως ιμάτιον» η υμνογραφία το θέλει: Σε τον αναβαλλόμενον ΤΟ φως ΩΣΠΕΡ ιμάτιον…
Κι αν δεν πήγε εκκλησία ο πιστός, ο επιστήμονας δεν φρόντισε να ελέγξει;
Αλλά θα συνεχίσουμε...
ΥΓ. Στη 2η (ουσιαστικά 3η), τη διορθωμένη, έκδοση, παραμένουν τα περί αποκαθήλωσης κτλ., προστίθεται μόνο ότι η επίμαχη φράση «έχει την αφετηρία της στον Ψαλμό 103,2 του Δαβίδ»: όντως, αλλά στο «τροπάριο», στον «ύμνο», όπως επιμένει, είναι αλλιώς.
(αναδημοσίευση από ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ)
Δεν ξέρω αν ζούμε, πάντως απροσδόκητα νωρίς, τη δύση του μπαμπινιωτισμού –λίγο η απομάκρυνσή του από την εξουσία του πανεπιστημίου (συνεργάτες και μαθητές, που παίρνουν τις αποστάσεις τους), λίγο η υπουργία του, που λειτούργησε αρνητικά έως και ισοπεδωτικά για το γόητρό του.
Θα έπρεπε κάποια στιγμή να γίνει ένας πρόχειρος έστω απολογισμός, τι έμεινε εντέλει από το κύριο έργο ενός γλωσσολόγου, αυτό που ο ίδιος θέλησε να είναι κύριο έργο του και στο οποίο χρωστά την ευρύτερη αναγνωρισιμότητά του, ενός γλωσσολόγου που εζήλωσε τη δόξα φιλολόγου, και υπηρετώντας ειδικά τα όσα αντιθέτουν τη φιλολογία στη γλωσσολογία, αφιερώθηκε στη ρυθμιστική από τη φύση της λεξικογραφία. Που την έκανε, από ιδεογλωσσικούς προφανώς λόγους, ακόμα πιο ρυθμιστική. Αναλαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, να αποκαταστήσει την (ορθογραφική) Τάξη του κόσμου, επαναφέροντας (αντιγλωσσολογικά) παλιές, συχνά από αιώνες εγκαταλειμμένες ορθογραφήσεις, ανασυστήνοντας ή, ακόμα ακόμα, κατασκευάζοντας (αντιγλωσσολογικότατα) ορθογραφήσεις, σύμφωνα με κάποιο δικό του «δέον», όπως ο μηδέποτε υπάρξας «αίολος», αντί έωλος.
Τι έμεινε, λέω, από αυτά, σε λιγότερο από δύο δεκαετίες; Καμιά δεκαριά λέξεις και συντακτικοί τρόποι, το «κτήριο» και ο «ορθοπαιδικός» και το «αφορώ σε» (που δεν ήταν μόνο δικές του εισηγήσεις), το «πόσω μάλλον», το επίθημα -ήδικος (μπελαλήδικος) κ.ά. Ούτε το «ρωδάκινό» του υιοθέτησε κανείς, ούτε το «αγώρι», ούτε τη «φιλαινάδα», το «τσηρώτο», το «τραύηγμα», την «καλοιακούδα»… Και οι φιλόδοξες ορθογραφήσεις του, στα επόμενα λεξικά του, τη μια συνοδεύονταν από τη «σχολική ορθογραφία», την άλλη μπήκαν σε παρένθεση, ό,τι ακριβώς όφειλε να κάνει εξαρχής, όπως του είχε επισημανθεί, ώσπου έφτασε να διαφημίζει στο εξώφυλλο του πολλοστού λεξικού του πως ακολουθεί τη «σχολική ορθογραφία»!
Μια θολούρα έμεινε, από τις παλινωδίες ή τη διγλωσσία, σε θεωρίες όπως η περιλάλητη λεξιπενία, που αργότερα την ανασκεύασε ρητά, την επανέφερε ωστόσο, μεταμφιεσμένη, με τα περί «κακής ποιότητας» της γλώσσας· η θεωρία για τη γλώσσα που φτωχαίνει, που έγινε έπειτα διαβεβαίωση πως η γλώσσα ούτε φτωχαίνει ούτε κινδυνεύει, έπειτα όμως ξανακινδυνεύει, π.χ. από τα γκρίκλις, κ.ο.κ.
Θα ξεχαστούν όμως, πιστεύω, όλα αυτά, μαζί και οι σχετικές διαμάχες, όσο θα ξεθυμαίνει η επικοινωνιακή χλαπαταγή, θα μείνουν βεβαίως να πουλιούνται (αν αυτό, το εμπορικό, ήταν μόνο το ζητούμενο) τα αλλεπάλληλα, ομοειδή τα περισσότερα, λεξικά, όσο αμφιλεγόμενα και προβληματικά κι αν είναι, από επιστημονική αλλά και από χρηστική άποψη, άλλα με περισσότερα λάθη (άμμος της θαλάσσης στην α΄ έκδοση, που μοιραία θα παραμείνει σε δεκάδες χιλιάδες βιβλιοθήκες), άλλα με λιγότερα, με διαφορετικές κατά λεξικό ορθογραφήσεις –αλλά με την υπόδειξη, αλίμονο, πώς να γράφεται σωστά ο ροχλίνειος και η σοσάρα, ο ρώθων και η σολίτσα.
Αλλά κι αυτά, λάθη και λαθάκια, όπως και οι δικές μας γκρίνιες, θα ξεχαστούν, εκτός κι αν κάπου κάπου επιμένει να μας τα θυμίζει ο ίδιος.
________________________________
Επιστήμη από μνήμης
Οπως λ.χ. στο τελευταίο «Βήμα» (4/5), όπου γράφει για «Ακούσματα της Μ. Εβδομάδος», που «εμπλούτισαν τη γλώσσα μας, προσδίδοντας κύρος [!] αλλά και εκφραστικότητα στον λόγο». Ενα από αυτά, το ψέλνω/ακούω τον αναβαλλόμενο, «από το τροπάριο Σε τον αναβαλλόμενον φως ως ιμάτιον [...], για μακρά και διαρκή επίπληξη που κάνω (ψάλλω…) ή δέχομαι (ακούω…) από κάποιον».
Και «πώς άλλαξε στη λαϊκή χρήση η αρχική έννοια της φράσης και από εύσημη έγινε κακόσημη»; «Η μακρά διάρκεια» λέει «του όλου ύμνου, που ψάλλεται όση ώρα διαρκεί η Aποκαθήλωση [...], έδωσε λαβή στη μεταφορική χρήση της φράσης με τελείως διαφορετικό περιεχόμενο».
Δεν είμαι σε θέση να ελέγξω την εξήγησή του, όμως σκέφτομαι, αυτός ο βαθιά θρησκευόμενος, ο υποστηρικτής του Χριστόδουλου, με πύρινη αρθρογραφία υπέρ θρησκείας και Εκκλησίας, δεν πήγε ποτέ του Μεγάλη Παρασκευή το πρωί σε εκκλησία; Να δει πως άλλο η αποκαθήλωση, και άλλο, έπειτα, η έξοδος και η περιφορά, μέσα στον ναό, του «καθαυτό» επιταφίου, του υφάσματος που εικονίζει την ταφή, και η εναπόθεσή του στο γνωστό κουβούκλιο (που η περιφορά του γίνεται πια το βράδυ), άρα η αναπαράσταση της ταφής, μετά από την οποία ψάλλεται πια το Σε τον αναβαλλόμενον… Που διαφορετικά από το μπαμπινιωτικό «Σε τον αναβαλλόμενον φως ως ιμάτιον» η υμνογραφία το θέλει: Σε τον αναβαλλόμενον ΤΟ φως ΩΣΠΕΡ ιμάτιον…
Κι αν δεν πήγε εκκλησία ο πιστός, ο επιστήμονας δεν φρόντισε να ελέγξει;
Αλλά θα συνεχίσουμε...
ΥΓ. Στη 2η (ουσιαστικά 3η), τη διορθωμένη, έκδοση, παραμένουν τα περί αποκαθήλωσης κτλ., προστίθεται μόνο ότι η επίμαχη φράση «έχει την αφετηρία της στον Ψαλμό 103,2 του Δαβίδ»: όντως, αλλά στο «τροπάριο», στον «ύμνο», όπως επιμένει, είναι αλλιώς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου