2013-12-18

Κατάθεση Υπομνήματος για την καταβολή του Δώρου Χριστουγέννων, με υπογραφές συναδέλφων...

Ο συνάδελφος Κώστας Ευσταθίου, εκπρόσωπος της κίνησής μας στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΣΣΤΕ, μας ενημερώνει:


Με υπουργική απόφαση η σύνταξη Ιανουαρίου θα μπεί στους λογαριασμούς μας στις 23/12/2013
Όσον αφορά το Δώρο Χριστουγέννων, καταθέσαμε το υπόμνημα το οποίο θα πρέπει να συζητηθεί στο Δ.Σ. του Σ.Σ.Τ.Ε. και να έρθει από τους εκπροσώπους μας  στο Συμβούλιο Ασφάλισης εαν δεν καταβληθεί. Το θέμα έχει τεθεί στο Σ.Α. και από το συναδ. Μπαλασκώνη ο οποίος έχει ήδη κερδίσει με απόφαση ειρηνοδικείου  στο μέρισμα,τις αυξήσεις της ΣΣΕ, το επίδομα αδείας και τον Ισολογισμό. 
Σε κάθε περίπτωση τα χρήματα του μερίσματος τα δικαιούμαστε και θα κερδηθούν. Πρέπει να δοθεί το Δώρο Χριστουγέννων με τη παρέμβαση των συλλόγων διαφορετικά θα πάμε σε δικαστική αγωγή. Σας ενημερώνω ότι το αντίστοιχο Μετοχικό της ΕΤΕ κατέβαλλε στο μέρισμα το αντίστοιχο Δώρο Χριστουγέννων όπως έπρεπε βάση του Καταστατικού και της νομικής του μορφής όπως και το δικό μας. Το γεγονός αυτό είναι θετικό για εμάς και δεν πρέπει να επικρατούν λογικές κοινωνικού αυτοματισμού που οδήγησαν   πέρισυ κάπιους συνδικαλιστές του χώρου μάλιστα, να  πιέσουν μέσω Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας να κοπεί το Δώρο στους συνταξιούχους της ΕΤΕ . ...
Μόνο και μόνο για να μην φαίνεται η δική μας ανικανότητα...
ΣΥΝΑΔΕΛΦΙΚΑ
ΚΩΣΤΑΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ

_________________________________________________

Ακολουθεί το Υπόμνημα που κατέθεσε η κίνησή μας στο ΔΣ του Συλλόγου Συνταξιούχων:



Προς το Διοικητικό Συμβούλιο
του Συλλόγου Συνταξιούχων Τράπεζας της Ελλάδος
Αθήνα 5/12/2013

ΑΙΤΗΜΑ  ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΤΟΥ ΔΩΡΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΣΤΟ ΜΕΡΙΣΜΑ

Εμείς που υπογράφουμε το αίτημα αυτό, ζητάμε από το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου μας να ενεργήσει τα δέοντα, ώστε να χορηγηθεί στο μέρισμα του μηνός Δεκεμβρίου και το Δώρο Χριστουγέννων. Είναι γνωστό πως μετά την κατάργηση του πρώην Μετοχικού και την ανάληψη των Καταστατικών υποχρεώσεων προς τους συνταξιούχους από την ίδια την Τράπεζα, ενεργώντας εφεξής δια των Γενικού Συμβουλίου και Συμβουλίου Ασφάλισης ως ασφαλιστικός φορέας του προσωπικού της χωρίς καμιά παρέμβαση του κυβερνητικού επιτρόπου του μετέχοντος στο Σ.Α. μόνο για θέματα κύριας σύνταξης, η χορήγηση των προβλεπόμενων μερισμάτων από το Καταστατικό είναι αποκλειστική ευθύνη της ΤτΕ.

Σημειώνουμε πως στόχος της κατάργησης των χορηγούμενων δώρων και του επιδόματος αδείας από τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας, είναι η μείωση του ελλείμματος του αντίστοιχου λογαριασμού δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης και όχι αυτή η ίδια η περικοπή του δώρου γενικά ως μια ισοπεδωτική, εκδικητική πράξη. Με δεδομένο πως η πρόβλεψη χορήγησης των μερισμάτων σε δεκατετράμηνη βάση ακολουθούσε και τον συμφωνηθέντα τρόπο υπολογισμού των εισφορών επί των αντίστοιχα καταβαλλόμενων επί δεκατετράμηνη βάση μισθών θεωρούμε εύλογη την συνέχιση της καταβολής τους,  αφού μάλιστα η παροχή αυτή στο σύνολό της κινείται στη σφαίρα της αυτονομίας από κάθε εποπτεία και έλεγχο του Υπουργείου όπως και το ίδιο αποδέχεται. Οι Καταστατικές υποχρεώσεις, όπως αυτές καθορίσθηκαν μεταξύ εργαζομένων και Τράπεζας με τις ΣΣΕ και τις αποφάσεις των οργάνων της, έχουν καταστεί ήδη συμβατικές υποχρεώσεις της ΤτΕ απέναντι στο προσωπικό της. Σημειώνουμε μάλιστα πως η  εκδοθείσα αντίστοιχη εγκύκλιος του Υπουργείου που αφορά στο θέμα αυτό (Φ80020 οικ.26999/992 στις 21/11/2012), απευθύνεταιπρος όλους τους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς Κύριας και Επικουρικής Ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας και το ΜΤΠΥ. Σε αντίθεση με το Νόμο 4093/2012 που η αναφορά του είναι γενική, η συγκεκριμένη εγκύκλιος εφαρμογής του που εκδόθηκε από τη αρμόδια Γενική Διευθύντρια Κοινωνικής Ασφάλισης, καμιά αναφορά δεν κάνει στη ΤτΕ, αλλά ούτε αυτή περιλαμβάνεται στη λίστα των αποδεκτών της εγκυκλίου. Το γεγονός δεν είναι τυχαίο αλλά εναρμονίζεται με τη διάταξη νόμου: Άρθρο 3 παρ.1 του Ν. 997/1979 όπως αυτό αντικαταστάθηκε με τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 18 του Ν.1902/1990 που ρητά ορίζει ότι:  ¨Κατ εξαίρεση τα επικουρικά ταμεία, κλάδοι, λογαριασμοί ασφάλισης μισθωτών που λειτουργούν με τη μορφή Ν.Π.Ι.Δ., ως και κάθε άλλος φορέας επικουρικής ασφάλισης, ανεξαρτήτως ονομασίας και νομικής μορφής, που έχουν συσταθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, εξακολουθούν να διέπονται από τις Καταστατικές τους διατάξεις…¨ .  Επομένως τα ταμεία αυτά όπως το δικό μας πρώην Μετοχικό και οι Λογαριασμοί δεν υπάγονται στους φορείς κοινωνικής ασφάλισηςγια τα καταβαλλόμενα μερίσματα-επικουρικές. Είναι τα ίδια υπόλογα για τη χορήγηση ή μη των συμφωνηθέντων. Αυτός εξ άλλου είναι ο λόγος που και στην Ε.Τ.Ε. το αντίστοιχο με το δικό μας ¨Μετοχικό¨ το οποίο λειτουργεί ως λογαριασμός, χορηγεί κανονικά τα προβλεπόμενα μερίσματα του κανονισμού.

2013-12-02

ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟ

Εισαγωγή
Η συνοπτική αυτή έκδοση, πιστεύουμε πως θα συμβάλλει στην διαμόρφωση μιας σταθερής στρατηγικήςμε την οποία θα αντιμετωπίζεται εκ μέρους όλων μας η  εφαρμογή των διάφορων συνταξιοδοτικών μέτρων που θεσπίζονται συνεχώς τα τελευταία χρόνια και προκαλούν αντικειμενικά προβληματισμούς και ερωτηματικά συμβατότητας με το θεσπισμένο Καταστατικά και Νομοθετικά Συνταξιοδοτικό μας Καθεστώς.

Η έκδοση δεν φιλοδοξεί να λύσει όλα τα ερωτήματα, ούτε καλύπτει αναλυτικά την ιστορική εξέλιξη των δεδομένων. Απλά, στοχεύει στο να δοθούν όλα εκείνα τα απαραίτητα στοιχεία που ενισχύουν την ανάγκη επιλογής μιας σταθερής στρατηγικής στην αντιμετώπιση των παρεμβάσεων του Νομοθέτη.
Παράλληλα σε μια δύσκολη περίοδο, επιδιώκει να εξοπλίσει την οικογένεια της ΤτΕ με τα στοιχεία της απαιτούμενης Γνώσης και της επιστημονικής Τεκμηρίωσης, ιδιαιτέρως απαραίτητα στην εποχή του βάρβαρου νεοφιλελευθερισμού και του κοινωνικού αυτοματισμού
Η έκδοση αυτή ελπίζουμε να κινητοποιήσει τις αστείρευτες δυνάμεις του χώρου μας και να τροφοδοτήσει  μια αναγκαία σήμερα δημιουργική άμιλλα για την θεμελίωση όλων εκείνων των δεδομένων, πάνω στα οποία στηρίχθηκε η ογδοντάχρονη και πλέον πορεία αξιοπρέπειας και ανεξαρτησίας του χώρου της ΤτΕ.
Αθήνα 2/12/2013
Εκ μέρους των Συντακτών
Ευσταθίου Κώστας μέλος Δ.Σ. του Σ.Σ.Τ.Ε.

ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Αθήνα 2/12/2013
Σταθερή επιλογή στρατηγικής
Στα τελευταία χρόνια είναι συνεχείς οι προσπάθειες για μια ριζική αναδιαμόρφωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στη χώρα μας. Ειδικότερα, μετά το 2010 και τις πολιτικές των μνημονίων, τα μέτρα περιορισμού των συντάξεων κύριων και επικουρικών είναι στην πρώτη γραμμή. Η σταθερή και αταλάντευτη θέση, από την οποία πρέπει να αντιμετωπίζουμε τα θέματα αυτά, έχει στον πυρήνα της λογικής τηςτην Καταστατική υποχρέωση (άρθρα 38, 71) της ΤτΕ ως προς τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα του προσωπικού της,  γεγονός το  οποίο είναιστρατηγικής σημασίας για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων μας. Το Καταστατικό της ΤτΕ, το οποίο έχει επικυρωθεί με διεθνή σύμβαση, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του Καταστατικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αλλά και οι Καταστατικές υποχρεώσεις της ΤτΕ απέναντι στο προσωπικό της έχουν ήδη αναγνωρισθεί και με δύο Νόμους του Εθνικού μας κοινοβουλίου (Ν.3193/2003 και 3863/2010). Επομένως η αντιμετώπιση τόσο σοβαρών θεμάτων δεν μπορεί να υπηρετεί οποιεσδήποτε σκοπιμότητες και τακτικισμούς της συγκυρίας. Σαφώς και η σημερινή κοινωνική κατάσταση απαιτεί προσεκτικές κινήσεις, αυτό όμως δεν δικαιολογεί την ενσωμάτωση της ΤτΕ σε μια διαδικασία όπως αυτή της ΗΔΙΚΑ Α.Ε. για την οποία δεν έχει άμεση νομική υποχρέωση και από την οποία δεν θα χαθούν μόνο κάποια στοιχεία ανεξαρτησίας στη διαχείριση των συνταξιοδοτικών θεμάτων του προσωπικού της, αλλά σταδιακά θα αποδυναμωθούν και όλα εκείνα τα στοιχεία που της επιτρέπουντη διαχείριση του συνόλου των θεμάτων στο εσωτερικό της, σύμφωνα με το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της ως πραγματικά ανεξάρτητης θεσμικής αρχής  και με νομοθετική εξουσία σε ειδικά θέματα.
 
Ιστορική αναδρομή στη διαμόρφωση του συνταξιοδοτικού μας καθεστώτος
Το συνταξιοδοτικό καθεστώς του προσωπικού της ΤτΕ διαμορφώθηκε στη βάση της Καταστατικής επιταγής των άρθρων 38 και 71 για χορήγηση μισθού και σύνταξης από την ίδια, αλλά και από το γεγονός πως το προσωπικό, το οποίο προσλήφθηκε κατά την έναρξη της λειτουργίας της το 1928, προήλθε κατά μεγάλο ποσοστό από την ΕΤΕ. Με δεδομένη την έλλειψη την εποχή εκείνη ενός  συστήματος διαδοχικής ασφάλισης η ΤτΕ, για λόγους συμβατότητας του ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού καθεστώτος του προσωπικού της, δημιούργησε οργανωτικά Συνταξιοδοτικό Ταμείο, στο ακρότατο δυνατό νομικά όριο, ούτως ώστε να παρέχεται σύνταξη, τυπικάσύμφωνα με το Καταστατικό του Συνταξιοδοτικού Ταμείου, ουσιαστικά όμως από την ίδια αφού τα πάντα εγκρίνονταν και κατοχυρώνονταν με αποφάσεις του Γενικού της Συμβουλίου. Την ίδια λογική ακολούθησε αργότερα και για τη δημιουργία των δύο άλλων Ταμείων, του Μετοχικού και του Αυτασφαλείας.
  
Εξετάζοντας κανείς με προσοχή τις εισφορές – καταβολές του προσωπικού της ΤτΕ στο Συνταξιοδοτικό Ταμείο, αυτές περιελάμβαναν ποσά εφ άπαξ, περιοδικά και συμπληρωματικά,  πλέον αυτών τα οποία η ίδια η ΤτΕ κατέβαλλε υλοποιώντας σαφώς τις καταστατικές της υποχρεώσεις. Μάλιστα σε δύσκολους οικονομικούς καιρούς, όπως την περίοδο μετά την απελευθέρωση από τη Γερμανική κατοχή, σε συμφωνία με την τότε Διοίκηση της ΤτΕ, οι εργαζόμενοι παραιτήθηκαν των γενικών αυξήσεων ποσοστού 15% που χορηγήθηκαν σε όλους τους υπαλλήλους,και με απόφαση του Γενικού Συμβουλίου της αυτές μετατράπηκαν σε εισφορά στο Συνταξιοδοτικό Ταμείο ( 10% και 5% της ΤτΕ και του εργαζόμενου αντίστοιχα), ποσό το οποίο, με την ίδια απόφαση, κατέβαλε εξ ολοκλήρου η ΤτΕ. Η ως άνω καταβολή της εισφοράς του εργαζόμενου από την ΤτΕ δεν σημαίνει, όπως προκύπτει  από τα οικονομικά στοιχεία, ότι οι εργαζόμενοι έπαψαν να ενισχύουν το Συνταξιοδοτικό Ταμείο τους, αλλά αντίθετα το ενίσχυαν και μάλιστα με υψηλότερες καταβολέςαπό αυτές που αρχικά καθιερώθηκαν για το γενικό συνταξιοδοτικό ταμείο του ΙΚΑ. Η απουσία, από την αρχή της  ίδρυσης του Συνταξιοδοτικού Ταμείου, εισφοράς με την τυπική της μορφή τονίζει ακριβώς το γεγονός ότι την ευθύνη καταβολής της σύνταξης στο προσωπικό της την είχε πάντα από την αρχή της δημιουργίας της η ίδια η ΤτΕ, όπως προβλέπει και το Καταστατικό της.
Ειδικά ή Ευγενή Ταμεία και Συνταξιοδοτικά Ταμεία της ΤτΕ
Την περίοδο πριν τη δημιουργία του ΙΚΑ και τη θεσμοθέτηση της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης για σύνταξη, ορισμένοι κλάδοι εργαζομένων είχαν ήδη μεριμνήσει με δική τους πρωτοβουλία και στο πλαίσιο διμερών συμφωνιών εργαζομένων–εργοδοτών, να δημιουργήσουν συνταξιοδοτικά ταμεία, αρχικά κύριας και κατόπιν συμπληρωματικής σύνταξης (μερίσματος). Τα ταμεία αυτά έμειναν έξω από το ΙΚΑκαι τον αρχικό νόμο της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης και παρείχαν συντάξεις σύμφωνα με τις προβλέψεις των  καταστατικών τους και όχι σύμφωνα με τις επιταγές του τότε νομοθέτη. Στη διάρκεια των επόμενων χρόνων έγιναν πολλές προσπάθειες για βίαιη ενοποίηση αυτών των ταμείων, τα οποία αποκαλούντο ευγενή ή ειδικά ταμεία, με σκοπό τελικά την ένταξή  τους στο ΙΚΑ. Όλες αυτές οι προσπάθειες ακόμη και κατά  τη διάρκεια της δικτατορίας, αποκρούσθηκαν από τους αγώνες των εργαζομένων που ήταν ασφαλισμένοι στα ταμεία αυτά. Οι εργαζόμενοι της ΤτΕ, τόσο το 1970 όσο και αργότερα την περίοδο 1990–1992 (Ν.1902 και 2084), έδωσαν τον αγώνα τους μαζί με τους υπόλοιπους τραπεζοϋπάλληλους  στο πλαίσιο της ΟΤΟΕ. Το 1970 όμως, παράλληλα με τη συμπόρευσή τους με όλους τους εργαζόμενους, ασφαλισμένους των ειδικών ταμείων, προέβαλαν σταθερά το ιδιαίτερο καθεστώς του δικού τους ταμείου το οποίο οι κυβερνώντεςτο εμφάνιζαν ως ειδικό ή ευγενές ταμείο, ενώ στην ουσία αυτό αποτελούσε έκφραση της επιταγής του Καταστατικού της ΤτΕ και συγκεκριμένα των άρθρων 38 και 71 και το οποίο ουδέποτε έλαβε κρατική χρηματοδότηση ή ενισχύθηκε από φόρους υπέρ τρίτων όπως έγινε για ορισμένα από τα λεγόμενα ευγενή ή ειδικά ταμεία. Μάλιστα το τότε Δ.Σ. του ΣΥΤΕ διορισμένο από την ίδια τη χούντα, πρόβαλε σθεναρά τη θέση αυτή καλώντας και σε συγκέντρωση στα γραφεία του συλλόγου στη ΣΙΝΑ 16.
 
Την περίοδο 1990–1992 και των παρεμβάσεων των Ν.1902 και 2084, σε αντίθεση με αυτή την πρακτική του 1970, η παράμετρος της Καταστατικής επιταγής υποτιμήθηκε ή αφέθηκε να παρασυρθεί από το ρεύμα των πάσης φύσεως επικοινωνιακών αναγκών των τότε κυβερνήσεων. Την περίοδο 1992–1993 οι προσπάθειες, για μια στρατηγική απάντηση με βάση τις επιταγές του Καταστατικού της ΤτΕ, δυστυχώς δεν ευδοκίμησαν αφού την τότε συμφωνία, για ένταξη των Συνταξιοδοτικών Ταμείων στην ΤτΕ, την πολέμησαν οι διαμορφωμένες δυνάμεις του πανίσχυρου παραταξιακού – κομματικού συνδικαλισμού. Την περίοδο 1994–2002 οι προσπάθειες αυτές, μέσα στην καθημερινότητα που διαμορφώθηκε στην ΤτΕ, σχεδόν εγκαταλείφθηκαν. Η μόνη αλλά ουσιώδης και με στρατηγική σημασία απόφαση, που επανατοποθέτησε το όλο θέμα στη βάση του, είναι αυτή της δημιουργίας ΕΙΔΙΚΟΥ ΑΠΟΘΕΜΑΤΙΚΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ ΤΗΣ Τ.τ.Ε ΠΡΟΣ ΤΑ ΤΑΜΕΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΤΗΣ. Μάλιστα η πρόβλεψη αυτή έχει πιστοποιηθεί από τους εξωτερικούς ελεγκτές και έχει καταγραφεί στους Ισολογισμούς της ΤτΕ. Είναι η πλέον πειστική απάντηση θεσμικά και νομικά σε όλους εκείνους που δεν κατανοούν το θέμα της καταστατικής δέσμευσης της ΤτΕ απέναντι στο προσωπικό της και επικαλούνται τη δύσκολη κοινωνική συγκυρία για να υποκλιθούν σε αυτή.
 
Η επίθεση στο ασφαλιστικό με το Νόμο Ρέππα (Ν.3029/2002)επανέφερε στην επιφάνεια τα κενά της επιδερμικής και μη στρατηγικής αντιμετώπισης αυτού του θέματος. Αντιμετώπιζαν  το Συνταξιοδοτικό μας Ταμείο και πάλι ως ευγενές ή ειδικό ταμείο, αποσιωπώντας τον καταστατικό χαρακτήρα των υποχρεώσεων της ΤτΕ απέναντι στο προσωπικό της. 
Ευτυχώς, ο αγώνας του προσωπικού αξιοποιήθηκε σωστά με τη συνδρομή όλων των παραγόντων στο εσωτερικό της ΤτΕ και  αναγνωρίσθηκε, για πρώτη φορά  και Νομοθετικά από το  Εθνικό Δίκαιο, η υποχρέωση της ΤτΕ ως Ανεξαρτήτου Θεσμικού Φορέα να εγγυάται, με βάση το Καταστατικό της (άρθρα 38 και 71), το σύνολο των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων, κύριας και επικουρικής (Μερίσματος), προς το προσωπικό της  (Ν.3193/2003 άρθρο 18).
Η παραπάνω σημαντική, σε στρατηγικό πεδίο, νομοθετική ρύθμιση επιχειρήθηκε να αποδιαρθρωθεί με τη νέα επίθεση του Νόμου Πετραλιά (Ν.3655/2008).  Επίθεση απροσδόκητη για την τότε Διοίκηση της ΤτΕ η οποία ήταν καθησυχαστική απέναντι στο προσωπικό. Χρειάσθηκε ο σκληρός αγώνας του προσωπικού για να μπορέσουμε να απαγκιστρωθούμε, μέσω του Ειδικού Λογαριασμού: Κωδικός Προσωπικού Τράπεζας της Ελλάδος (ΚΩΠΤΕ), από την ένταξή μας στο ΙΚΑ και την αναίρεση της ανεξαρτησίας του Συνταξιοδοτικού μας  Ταμείου και την κατάργηση ουσιαστικά του Ν.3193/2003 άρθρο 18. 
 
Τέλος η νομοθετική ρύθμιση της ένταξης των Συνταξιοδοτικών Ταμείων στην ΤτΕ με το Ν.3863/2010 άρθρο 64 και η λειτουργία του Συμβουλίου Ασφάλισης σύμφωνα με το Ν.4021/2011 άρθρα 44 και 45, χωρίς την παρουσία εκπροσώπων των Υπουργείων Οικονομίας και Εργασίας την  οποία προέβλεπε ο Ν.3863/2010 άρθρο 64 και απέρριψε η ΕΚΤ, αποτελούν το στρατηγικό κεκτημένο, για το ασφαλιστικό αλλά και για το σύνολο του ρόλου και της ανεξαρτησίας της ΤτΕ, το οποίο πρέπει σήμερα να υπερασπισθούμε.

Η υπεράσπιση των δικαιωμάτων στη σημερινή εποχή των μνημονίων

Η νέα δοκιμασία, η οποία είναι επί θύραις, απειλεί όχι μόνο να ακυρώσει όλο το στρατηγικό κεκτημένο των Ν.3193/2003 και 3863/2010, αλλά υπονομεύει  και την καταστατικά θεσπισμένη ανεξαρτησία της ΤτΕ, μέσα στην έννοια της οποίας συμπεριλαμβάνονται το σύνολο των εργασιακών-οικονομικών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων του συνόλου του προσωπικού εν ενεργεία και συνταξιούχων,  σύμφωνα και με τις Γνώμες της Ε.Κ.Τ.  Είναι μάλιστα πολύ πιθανόν σε περίπτωση που η ΤτΕ δεχθεί σήμερα, να προβεί σε πράξεις που υπονομεύουν την ανεξαρτησία της στη λογική πως αυτές αναφέρονται μόνον στα στενά όρια της κύριας ή της επικουρικής σύνταξης, να υποχρεωθεί να δεχθεί αύριο, χωρίς εσωτερική συνοχή, περιορισμούς σε όλο το εύρος αυτού που προστατεύει θεσμικά η ανεξαρτησία της ΤτΕ προς δικαίωση των διάφορων κοινωνικών δικτύων και μπλόγκερ…  Ενώ κανείς δεν μπορεί να υποτιμήσει τις πιέσεις ενσωμάτωσης των αυτοδιαχειριζόμενων Ταμείων Υγείας στον ΕΟΠΥΥ και τα λεγόμενα περί «πατρικίων και πληβείων» …  Γι αυτό, στην καινούργια κατάσταση που δημιουργούν τα συνεχή μνημονιακά νομοθετήματα στο Ασφαλιστικό, απαιτείται εκ νέου να σκεφτόμαστε και να δρούμε στρατηγικά και όχι ευκαιριακά καθώς μάλιστα στο Ασφαλιστικό τα λάθη είναι διαρκή και όχι στιγμιαία. Πρέπει ευθύς εξ αρχής να αποσαφηνισθούν με πληρότητα έννοιες και να υπερασπισθούμε πρακτικές που αποτελούν την πεμπτουσία των καταστατικών επιταγών της ανεξάρτητης Κεντρικής Τράπεζας της χώρας μας, της οποίας το Καταστατικό αποτελεί καταστατικό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και οι Καταστατικές υποχρεώσεις της, υποχρεώσεις της Ε.Κ.Τ.
 
Η αναφορά της ΤτΕ εντός των μνημονικών νόμων, για την τήρηση των βασικών παραμέτρων του γενικότερου ασφαλιστικού πλαισίου, δεν συνεπάγεται κατάργηση της αυτοτέλειας και ανεξαρτησίας της και βεβαίως δεν σημαίνει τη μεταφορά των συνταξιοδοτικών δεδομένων του προσωπικού της από το παράθυρο στο Ι.Κ.Α από το οποίο βγήκαμε από την πόρτα και με νόμο. Ούτε μπορεί να  εφαρμόζονται μέτρα που αφορούν στο γενικότερο ασφαλιστικό πλαίσιο του ΙΚΑ και  να συνδυάζονται με άλλους όρους και προϋποθέσεις από αυτές που έχουν στοιχειοθετηθεί για το χώρο μας από τα καταστατικά των πρώην Ταμείων. Μια τέτοια πρακτική, με εφαρμογή γενικότερων μέτρων στο ανάμεικτο πλαίσιο Ι.Κ.Α. και Καταστατικού, καταλήγει σε κάθε περίπτωση σε βάρος των εργαζομένων στην ΤτΕ. Αυτό ισχύει για σειρά θεμάτων όπως: 
 
Συντάξιμες αποδοχές
Στο γενικότερο ασφαλιστικό πλαίσιο, με το οποίο μας καλούν να εναρμονισθούμε, οι συντάξιμες αποδοχές αποτελούνται από το μέσο όρο των αποδοχών της καλύτερης πενταετίας του εργασιακού βίου. Μέχρι και το Δεκέμβριο του 2012 το ανώτατο ύψος ασφαλιστέων αποδοχών για τους μέχρι 31.12.92. ασφαλισμένους στο ΙΚΑ, στις οποίες γίνονταν κρατήσεις, ήταντα 2.432,25 ευρώ, ενώ την ίδια περίοδο στην ΤτΕ δεν υπήρχε ανώτατο ύψος ασφαλιστέων αποδοχών και οι κρατήσεις γίνονταν στο σύνολο των αποδοχών (τακτικών, εκτάκτων και υπερωριών)!!! Και ο Ν. 4093/2012, που καθιέρωσε από 1.1.2013 νέο ανώτατο ύψος ασφαλιστέων αποδοχών για όλους τους ασφαλισμένους στο ΙΚΑ τα 5.546,80 ευρώ, ρητά αναφέρει πως σε όσα Ταμεία τα καταστατικά καθορίζουν υπέρτερο ύψος ασφαλιστέων αποδοχών, όπως στην ΤτΕ όπου οι κρατήσεις γίνονται στο σύνολο των αποδοχών (τακτικών, εκτάκτων και υπερωριών), εξακολουθούν να ισχύουν οι καταστατικές διατάξεις!!!
 
Στην ΤτΕ για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνονται υπόψη μόνο τρία στοιχεία από το σύνολο των αποδοχών του προσωπικού: Βασικός Μισθός, Επίδομα Πολυετίας και Επίδομα Θέσης. Πλέον αυτών υπολογίζεται μόνον το Επιστημονικό Επίδομα για τους πτυχιούχους. Αυτό σημαίνει ότι οι συντάξιμες αποδοχές επί των οποίων υπολογίζονται οι καταβαλλόμενες συντάξεις στο προσωπικό της ΤτΕ, αποτελούν πολύ μικρό μέρος των αποδοχών επί των οποίων καταβλήθηκαν εισφορές, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει με το γενικότερο ασφαλιστικό σύστημα του ΙΚΑ στο οποίο συντάξιμες αποδοχές θεωρούνται το σύνολο των αποδοχών επί των οποίων καταβλήθηκαν εισφορές. Έτσι για τους συνταξιούχους της ΤτΕ οι συντάξιμες αποδοχές τους αποτελούν: Για τα μέλη της Διοίκησης μόνο το 30%–40% των αποδοχών επί των οποίων καταβλήθηκαν εισφορές, για Διευθυντές-Υποδιευθυντές-Εντεταλμένους με πλήρη 35ετία μόνο το 50%–60%  και για το υπόλοιπο προσωπικό μόνο το 70%–80%. Αποτέλεσμα αυτών είναι, όχι μόνο να υπάρχει έλλειμμα ανταποδοτικότητας εισφορών-παροχών αλλά και μετά την αδικαιολόγητη υιοθέτηση και εφαρμογή του πλαφόν, να οδηγηθούμε σε πλήρη ισοπεδωτική λογική με αγνόηση στοιχειωδώς των αναγκαίων όρων ανταποδοτικότητας εισφορών-παροχών.
Πρόσθετα με την εφαρμογή ατυχώς των διάφορων πέναλτι,που προβλέπονται και επιβάλλονται για εντελώς ξεχωριστούς λόγους στο ΙΚΑ και που καμιά σχέση δεν έχουν με τις καταστατικές προβλέψεις της ΤτΕ, ή την κατάργηση των προσαυξήσεων, για τις οποίες πληρώθηκαν εισφορές αναγνώρισης κ.ά,  καταπατάται πλήρως κάθε έννοια ανταποδοτικότητας και δίκαιης προσδοκίας των συνταξιούχων της ΤτΕ.

Ύψος και Ανταποδοτικότητα Εισφορών
Οι εισφορές στο γενικότερο ασφαλιστικό σύστημα του ΙΚΑ ανέρχονται για κύρια σύνταξη στο σύνολο του 20%, καταβαλλόμενες αυστηρά στο σύνολο των μικτών αποδοχών με ανώτατο ύψος ασφαλιστέων αποδοχών τα 2.432,25 ευρώ μέχρι και 31/12/2012 και τα 5.546,80 ευρώ από 1/1/2013 σύμφωνα με το Ν.4093/2012, ενώ στην ΤτΕ ανέρχονταν την 31/12/2012 για κύρια σύνταξη στο 38%, καταβαλλόμενες στο σύνολο των μικτών αποδοχών (τακτικών, εκτάκτων και υπερωριών), χωρίς κανένα όριο ύψους ασφαλιστέων αποδοχών. Μάλιστα και μετά τον νόμο 4093/2012, εξακολουθούν να ισχύουν οι προβλέψεις του καταστατικού ως προς τον υπολογισμό των εισφορών στο σύνολο των αποδοχών.
Για την επικουρική σύνταξη στο γενικότερο ασφαλιστικό σύστημα οι εισφορές κυμαίνονται με ανώτατο όριο το 6% για το σύνολο των μικτών αποδοχών με προσδιορισμένο επίσης  ανώτατο ύψος ασφαλιστέων αποδοχών, ενώ στην ΤτΕ ανέρχονται στο 8,2% χωρίς κανένα όριο ύψους ασφαλιστέων αποδοχών, αλλά στο σύνολο των αποδοχών (τακτικών, εκτάκτων και υπερωριών). Παράλληλα τόσο για την κύρια όσο και για την επικουρική (Μέρισμα) σύνταξη, οι εργαζόμενοι στην ΤτΕ καταβάλλουν πρόσθετες εφ άπαξ εισφορές στους λογαριασμούς καταβολής κύριας σύνταξης και μερίσματος με την πρόσληψη, την προαγωγή, την τοποθέτηση, την εφαρμογή των ΣΣΕ, τα οικογενειακά επιδόματα,  κ.ά. 
 
Ποσοστό Υπολογισμού Σύνταξης
Στο γενικότερο ασφαλιστικό πλαίσιο το ποσοστό υπολογισμού σύνταξης αποτελεί σήμερα το 70% των αποδοχών για τις οποίες καταβλήθηκαν εισφορές (σχετικά αναφέραμε παραπάνω), ενώ στην ΤτΕ με τον περιορισμό του ποσού των συνταξίμων αποδοχών σύμφωνα με τις καταστατικές προβλέψεις, εφαρμόζοντας το ποσοστό υπολογισμού σύνταξης που προβλέπουν νόμοι που όμως αφορούν σε συντάξεις που υπολογίζονται στο σύνολο των αποδοχών, καταλήγουμε σε τραγικά αποτελέσματα. Το πραγματικό ποσοστό υπολογισμού της σύνταξης αντιστοιχεί στο 15% περίπου των αποδοχών επί των οποίων γίνονται κρατήσεις για τα μέλη της Διοίκησης,               στο 27%45% για Διευθυντές-Υποδιευθυντές- Εντεταλμένους και 50%65% για τον υπολογισμό των συντάξεων του υπόλοιπου προσωπικού!!! 
 
Όρια Ηλικίας Συνταξιοδότησης
Και εδώ πραγματικά υπάρχει ένα μωσαϊκό απαράδεκτων καταστάσεων. Από τη μια οι γενικότεροι κανόνες του ασφαλιστικού που συγκρούονται όμως με τις Καταστατικές προβλέψεις υποχρεωτικής συνταξιοδότησης λόγω ορίου ηλικίας, με την παράλληλη εφαρμογή των προβλεπόμενων πέναλτι για αποχώρηση σε ηλικία κατώτερη του υποχρεωτικού ορίου… Ζητήματα που επιδέχονται πλήθος ερμηνειών και είναι πρόσφορα για δικαιολογημένες νομικές προσφυγές. Ζητήματα που έλκουν την εφαρμογή τους στο γενικότερο ασφαλιστικό πλαίσιο του ΙΚΑ για διαφορετικούς λόγους, ανύπαρκτους και ασύμβατους με την πολιτική προσωπικού που Καταστατικά ακολουθεί η ΤτΕ. Πολλά ακόμα παραδείγματα θα μπορούσαν να αναφερθούν που απεικονίζουν την πολυδαίδαλη κατάσταση στην οποία έχουμε περιέλθει και είναι αποτέλεσμα της έλλειψης σταθερής στρατηγικής προσέγγισης του τρόπου και των μέσων διαχείρισης των προβλέψεων του Καταστατικού της ΤτΕ και των σχετικών νόμων.
 
Δώρα εορτών– Επίδομα αδείας
Με το νόμο της ένταξης των Ταμείων στην ΤτΕ ανατίθεται σαφώς στο Γενικό Συμβούλιο της ΤτΕ και στο Συμβούλιο Ασφάλισης η καταβολή των παροχών που προβλέπονται από το Καταστατικό του τέως Μετοχικού Ταμείου, χωρίς παρέμβαση και δικαίωμα ψήφου του συμμετέχοντα μόνο για θέματα κύριας σύνταξης κυβερνητικού επιτρόπου. Αυτό εξ άλλου επιβεβαιώνεται και από την απάντηση της αρμόδιας Διευθύντριας του Υπουργείου Εργασίας στο συνάδελφο Μπαλασκώνη Ανδρέα σε ερώτημά του για την αρμοδιότητα της εποπτείας και του έλεγχου της επικουρικής σύνταξης στην ΤτΕ. Η έγγραφη απάντησή της είναι ότι: Η εποπτεία και ο έλεγχος της επικουρικής σύνταξης ανήκει αποκλειστικά στην ΤτΕ και στα αρμόδια όργανά της. Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που το αντίστοιχο ¨ Μετοχικό Ταμείο¨ της ΕΤΕπου λειτουργεί ως λογαριασμός και δεν εποπτεύεται από το Υπουργείο, εξακολουθεί ακόμα να καταβάλλει κανονικά τα Δώρα και το επίδομα αδείας. Τα Ταμεία αυτής της νομικής μορφής δηλαδή Ν.Π.Ι.Δ. ή οι λογαριασμοί εάν δεν έχουν χρήματα για την καταβολή των υποχρεώσεών τους είναι υποχρεωμένα να βρουν λύση χωρίς καμιά παρεμβολή του Υπουργείου το οποίο δεν εγγυάται τις επικουρικές συντάξεις των Ν.Π.Ι.Δ. ή των λογαριασμών.  Στην περίπτωση της  ΤτΕ, η οποία και με το νόμο ανέλαβε η ίδια την υποχρέωση καταβολής του μερίσματος στο προσωπικό της από την 1/1/2011, δεν μπορεί να προβληθεί λόγος οικονομικής αδυναμίας, όταν μάλιστα το  καταστατικό της ΤτΕ είναι και καταστατικό της ΕΚΤ. Από αυτό και μόνο παράγεται η υποχρέωση συνέχισης της καταβολής των Δώρων εορτών και του Επιδόματος αδείας στο μέρισμα, πολύ περισσότερο αφού από την μη καταβολή τους δεν επέρχεται καμία μείωση των ελλειμμάτων του λογαριασμού κοινωνικής ασφάλισης της Γενικής Κυβέρνησης, σκοπό στον οποίο κατατείνει το σχετικό μέτρο.

Τα συνταξιοδοτικά μας δικαιώματα μετά τον Ν.3863/2010
Το περιεχόμενο της νομοθετικής ρύθμισης (Ν.3863 άρθρο 64) εν μέσω του μνημονίου (Ιούλιος 2010), είναι απολύτως σαφές και προσδιορίζει τα όρια της αυτοτέλειας και ανεξαρτησίας της ΤτΕ ως ασφαλιστικού φορέα του προσωπικού της. Αναφέρει τη συμμετοχή κυβερνητικού επιτρόπου, χωρίς δικαίωμα ψήφου, στο Συμβούλιο Ασφάλισης για την άσκηση της πολιτικής του ως προς την κύρια σύνταξη (Ν.4021/2011 άρθρα 44,45)  και πλήρη αυτοτέλεια στο προϊόν των συλλογικών της υποχρεώσεων στο πρώην Μετοχικό. Μάλιστα ρητά αναφέρεται πως με τις εν γένει συνταξιοδοτικές δαπάνες, βαρύνεται η ΤτΕ και μόνο Ακόμα και με το Ν.3193/2003,  η ΤτΕ καθίσταται απολύτως υπόχρεη έναντι των καταστατικά προβλεπόμενωνυποχρεώσεών της στους τομείς κύριας και επικουρικής σύνταξης.  Επίσης στο Ν.3863/2010 άρθρο 37 σαφώς εξαιρείται «το σύστημα ασφάλισης προσωπικού της Τράπεζας της Ελλάδος» από τη χρηματοδότηση της βασικής σύνταξης των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης και του ΝΑΤ.
Επομένως οι ασφαλιστικές παροχές προς το προσωπικό της ΤτΕ ουδεμία σχέση έχουν με το συνολικό σκέλος των κοινωνικών δαπανών των υπόλοιπων συνταξιοδοτικών ταμείων, για τα οποία γίνεται σαφής αναφορά στον εκάστοτε κρατικό προϋπολογισμό. Οι υποχρεώσεις αυτές της ΤτΕ απέναντι στο προσωπικό της, ουδέποτε καταγράφηκαν στις εν γένει συνταξιοδοτικές δαπάνες που στατιστικά αποτυπώνει η ΕΛΣΤΑΤ. Επομένως δεν αποτυπώνονται και δεν επιβαρύνουν λογαριασμό της Γενικής Κυβέρνησης όπως γίνεται με τις  συντάξεις των υπολοίπων ταμείων και δεν μπορεί να χρηματοδοτούνται τα ελλείμματα της Γενικής Κυβέρνησης από την ΤτΕ,  ακόμα και αν πρόκειται για ελλείμματα στο τομέα των συνταξιοδοτικών δαπανών. Γεγονός στο οποίο οδηγούμεθα όταν η ΤτΕ που καλύπτει η ίδια εξ ιδίων πόρων τις συνταξιοδοτικές ανάγκες του προσωπικού της, εφαρμόζει διατάξεις νόμων η σκοπιμότητα των οποίων εισηγητικά αφορά τα  ελλείμματα της κοινωνικής ασφάλισης και τη μείωση των δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης.

Το Συνταξιοδοτικό μας καθεστώς στα πλαίσια της ΗΔΙΚΑ Α.Ε.
Η αποστολή των πρώτων στοιχείων στην ΗΔΙΚΑ Α.Ε. όπως καθόριζε ο Ν. 3863/2010 άρθρο 35 για τα Ταμεία να δεχθούμε ότι ίσως ήταν υποχρέωση επειδή η κατάργηση των Ταμείων μας έγινε την 31.12.2010, αλλά στη συνέχεια δεν υπάρχουν πλέον Ταμείακαι οι σχετικές με τα συνταξιοδοτικά θέματα εργασίες έχουν ενσωματωθεί σε Υπηρεσιακές μονάδες της Τράπεζας, η λειτουργία των οποίων είναι εσωτερική υπόθεση της ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. Για το γεγονός αυτό θα έπρεπε η ΤτΕ να ενημερώσει αρμοδίως, ώστε να αποκρουσθεί εν τη γενέσει της η εφαρμογή ενός νόμου και στη συνέχεια μιας υπουργικής απόφασης κατ΄ επιταγή του Ν.4093/12, η οποία καμιά σχέση δεν είχε με την ΤτΕ ουσιαστικά και τυπικά. Θα μπορούσαμε να δεχθούμε πως ορθά η ΤτΕ πληροφόρησε  το σύστημα της ΗΔΙΚΑ Α.Ε. για τους συνταξιούχους της για τη καταγραφή και μόνο των διπλό ή τριπλό συνταξιούχων, έτσι ώστε η δαπάνη της γενικής κυβέρνησης από την οποία χρηματοδοτούνται τα άλλα ταμεία, να είναι ακριβής. Πως όμως μπορεί να δικαιολογηθεί η υποχώρησή της  και η πληρωμή των συντάξεων σε ενιαία ημερομηνία καταβολής ή η αποδοχή πως κάποιος άλλος και όχι τα αρμόδια Τμήματα και το Λογιστήριο της ανεξάρτητης ΤτΕ θα υπολογίζει και θα χορηγεί τα ποσά με τα οποία βαρύνεται αποκλειστικά η ίδια και κανένας άλλος; (Ν.3863/2010 άρθρα 37 και 64, Ν 3193/2003 άρθρο 18). Η καταγραφή και ο προσδιορισμός των δαπανών με τις οποίες βαρύνεται ο κρατικός προϋπολογισμός μέσω των συνταξιοδοτικών ταμείων, καθώς και η χορήγηση φορολογικά διασταυρωμένης βεβαίωσης από την ΗΔΙΚΑ μέσω Γ. Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων είναι γενικά μια σωστή πράξη που αφορά την ακριβή λειτουργία των λογαριασμών της γενικής κυβέρνησης και σε αυτό και μόνο πρέπει να συμβάλλει η αποστολή στοιχείων εκ μέρους της ΤτΕ . Η αντικατάσταση όμως της ΤτΕ ως φορέα ασφάλισης του προσωπικού της, λογιστικά, οικονομικά, συνταξιοδοτικά  και φορολογικά, από μια εξωτερική Α.Ε. και μάλιστα κρατικής εντολοδόχου.., θέτει υπό έλεγχο το χειρισμό του ασφαλιστικού καθεστώτος του προσωπικού της και το αρχείο πληρωμής των συνταξιούχων της που είναι αποκλειστικά δική της καταστατικά υποχρέωση.  Με τον τρόπο αυτό, καταργείται  το σύνολο της ανεξαρτησίας της ΤτΕ αφού τίθεται εν δυνάμει σε αμφιβολία το αληθές των πράξεών της ως θεσμικού ανεξάρτητου φορέα με νομοθετική μάλιστα δικαιοδοσία σε ειδικά θέματα όπως επίσης αυτά προβλέπονται από το καταστατικό της.  Μια τέτοια μη στρατηγική αντιμετώπιση του όλου θέματος και η επερχόμενη κατάληξη της ενσωμάτωσής μας στον Εθνικό Φορέα Συνταξιούχων, δεν αντιμετωπίζονται με λογικές προγραμμάτων μετεργασιακής παροχής και μάλιστα προϊόντων ιδιωτικής ασφάλισης. Όχι μόνο δεν αποτρέπεται η λογική ενσωμάτωσής μας στον Εθνικό Φορέα Συνταξιούχων των 360 ευρώ, αλλά προλειαίνεται το έδαφος για την εφαρμογή αυτών που πλασάρονται στα έντυπα και ηλεκτρονικά ΜΜΕ, για ενσωμάτωση κύριας και επικουρικής σύνταξης, με επανένταξη και των νυν συνταξιούχων στο νέο τρόπο υπολογισμού συντάξεων μετά το 2015. H διαδικασία αυτή σε καμιά περίπτωση δεν έπρεπε να αφορά στο χώρο μας αφού, τόσο με νόμο επικυρωμένο με διεθνή σύμβαση όπως είναι αυτός της δημιουργίας της ΤτΕ, αλλά και με τη νομοθετική επιβεβαίωση των δύο πρόσφατων ψηφισθέντων  νόμων από το Ελληνικό Κοινοβούλιο, των Ν.3863/2010 άρθρα 37 και 64, 3193/2003 άρθρο 18, η δαπάνη των ασφαλιστικών υποχρεώσεων της ΤτΕ έναντι του προσωπικού της, αποτελεί καταστατική υποχρέωση της ίδιας, η οποία για αυτό το σκοπό έχει προβεί και έχει αποτυπώσει τις αναγκαίες προβλέψεις στον Ισολογισμό της. Παράλληλα πρέπει να ξεκαθαρισθεί προς όλες τις πλευρές, πως δεν υπήρχαν και δεν υπάρχουν ευγενή ή ειδικά ταμεία στην ΤτΕ.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Είναι ανάγκη να ξεκαθαρίσουμε σε όλα τα επίπεδα την υποστήριξη των θέσεών μας με στρατηγική οπτική και όχι στη βάση των κάθε φορά επικοινωνιακών ή άλλων αναγκών των κυβερνήσεων. Η λειτουργία των Υπηρεσιακών Μονάδων με αρμοδιότητα τα συνταξιοδοτικά μας θέματα, οι οποίες είναι οργανωτικά ενταγμένες στην Ττ Ε., πρέπει να ακολουθούν τη συνολική λογική και λειτουργία της Τράπεζας και όχι διαδικασίες που ακολουθούσαν ως ταμεία. Για εμάς δεν υπάρχουν πλέον ευγενή ή ειδικά ταμεία.  Έτσι δεν μπορεί να εφαρμόζουμε τα δυσμενή για εμάς στοιχεία από το γενικότερο ασφαλιστικό, αλλά όπου αυτά είναι ευνοϊκότερα, εμείς να εξακολουθούμε να εφαρμόζουμε τα δυσμενέστερα προβλεπόμενα στα Καταστατικά των πρώην Ταμείων της ΤτΕ.  Πρέπει να παίρνουμε υπόψη τις γενικότερες ρυθμίσεις αλλά στο δικό μας πλαίσιο αυτό του Καταστατικού της ΤτΕ, των καταστατικών των πρώην Ταμείων και της  θεσμικής ανεξαρτησίας της ΤτΕ ως Κεντρικής Τράπεζας του Ευρωσυστήματος.

Συνημμένα: Παράρτημα με άρθρα Καταστατικού ΤτΕ και νόμωνπου αφορούν στα Συνταξιοδοτικά Ταμεία της ΤτΕ.
______________________________________

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΕΓΓΡΑΦΩΝ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ

Α. ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΤτΕ
ΕΚΔΟΣΗ Θ
ΑΘΗΝΑ 2000

Α1 ΤΜΗΜΑ V
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΝ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ
Άρθρον 38

……………………..
Oι Διευθυνταί και υπάλληλοι της Τραπέζης λαμβάνουσι τον μισθόν αυτών, την σύνταξιν ή οιασδήποτε άλλας αμοιβάς υπό τους υπό του Γενικού Συμβουλίου τιθεμένους όρους. ………………………

Α2 ΤΜΗΜΑ ΧΙΙΙ
ΔΙΑΘΕΣΙΣ ΚΕΡΔΩΝ
Άρθρον 71

1.Μετά τον καταλογισμόν προβλέψεων δια τας άνευ αξίας ή επισφαλείς απαιτήσεις, την υποτίμησιν των στοιχείων του ενεργητικού, τας καταβολάς εις τα Ταμεία Προσωπικού και Συντάξεων και δια πάντα τα ενδεχόμενα εκείνα, δι΄ α συνήθως γίνεται πρόβλεψις παρά των Τραπεζών και μετά την πλωρημήν εκ των καθαρών κερδών της Τραπέζης μερίσματος ………………….

Α3  Τροποποιήσεις Καταστατικού

ΝΟΜΟΣ 4021/2011 (ΦΕΚ Α΄ 218/3 Οκτωβρίου 2011), ΑΡΘΡΟ 44
Κύρωση της από 18.4.2011 απόφασης της 78ης Ετήσιας Τακτικής Γενικής Συνέλευσης των
µετόχων της Τράπεζας της Ελλάδος, περί τροποποίησης και προσθήκης άρθρων του
Καταστατικού της
Κυρώνεται η από 18 Απριλίου 2011 απόφαση της 78ης Ετήσιας Τακτικής Γενικής Συνέλευσης των µετόχων της Τράπεζας της Ελλάδος, περί τροποποίησης και προσθήκης άρθρων του Καταστατικού της ίδιας Τράπεζας, το κείµενο της οποίας έχει ως εξής:
……………………..
6. Μετά το άρθρο 37 προστίθεται άρθρο 37Α, ως εξής:
«Άρθρο 37Α
Για την άσκηση, από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύµφωνα µε το νόµο και το προτελευταίο εδάφιο του άρθρου 38 του παρόντος, του έργου της κοινωνικής ασφάλισης του προσωπικού της, συνιστάται “Συµβούλιο Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος”, το οποίο συγκροτείται µε απόφαση του Γενικού Συµβουλίου της Τράπεζας, έχει τριετή θητεία και αποτελείται από: α) τον ∆ιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ως Πρόεδρο, αναπληρούµενο από έναν Υποδιοικητή ή ένα µέλος του Γενικού Συµβουλίου της Τράπεζας που υποδεικνύει το Συµβούλιο αυτό, β) τρεις (3) ανώτατους ή ανώτερους υπαλλήλους της Τράπεζας της Ελλάδος που υποδεικνύονται, µε τους αναπληρωτές τους, από το Γενικό Συµβούλιο της Τράπεζας της Ελλάδος, γ) δύο (2) εκπροσώπους των ασφαλισµένων, µέλη του προσωπικού της Τράπεζας της Ελλάδος, που υποδεικνύονται, µε τους αναπληρωτές τους, από το Σύλλογο Υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος και δ) έναν (1) εκπρόσωπο των συνταξιούχων, που υποδεικνύεται, µε τον αναπληρωτή του, από το Σύλλογο Συνταξιούχων της Τράπεζας της Ελλάδος. Στις συνεδριάσεις του Συµβουλίου Ασφάλισης µετέχει χωρίς δικαίωµα ψήφου Κυβερνητικός Επίτροπος, ο οποίος διορίζεται, µε τον αναπληρωτή του, σύµφωνα µε τις ισχύουσες για τους ασφαλιστικούς οργανισµούς διατάξεις της νοµοθεσίας, καλείται δε πάντοτε, επί ποινή ακυρότητας της συνεδρίασης, σε όλες τις συνεδριάσεις. Αρµοδιότητες του Κυβερνητικού Επιτρόπου είναι εκείνες που ορίζονται για τους κυβερνητικούς επιτρόπους στα ∆ιοικητικά Συµβούλια των Ασφαλιστικών Οργανισµών από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις νόµων για θέµατα του κλάδου κύριας σύνταξης. Η απουσία του Κυβερνητικού Επιτρόπου ή του αναπληρωτή του, εφόσον αυτοί έχουν προσκληθεί κανονικά και δεν προσήλθαν, δεν επηρεάζει το κύρος των συνεδριάσεων του Συµβουλίου. Χρέη γραµµατέα του Συµβουλίου Ασφάλισης εκτελεί υπάλληλος της Τράπεζας της Ελλάδος, ο οποίος ορίζεται µε τον αναπληρωτή του µε Πράξη του Προέδρου. Το Συµβούλιο Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος καταρτίζει Κανονισµό Λειτουργίας, ο οποίος εγκρίνεται µε απόφαση του Γενικού Συµβουλίου της Τράπεζας της Ελλάδος.
Το Συµβούλιο Ασφάλισης χαράσσει εξ ονόµατος του Γενικού Συµβουλίου τις γενικές κατευθύνσεις της πολιτικής της Τράπεζας ως φορέα ασφάλισης του προσωπικού της και αποφαίνεται επί γενικών ζητηµάτων σχετικών µε την εφαρµογή της ισχύουσας νοµοθεσίας από τα αρµόδια όργανα της Τράπεζας. Αποφαίνεται, επίσης, επί ενστάσεων κατά πάσης φύσεως αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος ως φορέα ασφάλισης του προσωπικού της, εν όλω ή εν µέρει απορριπτικών και εγκρίνει την άσκηση όλων των ενδίκων βοηθηµάτων και ενδίκων µέσων της Τράπεζας της Ελλάδος ως φορέα ασφάλισης του προσωπικού της σε κάθε δικαστήριο ανεξαρτήτως βαθµού και δικαιοδοσίας.»

Β. ΝΟΜΟΙ
Β1. Ν.3193/2003
Άρθρο 18
Με βάση τις υποχρεώσεις της Τράπεζας της Ελλάδος που απορρέουν από το άρθρο 38, για την καταβολή μισθού και σύνταξης (κύριας και επικουρικής), σε συνδυασμό με το άρθρο 71 του Καταστατικού της (Ν. 3424/ 1927):
α) Η Τράπεζα της Ελλάδος εξακολουθεί να διασφαλίζει στο ακέραιο, με κάθε πρόσφορο τρόπο, τη βιωσιμότητα των οικείων Ασφαλιστικών Ταμείων ("Ταμείο Συντάξεων Προσωπικού Τράπεζας της Ελλάδος" και "Μετοχικό Ταμείο Υπαλλήλων Τράπεζας της Ελλάδος") και τις ασφαλιστικές παροχές προς το προσωπικό της, όπως αυτές καταβάλλονται σύμφωνα με τα Καταστατικά των παραπάνω Ταμείων και την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία.
β) Τα προαναφερόμενα Ταμεία του Προσωπικού της Τράπεζας της Ελλάδος λειτουργούν με την υφιστάμενη νομική μορφή τους και παραμένουν αυτοτελή, μη υπαγόμενα στις ρυθμίσεις των άρθρων 5 και 6του Ν. 
3029/2002.

Β2. Ν.3863/2010
Άρθρο 37
Χρηματοδότηση συστήματος κοινωνικής ασφάλισης
Από 1.1.2011 και εφεξής οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και το ΝΑΤ επιχορηγούνται με βάση την ισχύουσα νομοθεσία και ειδικά για τα έτη 2010-2013, τηρουμένων των στόχων του Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης και του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας             (ν. 3845/2010).
Από 1.1.2015 το κράτος αναλαμβάνει τη χρηματοδότηση της βασικής σύνταξης όλων των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και του ΝΑΤ, πλην των Ε.Τ.Α.Α., Ε.Τ.Α.Π.-Μ.Μ.Ε. και του συστήματος ασφάλισης προσωπικού της Τράπεζας της Ελλάδος. Το ποσό αυτό επιμερίζεται στους οργανισμούς ανάλογα με τον αριθμό των δικαιούχων και των ποσών που καταβάλλονται. Ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ενημερώνει τη Βουλή των Ελλήνων, ανά εξάμηνο για την εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης και γενικότερα του ασφαλιστικού συστήματος.
Άρθρο 64
Ασφάλιση του προσωπικού της Τράπεζας της Ελλάδος
1. Από την 1.1.2011 η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) αναλαμβάνει και ενεργεί την κοινωνική ασφάλιση του προσωπικού της, ως προς τους κλάδους κύριας και επικουρικής σύνταξης. Ασφαλιστέα πρόσωπα είναι αυτά που ορίζονται στο άρθρο 6 του Καταστατικού του πρώην ΤΣΠ-ΤΕ (ΦΕΚ 174 Β’, απόφαση Υπουργού Εθνικής Οικονομίας 21545/1927), καθώς και στο άρθρο 2 του Καταστατικού του καταργούμενου με το άρθρο αυτό Μετοχικού Ταμείου ΤτΕ.
Από την ίδια ως άνω ημερομηνία παύει η ασφάλιση των ανωτέρω προσώπων στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ- ΕΤΑΜ και καταργείται το «Μετοχικό Ταμείο Υπαλλήλων Τράπεζας της Ελλάδος». Το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού τόσο του πρώην ΤΣΠ-ΤΕ, που είχε περιέλθει στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ βάσει των άρθρων 1 και 2 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α ), όσο και του καταργούμενου Μετοχικού Ταμείου Τράπεζας της Ελλάδος, περιέρχεται αυτοδίκαια στην Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία αποτελεί καθολική διάδοχο αυτών, χωρίς την καταβολή οποιουδήποτε φόρου, τέλους ή δικαιώματος τρίτων. Η οικονομική επιβάρυνση του κλάδου σύνταξης του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, η οποία προκύπτει από την ένταξη σε αυτόν του ΤΣΠ-ΤΕ κατά το χρονικό διάστημα από 1.8.2008 έως 31.12.2010 αφαιρείται από το μεταφερόμενο ενεργητικό υπέρ του κλάδου σύνταξης του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ. Το ύψος της οικονομικής επιβάρυνσης καθορίζεται με οικονομική μελέτη που εκπονείται από τη Διεύθυνση Αναλογιστικών μελετών της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων σε συνεργασία με τη Διεύθυνση Αναλογιστικών Μελετών και Στατιστικής του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ κατά το χρονικό διάστημα 1.1.2011 έως 28.2.2011.
Οι έως την 31.12.2010 συνταξιούχοι του πρώην ΤΣΠ/ΤΕ-ΙΚΑ/ΕΤΑΜ και του καταργούμενου Μετοχικού Ταμείου Υπαλλήλων Τράπεζας της Ελλάδος καθίστανται συνταξιούχοι της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία βαρύνεται στο εξής με την καταβολή των συντάξεών τους.
Ο καθορισμός του χρόνου ασφάλισης, το είδος και το ύψος των παροχών, το ύψος των εισφορών, ο υπολογισμός του ποσού της σύνταξης και οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης διέπονται αντιστοίχως από τις διατάξεις του καταστατικού του πρώην ΤΣΠ-ΤΕ, όπως διαμορφώνονται με τις γενικές διατάξεις νόμων, τις διατάξεις του παρόντος νόμου, του Καταστατικού του «Μετοχικού Ταμείου Υπαλλήλων Τράπεζας της Ελλάδος» και τις γενικές διατάξεις νόμων.
Οι διατάξεις αυτές καθίστανται καταστατικές διατάξεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ως φορέα ασφάλισης του προσωπικού της, μεταφέρονται δε σε αυτήν όλα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των ασφαλισμένων και συνταξιούχων των κλάδων της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού.

Οι καταστατικές αυτές διατάξεις, προσαρμοσμένες ως ανωτέρω, τροποποιούνται:
α) με απόφαση του Συμβουλίου Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος, εγκρινόμενη από το Γενικό Συμβούλιο της Τράπεζας της Ελλάδος, προκειμένου για θέματα του Καταστατικού του Μετοχικού Ταμείου Υπαλλήλων Τράπεζας της Ελλάδος,
β) με απόφαση του Συμβουλίου Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος, εγκρινόμενη από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, προκειμένου για καταστατικές διατάξεις του πρώην ΤΣΠ-ΤΕ.
Για την εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν στη μεταβολή ασφαλιστικού φορέα, η Τράπεζα της Ελλάδος θεωρείται Οργανισμός Ασφάλισης.
Χρόνος απασχόλησης στη ΤτΕ για τον οποίο χώρησε ασφάλιση στο πρώην ΤΣΠ-ΤΕ ή στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ κατά το χρονικό διάστημα από 1.8.2008 μέχρι την 31.12.2010 καθώς και χρόνος που αναγνωρίσθηκε και εξαγοράστηκε ως συντάξιμος στο πρώην ΤΣΠ-ΤΕ ή στον Κλάδο Σύνταξης του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ λογίζεται ως διανυθείς στην ασφάλιση της Τράπεζας της Ελλάδος.
Εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις του πρώην ΤΣΠ/ΤΕ-ΙΚΑ/ΕΤΑΜ και του καταργούμενου Μετοχικού Ταμείου Τράπεζας της Ελλάδος συνεχίζονται από την Τράπεζα της Ελλάδος, χωρίς να επέρχεται διακοπή δίκης. Δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται ισχύουν έναντι της Τράπεζας της Ελλάδος.
Όπου από τις ισχύουσες γενικές διατάξεις νόμων ρυθμίζεται ζήτημα που αφορά τους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους του πρώην ΤΣΠ-ΤΕ ή εν γένει των πρώην Ειδικών Ταμείων, η ρύθμιση αφορά και τους ασφαλισμένους και συνταξιούχους της Τράπεζας της Ελλάδος.
 
2. Στην Τράπεζα της Ελλάδος συστήνεται «Συμβούλιο Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος», το οποίο συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, έχει τριετή θητεία και αποτελείται από:
α) τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ως Πρόεδρο, αναπληρούμενο από έναν Υποδιοικητή ή ένα μέλος του Γενικού Συμβουλίου της Τράπεζας που υποδεικνύει το Συμβούλιο αυτό,
β) έναν (1) υπάλληλο της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων και έναν (1) υπάλληλο του Υπουργείου Οικονομικών που ορίζονται, με τους αναπληρωτές τους, από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και τον Υπουργό Οικονομικών αντίστοιχα,
γ) έναν (1) ανώτερο υπάλληλο της Τράπεζας της Ελλάδος, που υποδεικνύεται, με τον αναπληρωτή του, από το Γενικό Συμβούλιο της Τράπεζας της Ελλάδος,
δ) δύο (2) εκπροσώπους των ασφαλισμένων, μέλη του προσωπικού της Τράπεζας της Ελλάδος, που υποδεικνύονται, με τους αναπληρωτές τους, από το Σύλλογο Υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος και
ε) έναν εκπρόσωπο των συνταξιούχων, που υποδεικνύεται, με τον αναπληρωτή του, από το Σύλλογο Συνταξιούχων της Τράπεζας της Ελλάδος.
Στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Ασφάλισης μετέχει χωρίς δικαίωμα ψήφου ως Κυβερνητικός Επίτροπος υπάλληλος κατηγορίας ΠΕ, προϊστάμενος Γενικής Διεύθυνσης ή Διεύθυνσης ή Τμήματος της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ο οποίος καλείται πάντοτε, επί ποινή ακυρότητας της συνεδρίασης, σε όλες τις συνεδριάσεις. Αρμοδιότητες του Κυβερνητικού Επιτρόπου είναι εκείνες που ορίζονται για τους κυβερνητικούς επιτρόπους στα Διοικητικά Συμβούλια των Ασφαλιστικών Οργανισμών από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις νόμων και για θέματα του κλάδου κύριας σύνταξης.
Οι συνεδριάσεις του Συμβουλίου Ασφάλισης θεωρούνται ότι έγιναν νόμιμα και σε περίπτωση απουσίας του Κυβερνητικού Επιτρόπου ή του αναπληρωτή του, εφόσον αυτοί έχουν προσκληθεί κανονικά και δεν προσήλθαν.
Χρέη γραμματέα του Συμβουλίου Ασφάλισης εκτελεί υπάλληλος της Τράπεζας της Ελλάδος, ο οποίος ορίζεται με τον αναπληρωτή του με πράξη του Προέδρου.
Ο γραμματέας του Συμβουλίου Ασφάλισης επιλαμβάνεται της τήρησης των πρακτικών, τα οποία τηρούνται σε αριθμημένα φύλλα βιβλιοδετημένα στο τέλος κάθε ημερολογιακού έτους, τηρεί ευρετήριο όλων των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφάλισης, συντάσσει και αποστέλλει με εντολή του Προέδρου τις προσκλήσεις στα μέλη αυτού και επιμελείται της κοινοποίησης των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφάλισης στον Πρόεδρο και στις αρμόδιες υπηρεσίες της Τράπεζας της Ελλάδος για την εκτέλεση αυτών.
Το Συμβούλιο Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος εκλέγει στην πρώτη συνεδρίαση με μυστική ψηφοφορία των παρόντων μελών τον Αντιπρόεδρο, ο οποίος αναπληρώνει τον Πρόεδρο όταν απουσιάζει ή κωλύεται. Ο Αντιπρόεδρος διατηρεί το αξίωμά του εφόσον διατηρεί την ιδιότητα του μέλους. Σε περίπτωση έκπτωσης, θανάτου ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο αποχώρησης από το Συμβούλιο Ασφάλισης, ενεργείται νέα εκλογή για το υπόλοιπο της θητείας του εκπεσόντος, αποβιώσαντος ή αποχωρήσαντος Αντιπροέδρου.
Οι αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος δεν εκτελούνται πριν από την επικύρωσή τους από αυτό. Σε κάθε συνεδρίαση επικυρώνονται τα πρακτικά της προηγούμενης συνεδρίασης, πλην των περιπτώσεων κατά τις οποίες το Συμβούλιο αποφασίζει την επικύρωσή τους αμέσως.
Για τη λειτουργία του Συμβουλίου έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας.
Το Συμβούλιο Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος συγκαλείται και συνεδριάζει στην έδρα της Τράπεζας της Ελλάδος.
Το Συμβούλιο Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος καταρτίζει κανονισμό λειτουργίας, ο οποίος εγκρίνεται με απόφαση του Γενικού Συμβουλίου της Τράπεζας της Ελλάδος.
 
3. Οι αρμοδιότητες του Συμβουλίου Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος είναι οι εξής:
α) Καθορίζει την πολιτική δράσης του και αποφασίζει για όλα τα ζητήματα διοίκησης, οργάνωσης και διαχείρισης προς εκπλήρωση των σκοπών του, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.
β) Εισηγείται προς το εποπτεύον Υπουργείο νομοθετικά μέτρα για τη βελτίωση ή τροποποίηση των καταστατικών διατάξεων.
γ) Εγκρίνει τον προϋπολογισμό, απολογισμό και ισολογισμό εκάστου οικονομικού έτους, καθώς και τις απαιτούμενες τροποποιήσεις του προϋπολογισμού κατά την εκτέλεσή του.
δ) Διαχειρίζεται την περιουσία του πρώην ΤΣΠ-ΤΕ και του καταργούμενου Μετοχικού Ταμείου Τράπεζας της Ελλάδος σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις.
ε) Αποφασίζει για την επενδυτική πολιτική και την εν γένει αξιοποίηση των κεφαλαίων, της κινητής και ακίνητης περιουσίας, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται από την εκάστοτε νομοθεσία.
στ) Μεριμνά για την είσπραξη των πόρων και αποφασίζει με βάση τις ισχύουσες διατάξεις για τις πάσης φύσεως παροχές.
ζ) Αποφασίζει για την εκτέλεση έργων, την εκπόνηση μελετών, την παροχή υπηρεσιών από τρίτους, φυσικά ή νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ομάδες εργασίας, εξουσιοδοτώντας τον Πρόεδρο για την υπογραφή των σχετικών συμβάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας.
η) Αποφασίζει επί παντός θέματος σχετικά με τη δικαστική επιδίωξη οποιασδήποτε αξιώσεως υπέρ ή κατά της Τράπεζας της Ελλάδος ως φορέα ασφάλισης του προσωπικού της σε κάθε δικαστήριο ανεξαρτήτως βαθμού και δικαιοδοσίας.
θ) Αποφασίζει για τη συμμετοχή του προσωπικού σε προγράμματα εκπαίδευσης, ενημέρωσης ή επιμόρφωσης.
ι) Αποφασίζει τη σύσταση πάγιας προκαταβολής για μικροδαπάνες, το ύψος αυτής, τις πιστώσεις, εις βάρος των οποίων επιτρέπεται η πληρωμή δαπανών από αυτή ως και τον ορισμό του υπολόγου διαχειριστή της.
ια) Εγκρίνει κάθε είδους δαπάνη για τη διενέργεια διαγωνισμών για την προμήθεια αγαθών, υπηρεσιών και εκτέλεση έργων, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, καθορίζοντας τους όρους και τις προϋποθέσεις των υποβαλλόμενων προσφορών. Δύναται, επίσης, σε εξαιρετικές περιπτώσεις να αναθέτει στον Πρόεδρο του Συμβουλίου Ασφάλισης τη διενέργεια διαγωνισμών για την προμήθεια αγαθών, υπηρεσιών και εκτέλεση εργασιών μέχρι του ποσού που προβλέπεται για τους πρόχειρους διαγωνισμούς, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
ιβ) Αποφασίζει για κάθε θέμα που αφορά την εκτέλεση συμβάσεων προμηθειών και μισθώσεων ή την παράταση της ισχύος αυτών, τη χορήγηση προκαταβολών σε προμηθευτές, εφόσον προβλέπεται από τη σύμβαση, την κήρυξη προμηθευτών έκπτωτων και την κατάπτωση ή μη συμβατικών ρητρών, ως και την καταγγελία των σχετικών συμβάσεων.
ιγ) Αποφαίνεται επί ενστάσεων κατά πάσης φύσεως αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος ως φορέα ασφάλισης του προσωπικού της, εν όλω ή εν μέρει απορριπτικών.
 
4. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ρυθμίζεται κάθε ζήτημα που τυχόν ανακύπτει κατά την εφαρμογή του άρθρου αυτού.
Β3. Ν.4021/2011

Άρθρο 44
Τροποποίηση και συμπλήρωση του καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος

Κυρώνεται η από 18 Απριλίου 2011 απόφαση της 78ης Ετήσιας Τακτικής Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων της Τράπεζας της Ελλάδος, περί τροποποίησης και προσθήκης άρθρων του Καταστατικού της ίδιας Τράπεζας, το κείμενο της οποίας έχει ως εξής:……………………….
στ) Μετά το άρθρο 37 προστίθεται άρθρο 37Α, ως εξής:
«Άρθρο 37Α
Για την άσκηση, από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με το νόμο και το προτελευταίο εδάφιο του άρθρου 38 του παρόντος, του έργου της κοινωνικής ασφάλισης του προσωπικού της, συνιστάται «Συμβούλιο Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος», το οποίο συγκροτείται με απόφαση του Γενικού Συμβουλίου της Τράπεζας, έχει τριετή θητεία και αποτελείται από: (α) τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ως Πρόεδρο, αναπληρούμενο από έναν Υποδιοικητή ή ένα μέλος του Γενικού Συμβουλίου της Τράπεζας που υποδεικνύει το Συμβούλιο αυτό, (β) τρεις (3) ανώτατους ή ανώτερους υπαλλήλους της Τράπεζας της Ελλάδος που υποδεικνύονται, με τους αναπληρωτές τους, από το Γενικό Συμβούλιο της Τράπεζας της Ελλάδος, (γ) δύο (2) εκπροσώπους των ασφαλισμένων, μέλη του προσωπικού της Τράπεζας της Ελλάδος, που υποδεικνύονται, με τους αναπληρωτές τους, από το Σύλλογο Υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος και (δ) έναν (1) εκπρόσωπο των συνταξιούχων, που υποδεικνύεται, με τον αναπληρωτή του, από το Σύλλογο Συνταξιούχων της Τράπεζας της Ελλάδος. Στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Ασφάλισης μετέχει χωρίς δικαίωμα ψήφου Κυβερνητικός Επίτροπος, ο οποίος διορίζεται, με τον αναπληρωτή του, σύμφωνα με τις ισχύουσες για τους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς διατάξεις της νομοθεσίας, καλείται δε πάντοτε, επί ποινή ακυρότητας της συνεδρίασης, σε όλες τις συνεδριάσεις. Αρμοδιότητες του Κυβερνητικού Επιτρόπου είναι εκείνες που ορίζονται για τους κυβερνητικούς επιτρόπους στα Διοικητικά Συμβούλια των Ασφαλιστικών Οργανισμών από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις νόμων για θέματα του κλάδου κύριας σύνταξης. Η απουσία του Κυβερνητικού Επιτρόπου ή του αναπληρωτή του, εφόσον αυτοί έχουν προσκληθεί κανονικά και δεν προσήλθαν, δεν επηρεάζει το κύρος των συνεδριάσεων του Συμβουλίου. Χρέη γραμματέα του Συμβουλίου Ασφάλισης εκτελεί υπάλληλος της Τράπεζας της Ελλάδος, ο οποίος ορίζεται με τον αναπληρωτή του με Πράξη του Προέδρου. Το Συμβούλιο Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος καταρτίζει Κανονισμό Λειτουργίας, ο οποίος εγκρίνεται με απόφαση του Γενικού Συμβουλίου της Τράπεζας της Ελλάδος.
Το Συμβούλιο Ασφάλισης χαράσσει εξ ονόματος του Γενικού Συμβουλίου τις γενικές κατευθύνσεις της πολιτικής της Τράπεζας ως φορέα ασφάλισης του προσωπικού της και αποφαίνεται επί γενικών ζητημάτων σχετικών με την εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας από τα αρμόδια όργανα της Τράπεζας. Αποφαίνεται, επίσης, επί ενστάσεων κατά πάσης φύσεως αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος ως φορέα ασφάλισης του προσωπικού της, εν όλω ή εν μέρει απορριπτικών και εγκρίνει την άσκηση όλων των ενδίκων βοηθημάτων και ενδίκων μέσων της Τράπεζας της Ελλάδος ως φορέα ασφάλισης του προσωπικού της σε κάθε δικαστήριο ανεξαρτήτως βαθμού και δικαιοδοσίας.»
……………………….
Άρθρο 45
Οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3867/2010 (Α' 128) και των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 64 του ν.3863/2010 (Α' 115 ) καταργούνται.

_______________________________

Συντονιστική επιτροπή

Αναγνωστοπούλου Δήμητρα, Βαξεβανάκη Έλλη, Δεληπέτρος Δημήτρης, Ευσταθίου Κώστας, Καραγιάννης Ιπποκράτης, Καραφωτιά Φωφώ, Κουλούρης Γιώργος, Κωνστανταράκη Εύα,  Μαγκλάρας Κώστας, Μελισσείδου Ελένη, Μοσχονησίου Βάσω, Μπαλαούρας Μάκης, Μπουλαλά Αγγελική, Νέστωρας Γιώργος,  Παπαμάργαρης Χάρης, Πατσιλίβα Μαργαρίτα, Χατούπη Μαρία. 

2008-06-12

Η συμβατότητα του νέου θεσμικού πλαισίου ασφάλισης των υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος

Γνωμοδότηση Α. Ματθαίου (σε συνεργασία με Αλέξη Μητρόπουλο).

Η συμβατότητα του νέου  θεσμικού πλαισίου ασφάλισης των υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος μετά την ψήφιση του Ν. 3655/08 με διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος.     

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ 

Η συμβατότητα του νέου  θεσμικού πλαισίου ασφάλισης των υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος μετά την ψήφιση του Ν. 3655/08 με διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος

 ……………………………………………………………………………. 

Τέθηκαν υπόψη μας από το Σύλλογο Συνταξιούχων της Τράπεζας της Ελλάδος τα παρακάτω ερωτήματα: 

ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ 

1. Είναι εφαρμόσιμες  οι ρυθμίσεις του Ν. 3655/08 για την ασφάλιση των υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος και την συνταξιοδότηση των συνταξιούχων της ή έρχονται σε σύγκρουση με διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος; 

2. Σε περίπτωση που εντοπίζονται ζητήματα σύγκρουσης με κανόνες υπερνομοθετικής ισχύος, ποιες είναι οι ενδεδειγμένες ενέργειες για την κατοχύρωση της ασφαλιστικής αυτοτέλειας του Ταμείου των εργαζομένων στην Τράπεζα της Ελλάδος; 

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ 

1. Το θεσμικό πλαίσιο ασφάλισης των υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος και συνταξιοδότησης των συνταξιούχων της 1.1. Εισαγωγικά στοιχεία Η Τράπεζα της Ελλάδας (εφεξής Τ.Ε.) αποτελεί φορέα του δημόσιου τομέα που λειτουργεί με την μορφή ανώνυμης εταιρείας, ασκώντας δημόσιες λειτουργίες στα πεδία της νομισματικής και πιστωτικής πολιτικής είναι μάλιστα το κλασσικό παράδειγμα διφυούς νομικού προσώπου. Στο πλαίσιο των εσωτερικών της λειτουργιών, εξασφαλίζει στο προσωπικό της (διευθυντές και υπάλληλοι) ένα σύνθετο πλέγμα συνταξιοδοτικών παροχών μέσω του Ταμείου Συντάξεων του Προσωπικού της Τραπέζης της Ελλάδος (εφεξής ΤΣΠ-ΤΕ), το οποίο χρηματοδοτείται εξ ολοκλήρου από τον προϋπολογισμό της ΤΕ με βάση το ιδιαίτερο καθεστώς αυτοτέλειάς της. Το ΤΣΠ-ΤΕ δεν τελεί σε οποιαδήποτε διοικητική ή χρηματοδοτική σχέση με τους δημόσιους φορείς κοινωνικής ασφάλισης και επομένως αποτελεί ειδικό ταμείο με αυτοτελές θεσμικό, επιχειρησιακό και οργανωτικό καθεστώς. Πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα ότι με το άρθρο 18, του Ν. 3193/2003  επιβεβαιώθηκε ότι η καταβολή της σύνταξης στο προσωπικό της αποτελεί καταστατική υποχρέωση της Τράπεζας, βάσει των άρθρων 38 και 71 του Καταστατικού της. Συγκεκριμένα, η εν λόγω διάταξη, ερμηνεύοντας αυθεντικά την υποχρέωση αυτή, όρισε ότι  «η Τράπεζα της Ελλάδος εξακολουθεί να διασφαλίζει στο ακέραιο με κάθε πρόσφορο τρόπο  τη βιωσιμότητα των οικείων Ασφαλιστικών Ταμείων …  και τις ασφαλιστικές παροχές προς το προσωπικό της όπως αυτές καταβάλλονται σύμφωνα με τα Καταστατικά  των Ταμείων και την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία» και ότι κατ΄ εξαίρεση από την προαναφερθείσα πρόβλεψη συγχώνευσης των Ταμείων  των λοιπών τραπεζών, «τα Ταμεία του προσωπικού της Τράπεζας της Ελλάδος λειτουργούν με την υφιστάμενη νομική μορφή τους και παραμένουν αυτοτελή…» 1.2. Το νέο καθεστώς του Ν. 3655/ 2008 Το Υπουργείο Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας προώθησε στις αρχές του 2008 διαδικασίες παρέμβασης στο πεδίο της δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης, συμπληρώνοντας προηγούμενες αποσπασματικές απόπειρες εκσυγχρονισμού του ασφαλιστικού συστήματος (βλ. ιδίως τους Νόμους 1902/1990, 2084/1992, 3029/2002, 3371/2005 και 3518/2006). Οι διαδικασίες αυτές επικυρώθηκαν - παρά την έλλειψη μίας συστηματικής στρατηγικής κοινωνικής διαβούλευσης, όπως επισημαίνεται χαρακτηριστικά στην υπ’ αρ. 194/18.3.2008 Γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής Ελλάδας - νομοθετικά με την έκδοση του Ν. 3655/2008 (ΦΕΚ Α΄ 258/3.4.2008) «Διοικητική και οργανωτική μεταρρύθμιση του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης και λοιπές ασφαλιστικές διατάξεις». Παρά τον φιλόδοξο τίτλο του, το συγκεκριμένο νομοθέτημα δεν καλύπτει όλους τους οργανωτικούς άξονες του Ελληνικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, καθώς δεν περιλαμβάνει ρυθμίσεις για σημαντικούς φορείς, όπως ο Ο.Γ.Α., ο Ο.Α.Ε.Δ. και οι οργανισμοί κύριας ασφάλισης των δημοσίων / στρατιωτικών υπαλλήλων. Επομένως, δεν αποτελεί -παρά τις σχετικές αναφορές της Αιτιολογικής του Έκθεσης - θεσμικό μηχανισμό «οριζόντιου χαρακτήρα» που θα καλύπτει το σύνολο των εργαζομένων στην Ελληνική επικράτεια, αλλά αντιστοιχεί σε εργαλείο στοχευμένης παρέμβασης στα ασφαλιστικά καθεστώτα των μισθωτών, των ελεύθερων και των ανεξάρτητων επαγγελματιών. Ο Ν. 3655/2008 περιλαμβάνει 154 άρθρα, κατανεμημένα σε δύο Μέρη και 16 Κεφάλαια. Το ΜΕΡΟΣ Α΄ φέρει το γενικό τίτλο «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ» και αποτελείται από 13 Κεφάλαια (άρθρα 1-139), που αφορούν ενοποιήσεις ταμείων ή εντάξεις φορέων και κλάδων σε ήδη υφιστάμενους ασφαλιστικούς οργανισμούς. Όπως επισημαίνει η Αιτιολογική Έκθεση, με τις διατάξεις αυτές περιορίζεται σημαντικά ο αριθμός ασφαλιστικών φορέων και κλάδων, ώστε από τους 133 ασφαλιστικούς φορείς που εποπτεύονται από το Υπουργείο Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας  να προκύπτουν συνολικά 13 φορείς, εκ των οποίων 5 είναι φορείς κύριας ασφάλισης, 6 φορείς παρέχουν επικουρική ασφάλιση και 2 είναι φορείς πρόνοιας (εφ άπαξ παροχές). Οι φορείς αυτοί είναι οι εξής: (α) ΦΟΡΕΙΣ ΚΥΡΙΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ  ΙΚΑ-ΕΤΑΜ (Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων- Ενιαίο ταμείο ασφάλισης μισθωτών)  ΟΑΕΕ (Οργανισμός Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών)  ΕΤΑΑ (Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολούμενων)  ΕΤΑΠ-ΜΜΕ (Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Προσωπικού Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης) (β) ΦΟΡΕΙΣ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ  ΕΤΕΑΜ (Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών)  ΤΕΑΙΤ (Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Ιδιωτικού Τομέα)  ΤΑΥΤΕΚΩ (Ταμείο Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας)  ΤΕΑΔΥ (Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Δημοσίων Υπαλλήλων)  ΤΕΑΠΑΣΑ (Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Πρόνοιας Απασχολούμενων στα Σώματα Ασφαλείας)  ΕΤΑΤ (Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων) (γ) ΦΟΡΕΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ  ΤΑΠΙΤ (Ταμείο Πρόνοιας Ιδιωτικού Τομέα)  ΤΠΔΥ (Ταμείο Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων). 1.3. Η επίδραση του Ν. 3655/2008 στο πλαίσιο ασφάλισης των υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος και συνταξιοδότησης των συνταξιούχων της Το άρθρο 1 του Ν. 3655 /2008 εισάγει ένα καινούριο θεσμικό πλαίσιο για την ασφάλιση των υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος και την συνταξιοδότηση των συνταξιούχων της, καθώς προβλέπει ότι «από την 1η του τέταρτου μήνα μετά το μήνα δημοσίευσης του νόμου, το Ταμείο Συντάξεων Προσωπικού ΗΣΑΠ (ΤΣΠ - ΗΣΑΠ), το Ταμείο Συντάξεων του Προσωπικού της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος (ΤΣΠ-ΕΤΕ) και το Ταμείο Συντάξεων Προσωπικού της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤΣΠ- ΤΕ), καθώς και οι κλάδοι σύνταξης του Ταμείου Ασφάλισης Προσωπικού Ασφαλιστικής Εταιρείας "Η ΕΘΝΙΚΗ" (ΤΑΠΑΕ-Ε), του Ταμείου Ασφάλισης Προσωπικού ΟΤΕ (ΤΑΠ-ΟΤΕ) και του Ταμείου Ασφάλισης Προσωπικού ΕΤΒΑ (ΤΑΠ-ΕΤΒΑ) εντάσσονται στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ–ΕΤΑΜ». Παράλληλα, το άρθρο 2 ρυθμίζει κρίσιμα ζητήματα του προσωπικού και υλικού πεδίου του ΤΣΠ–ΤΕ, προβλέποντας ότι: (α) Από της εντάξεως του ΤΣΠ–ΤΕ στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ– ΕΤΑΜ, όσοι προσλαμβάνονται στην Τράπεζα της Ελλάδος (διευθυντές και υπάλληλοι) υπάγονται υποχρεωτικά και αυτοδίκαια στην ασφάλιση του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και διέπονται από τη νομοθεσία του. (β) Οι ασφαλισμένοι του ΤΣΠ–ΤΕ υπάγονται στην ασφάλιση του ΙΚΑ- ΕΤΑΜ και εξακολουθούν να διέπονται, ως προς τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης και τον τρόπο υπολογισμού της σύνταξης, από τις διατάξεις της νομοθεσίας του ΤΣΠ–ΤΕ, όπως ισχύουν με τις γενικές διατάξεις νόμων και τις διατάξεις του νόμου αυτού. (γ) Εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις του ΤΣΠ–ΤΕ συνεχίζονται από το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ χωρίς να επέρχεται διακοπή δίκης. Δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται ισχύουν έναντι του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. (δ) Οι προβλεπόμενες ασφαλιστικές εισφορές εργοδότη, τα έσοδα από κοινωνικούς πόρους, οι πρόσοδοι περιουσίας, η απόδοση των κεφαλαίων και των αποθεματικών, καθώς και κάθε άλλο έσοδο του ΤΣΠ–ΤΕ μεταφέρονται και θεωρούνται πόροι του IKA–ETAM. (ε) Η εργοδότρια Τράπεζα της Ελλάδος καταβάλλει ετησίως και για δεκαπέντε χρόνια στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ποσό ίσο με το ύψος του ελλείμματος του ΤΣΠ–ΤΕ, όπως αυτό είχε προσδιοριστεί την 31.12.1992 (είκοσι τρία εκατομμύρια ευρώ. Η απόδοση του ποσού κάθε έτους θα γίνεται εντός του μηνός Δεκεμβρίου αρχής γενομένης από το 2009. (στ) Το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού του ΤΣΠ–ΤΕ καθώς και η κινητή και ακίνητη περιουσία του περιέρχονται από την ημερομηνία ένταξης στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ως καθολικό διάδοχό του, χωρίς την καταβολή φόρου, τέλους ή δικαιώματος υπέρ του Δημοσίου, οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων. (ζ) Εντός εξαμήνου από την ένταξη του ΤΣΠ–ΤΕ στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ–ΕΤΑΜ, συντάσσεται ειδική οικονομική μελέτη, που προκηρύσσεται και ανατίθεται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών. Εάν διαπιστωθούν ελλείμματα, το κράτος αναλαμβάνει την κάλυψή τους. (η) Χρόνος ασφάλισης που έχει διανυθεί σε άλλο φορέα κύριας ασφάλισης πλην ΙΚΑ-ΕΤΑΜ συνυπολογίζεται στο χρόνο ασφάλισης του ΤΣΠ–ΤΕ κατά τις διατάξεις περί διαδοχικής ασφάλισης. 2. Η αξιολόγηση του νέου θεσμικού πλαισίου ασφάλισης των υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος και συνταξιοδότησης των συνταξιούχων της Η συστηματική αξιολόγηση του νέου θεσμικού πλαισίου ασφάλισης των υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος και συνταξιοδότησης των συνταξιούχων της επιβάλλει την διερεύνηση της συμβατότητας των κρίσιμων διατάξεων του Ν. 3655/2008 με υπέρτερες πηγές εθνικού (Σύνταγμα) και υπερεθνικού (Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο, Πολυμερείς Διεθνείς Συμβάσεις) χαρακτήρα. 2.1. Η συμβατότητα με τους Συνταγματικούς κανόνες Ως προκαταρκτικές παρατηρήσεις πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Με τις διατάξεις αυτές παρατηρούμε ότι η υποχρέωση της T.E.  να διασφαλίζει σε κάθε περίπτωση την καταβολή των παροχών σύμφωνα με το άρθρο 18 Ν. 3193/2003 και τα άρθρα και τα άρθρα 38 και 71 του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος περιορίζεται νομοθετικά σε υποχρέωση της να καλύψει με άτοκες δόσεις το έλλειμμα που υπήρχε το 1992 και όχι το έλλειμμα που υπάρχει την στιγμή της ένταξης. Στην εισηγητική έκθεση του νόμου δεν αιτιολογείται καθόλου η επιλογή του έτους 1992 Εξάλλου δεν υπάρχει καμιά ειδική και συγκεκριμένη αναφορά στην οικονομική κατάσταση του κάθε εντασσόμενου Ταμείου πλην του Τ.Α.Π.-Ο.Τ.Ε.. Περαιτέρω η διάταξη στο σημείο που αναφέρει ότι «οι εργοδότριες Τράπεζες, Τράπεζα της Ελλάδος και Εθνική καταβάλλουν ετησίως και για δεκαπέντε χρόνια στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ποσό ίσο με το ύψος του ελλείμματος του ΤΣΠ-ΤΕ και του ΤΣΠ-ΕΤΕ, όπως αυτό είχε προσδιοριστεί την 31.12.1992 και το οποίο για την Τράπεζα της Ελλάδος ανέρχεται στο ποσό των είκοσι τριών εκατομμυρίων ευρώ (23.000.000,00 ΕΥΡΩ) ………………» είναι ασαφής, καθώς δεν διευκρινίζεται  αν με τον όρο «έλλειμμα» εννοείται το ταμειακό έλλειμμα της χρήσης του 1992 ή το αναλογιστικό έλλειμμα όπως θα ήταν το ορθόδοξο. Πέραν αυτού η ρύθμιση ότι «Αν διαπιστωθούν ελλείμματα, το κράτος αναλαμβάνει την κάλυψή τους.» είναι ιδιαίτερα ασαφής. Ειδικότερα δεν αναφέρεται ότι το κράτος καλύπτει τα ελλείμματα αλλά ότι «αναλαμβάνει την κάλυψη τους», διάταξη που  χρήζει ερμηνείας αν υπονοεί την καταβολή χρηματικού ποσού ή αφήνει περιθώρια για τμηματικές άτοκες καταβολές ή «καταβολή μέσω ομολόγων» ή παροχή εγγυήσεων αντί χρημάτων κ.λ.π. Τα κρίσιμα νομικά ζητήματα που απορρέουν από το περιεχόμενο της σχετικής νομοθετικής παρέμβασης (Ν. 3655/2008) εντοπίζονται ως εξής: • Δικαιολογείται η συγκεκριμένη νομοθετική παρέμβαση από λόγους δημοσίου συμφέροντος σε συνδυασμό με την συνταγματική αρχή της αναλογικότητας; • Προσβάλλονται ή απειλούνται δικαιώματα και προσδοκίες των υπαλλήλων και συνταξιούχων της Τράπεζας της Ελλάδος σε επαρκείς και βιώσιμες ασφαλιστικές παροχές; (α) Η ανάλυση των άρθρων 1 - 2 του Ν. 3655/2008 και η διερεύνηση των αντίστοιχων αναφορών της Αιτιολογικής Έκθεσης οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η κρίσιμη νομοθετική παρέμβαση δεν τεκμηριώνει λόγους δημοσίου συμφέροντος και δεν στηρίζεται στα αποτελέσματα μίας διαδικασίας κοινωνικής διαβούλευσης που θα αξιοποιούσε τα πορίσματα αντικειμενικών μελετών και αναλύσεων. Συγκεκριμένα, η Αιτιολογική Έκθεση δεν εξειδικεύει τα εσωτερικά κριτήρια επιλογής των προτεινομένων παρεμβάσεων, καθώς δεν συνοδεύεται από ένα Επιχειρησιακό Σχέδιο του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας για την μεταρρύθμιση του καθεστώτος του ΤΣΠ–ΤΕ, το οποίο θα τεκμηρίωνε την σκοπιμότητα των μέτρων και θα αξιολογούσε την συμβολή τους στην προώθηση αντίστοιχων προτεραιοτήτων. Ανακύπτει, επομένως, ένα έλλειμμα επιχειρησιακής τεκμηρίωσης ως προς την αποτελεσματικότητα/αποδοτικότητα των παρεμβάσεων, που δεν καλύπτει την ανάγκη προώθησης μόνο σύμφωνων με την αρχή της αναλογικότητας και το δημόσιο συμφέρον νομοθετικών παρεμβάσεων στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης. Δηλαδή, δεν τεκμηριώνονται βάσιμοι λόγοι δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι να επιβάλλουν την παρέμβαση του νομοθέτη με την εφαρμογή του άρθρου 1 του Ν. 3655/2008, δεδομένου ότι οποιαδήποτε δεσμευτική ρύθμιση των κοινωνικών δικαιωμάτων (όπως το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση) συναρτάται ευθέως και αμέσως με τη συνταγματική νομιμότητα και δεν μπορεί να νομιμοποιείται με αόριστες αναφορές στην προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και την προαγωγή της κοινωνικής ασφάλισης. (β) Η επικείμενη εφαρμογή των άρθρων 1 - 2 του Ν. 3655/2008 θα επηρεάσει έμμεσα δικαιώματα και προσδοκίες των υπαλλήλων και συνταξιούχων της Τράπεζας της Ελλάδος σε επαρκείς και βιώσιμες ασφαλιστικές παροχές, καθώς η ένταξη του ΤΣΠ–ΤΕ στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ–ΕΤΑΜ επιδρά στο οργανωτικό και χρηματοδοτικό πλαίσιο των παροχών σύμφωνα ιδίως με τις παρ. 1, 4 και 5 του άρθρου 2 του Ν. 3655/2008. Η φύση της επίδρασης θεωρείται δευτερογενούς χαρακτήρα, καθώς ρητώς με την παρ. 1 του  άρθρου 2 του Ν. 3655/2008 οι ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι του φορέα θα εξακολουθούν να διέπονται ως προς τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης και τον τρόπο υπολογισμού της σύνταξης, από τις διατάξεις της νομοθεσίας του ΤΣΠ– ΤΕ. Όμως, η εκτεταμένη παρέμβαση του νομοθέτη οδηγεί σε ουσιαστική αλλοίωση του καθεστώτος του ΤΣΠ–ΤΕ. Άμεσα επηρεάζονται οι διαδικαστικές προϋποθέσεις απονομής των παροχών. Η αναγκαιότητα της παρέμβασης σε σχέση με την αρχή της αναλογικότητας και την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος  δεν μπορεί να προσδιορισθεί στο παρόν στάδιο, καθώς ο νομοθέτης δεν επέλεξε να τεκμηριώσει εκ των προτέρων την παρέμβασή του με αναλογιστική μελέτη, αλλά παραπέμπει το ζήτημα στην εκπόνηση οικονομικής μελέτης που προβλέπεται εντός εξαμήνου (!) από την ένταξη σύμφωνα με την παρ. 8 του  άρθρου 2 του Ν. 3655/ 2008. Στην προκείμενη περίπτωση προκύπτουν ζητήματα νομικού ενδιαφέροντος ως προς την προσβολή του κοινωνικού δικαιώματος κοινωνικής ασφάλισης, ιδίως με τη μορφή του δικαιώματος σε επαρκείς και βιώσιμες ασφαλιστικές παροχές. Το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση εξειδικεύεται με βάση την έννοια και το περιεχόμενο των κοινωνικών δικαιωμάτων γενικά (θεμελιώδη δικαιώματα με αντικείμενο την υποχρέωση του κράτους να προβαίνει σε θετικές ενέργειες, παροχές ή υπηρεσίες). Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται η εργασία, η προστασία της οικογένειας και της μητρότητας, η κατοχύρωση της  κοινωνικής ασφάλισης και πρόνοιας, η προστασία της υγείας, της παιδείας, της κατοικίας, και του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος. Η δυσκολία υποταγής των κοινωνικών αξιώσεων σε νομικές μορφές, η διαφιλονικούμενη αγωγιμότητά τους, η αμφισβήτηση του παρεμβατικού ρόλου του δικαστή κατά την ερμηνεία και συγκεκριμενοποίησή τους ήταν τα εφαλτήρια για την διατύπωση της θεωρίας του κοινωνικού κεκτημένου, ως σταθεροποιητικής ενός συσχετισμού δυνάμεων που επικυρώθηκε με τη θέσπιση των αντίστοιχων κοινωνικών διατάξεων . Η διερεύνηση της νομολογίας των ελληνικών δικαστηρίων οδηγεί στο συμπέρασμα της υιοθέτησης ενός «πραγματιστικού μοντέλου» για το περιεχόμενο του κοινωνικού κεκτημένου, το οποίο εξυπηρετεί περισσότερο την κοινωνική αποτελεσματικότητα και λιγότερο τη δογματική καθαρότητα . Τα σχετικά νομολογιακά πορίσματα με αφορμή υποθέσεις προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων καταλήγουν στις ακόλουθες διαπιστώσεις : •  Μη αμφισβήτηση του κανονιστικού χαρακτήρα των κοινωνικών δικαιωμάτων •  Πρόσδοση αντικειμενικής διάστασης στα κοινωνικά δικαιώματα ως υποχρέωση  του νομοθέτη χωρίς αντίστοιχο δικαίωμα των πολιτών (κατευθυντήριες γραμμές, εντολές, θεμελιώδεις κρατικοί σκοποί, συνταγματικά προστατευόμενες κρατικές αξίες) •  Ευρεία διακριτική εξουσία του νομοθέτη κατά την συγκεκριμενοποίηση των κοινωνικών δικαιωμάτων, ως προς τον προσδιορισμό του είδους και την έκταση της παροχής •  Χρήση συγκεκριμένων συνταγματικών ρυθμίσεων ως ερμηνευτικών εργαλείων για ορθότερη κατανόηση της κοινής νομοθεσίας • Δέσμευση της διοίκησης κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας, ώστε οι επιλογές της να πραγματώνουν καλύτερα τα δικαιώματα των άρθρων 21-24 Σ (ευθεία υποχρέωση λήψης θετικών μέτρων, αποχή από έκδοση δυσμενών πράξεων). Αναγνωρίζεται επομένως στον κοινό νομοθέτη  μία ευρεία διακριτική ευχέρεια για τη διάπλαση των μηχανισμών προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων, που βρίσκει χαρακτηριστικό πεδίο εφαρμογής στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης (άρθρο 22 παρ. 5 Σ). Η «χαλαρή», όμως, προσέγγιση του κοινωνικού κεκτημένου δεν μπορεί να αποτελέσει αφετηρία για προσβολή δικαιωμάτων και προσδοκιών των υπαλλήλων και συνταξιούχων της Τράπεζας της Ελλάδος σε επαρκείς και βιώσιμες ασφαλιστικές παροχές, καθώς ναι μεν η συνταγματική διάταξη δεν επιβάλλει περιορισμούς ως προς τον τρόπο οργάνωσης και διοίκησης των νομικών προσώπων που θα καταστούν φορείς της κοινωνικής ασφάλισης (τέτοια δέσμευση του κοινού νομοθέτη δεν απορρέει ούτε από το πνεύμα του Συντάγματος ούτε από την αρχή του Κοινωνικού Κράτους) αλλά μόνο υπό το πρίσμα μη προσβολής του σκληρού πυρήνα του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση, που ανακύπτει στην συγκεκριμένη περίπτωση από την διαδικασία και τους όρους ένταξης του ΤΣΠ–ΤΕ στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ–ΕΤΑΜ. Όσον αφορά ειδικά την σχέση του  νέου νομοθετικού πλαισίου με την συνταγματική αρχή της αναλογικότητας πρέπει να γίνουν κάποιες γενικές επισημάνσεις. Όσον αφορά την αρχή της αναλογικότητας, αυτή αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση του κράτους δικαίου . Σύμφωνα με την αρχή αυτή σε συνδυασμό και με το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της εργασίας οι περιορισμοί που επιβάλλονται στα δικαιώματα του ιδιώτη πρέπει να είναι οι απολύτως αναγκαίοι για την εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου σκοπού και όχι επαχθέστεροι από ότι είναι απολύτως απαραίτητο ((Σ.Τ.Ε. 2112/84-Σ.Τ.Ε. 4051/90). Η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει «… όταν θεσπίζεται ένα δυσμενές μέτρο σε βάρος μιας κατηγορίας προσώπων που συνεπάγεται την εξαίρεσή τους από ένα ευμενή γενικότερο κανόνα δικαίου, να χρησιμοποιούνται κριτήρια αντικειμενικά που να δικαιολογούνται από λόγους δημοσίου συμφέροντος» (Ελ.Σ. Τμ.ΙΙ 283/2000 και Ελ.Σ. Ολομ. 1492/2002). Τα επαχθή δε μέτρα που προβλέπονται και επιβάλλονται πρέπει να είναι «…μόνο τα αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και να τελούν σε άμεση συνάφεια όχι μόνο προς αυτόν τούτον τον επιδιωκόμενο σκοπό, αλλά και προς το αντικείμενο της ρύθμισης». Η ίδια νομολογία επεξηγεί τέλος, ότι πρέπει τα επιβαλλόμενα μέτρα «… αφενός να είναι κατάλληλα ώστε να επιφέρουν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα και αφετέρου να είναι και τα απόλυτα αναγκαία, με την έννοια ότι για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου δημοσίου σκοπού δεν ήταν δυνατή η επιλογή ενός άλλου εξίσου αποτελεσματικού, αλλά λιγότερου επαχθούς μέτρου». Από αυτή τη σκοπιά πρέπει να επισημάνουμε κατ’ αρχήν το γεγονός ότι της ψήφισης του νόμου δεν προηγήθηκε αναλογιστική μελέτη, αν και κατά τη ρητή πρόβλεψη του άρθρου 71 παρ. 3 Ν. 2084/92 «αναλογιστικές μελέτες καταρτίζονται και σε κάθε άλλη περίπτωση που καθίσταται αναγκαία η μεταβολή των όρων χρηματοδότησης και παροχών των φορέων κοινωνικής ασφάλισης» (βλ. σχετ. ΣΤΕ Πρακτικό Επεξεργασίας 119/96, Ε.Δ.Κ.Α 1996, σελ. 366) και επομένως δεν τεκμηριώνεται η εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και ο σεβασμός της αρχής της αναλογικότητας. Η υποχρέωση εκπόνησης προηγούμενης αναλογιστικής μελέτης που παραβιάστηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της θεσμικής εγγύησης της κοινωνικής ασφάλισης που κατοχυρώνεται στο 22 παρ.5 Σ. Επομένως, η νομοθετική αυτή πρωτοβουλία και μάλιστα εξαιρετικά μεγάλης έκτασης που λήφθηκε με το Ν. 3655/08 χωρίς καμία αναλογιστική μελέτη είναι αντίθετη στη διάταξη δημοσίας τάξεως του άρθρου 71 παρ. 3 Ν. 2084/92 η οποία υλοποιεί τη συνταγματική διάταξη του άρθρου 22 παρ. 4 Σ. και είναι ανεπίδεκτη κατάργησης ή παράκαμψης με νεότερο νόμο (βλ. ΣΤΕ ο.π.) και ως τέτοια είναι ανεφάρμοστη. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι επίσης ότι ο νόμος είναι αντίθετος στο Σύνταγμα στο βαθμό που αντί να προβλέπει έστω εκ των υστέρων αναλογιστικές μελέτες (όρος που είναι συγκεκριμένος και γνωστός στην επιστήμη των αναλογιστικών μαθηματικών) αποφεύγει (για δεύτερη φορά στην πρόσφατη νομοθετική ιστορία) τον όρο «αναλογιστικές μελέτες» και χρησιμοποιεί τον αόριστο και χωρίς συγκεκριμένο επιστημονικό περιεχόμενο όρο «οικονομικές μελέτες», ενώ και η εξουσιοδότηση που προβλέπει ο παραπάνω νόμος στον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών για την ανάθεση των οικονομικών μελετών είναι άκυρη ως αντικείμενη στο Σύνταγμα καθώς δεν ορίζει ούτε πότε πρέπει να εκδοθεί η απόφαση του Υπουργού, ούτε ελάχιστες προδιαγραφές για τους φορείς ή τα άτομα που θα επιλεγούν για την εκπόνηση της ειδικής οικονομικής μελέτης, ούτε τα κριτήρια και τη διαδικασία επιλογής τους ούτε και τον τρόπο αξιολόγησης των όποιων πορισμάτων της μελέτης, αλλά αφήνει το σύνολο των ρυθμιστέων θεμάτων στη διακριτική ευχέρεια του Υπουργού κατά υποκατάσταση της Βουλής. Κατά τη γνώμη μας δεν είναι συνταγματικά ανεκτή η παροχή τόσο ευρείας εξουσιοδότησης στον Υπουργό Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας χωρίς καν ένα γενικό ρυθμιστικό πλαίσιο. (Βλ. σχετ. Σ.Τ.Ε. 1737/2006- Σ.Τ.Ε. 3889/2005). 2.2. Η συμβατότητα με το Δίκαιο και τις Πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2.2.1. Η συμβατότητα με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο Κοινωνικής Ασφάλειας και την Ευρωπαϊκή Στρατηγική για τις Συντάξεις Οι ρυθμιστικές παρεμβάσεις της Ένωσης στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης προωθούνται από το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο μέσω των μηχανισμών του Ευρωπαϊκού Δικαίου Κοινωνικής Ασφάλειας, επιδρώντας στη διαμόρφωση των προσανατολισμών και –σε συγκεκριμένες περιπτώσεις– του περιεχομένου των εθνικών πολιτικών. Συγκεκριμένα, η κοινωνική νομοθεσία της Ένωσης ρυθμίζει μέσω δεσμευτικών παρεμβάσεων τις οικονομικά προσανατολισμένες λειτουργίες των εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης. Οι ειδικές αρμοδιότητες της Ένωσης αφορούν το συντονισμό των εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας και την εναρμόνισή τους σε θέματα φύλου (ισότητα μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών). Οι υφιστάμενες αρμοδιότητες προσανατολίζονται στην ενδυνάμωση της ανάπτυξης της Εσωτερικής Αγοράς (όπου θα διασφαλίζεται η ελεύθερη διακίνηση αγαθών, ανθρώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίου) και τη διασφάλιση της εφαρμογής των αρχών της ελευθερίας του ανταγωνισμού. Οι ελευθερίες της εσωτερικής Ενιαίας Αγοράς και το δίκαιο του ανταγωνισμού υπερισχύουν κάθε αντίθετης εθνικής διάταξης και δημιουργούν άμεσες υποχρεώσεις στα Κράτη Μέλη. Συνεπώς, τα εθνικά συστήματα κοινωνικής ασφάλειας, εκτός από την εφαρμογή των αρχών συντονισμού που προβλέπονται στους σχετικούς Κανονισμούς  και την εναρμόνισή τους με τις αντίστοιχες Οδηγίες , επηρεάζονται άμεσα από το «Οικονομικό Δίκαιο» της Κοινότητας, στην περίπτωση που κάποιες ρυθμίσεις τους υπαχθούν στο πεδίο εφαρμογής του Δικαίου του Ανταγωνισμού ή της Ενιαίας Αγοράς. Η κύρια συνέπεια της σχετικής εφαρμογής του Κοινοτικού δικαίου είναι η απορύθμιση των εθνικών συστημάτων, καθώς η βασική επιδίωξη του οικονομικού δικαίου της Ένωσης είναι η αποδυνάμωση των παραγόντων εκείνων που δυσχεραίνουν την ελεύθερη διακίνηση και η προώθηση του ελεύθερου ανταγωνισμού. Οι παρεμβάσεις της Ένωσης για την άσκηση της συντρέχουσας αρμοδιότητάς της στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης ενισχύθηκαν επιχειρησιακά μετά την πανηγυρική υιοθέτηση της Ανοικτής Μεθόδου Συντονισμού (Α.Μ.Σ.), που  επιδιώκει την προώθηση του συντονισμού των εθνικών πολιτικών χωρίς τη χρήση νομικά δεσμευτικών μηχανισμών, περιλαμβάνοντας τεχνικές παρακολούθησης και αξιολόγησης των εθνικών δράσεων και προσεγγίζεται ως ‘διαδικασία μάθησης για όλους’ που σέβεται την εθνική ποικιλομορφία και αξιοποιεί καλές πρακτικές και εμπειρίες . Η διαδικασία της Α.Μ.Σ. στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης επικεντρώνεται στο θεματικό επίπεδο των συνταξιοδοτικών πολιτικών με αρχική βάση την Ανακοίνωση της Επιτροπής «Συντονισμένη Στρατηγική για τον Εκσυγχρονισμό της Κοινωνικής Προστασίας» , όπου η ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των Κρατών Μελών για την εξασφάλιση της επάρκειας και βιωσιμότητας των συντάξεων αναδεικνύεται σε μία από τις τέσσερις κύριες προτεραιότητες κοινωνικής δράσης της Ένωσης. Στη συνέχεια το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Γκeτεμποργκ υιοθέτησε τρεις γενικές αρχές για τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας των συνταξιοδοτικών συστημάτων , οι οποίες συγκροτούν από μεθοδολογική άποψη το πρώτο πλέγμα κοινών στόχων της Ένωσης για τα εθνικά συνταξιοδοτικά συστήματα: διασφάλιση της ικανότητας των συνταξιοδοτικών συστημάτων να εκπληρώνουν τους κοινωνικούς τους στόχους, εξασφάλιση της οικονομικής τους βιωσιμότητας και ανταπόκρισή τους στις μεταβαλλόμενες οικονομικές και κοινωνικοπολιτικές συνθήκες. Η ανάπτυξη της Α.Μ.Σ. στο επίπεδο των συντάξεων στηρίχθηκε σε κοινές επιδιώξεις των εθνικών συστημάτων, που υιοθετήθηκαν στο Συμβούλιο Κορυφής του Λάακεν (Δεκέμβριος του 2001). Πρόκειται για έντεκα στρατηγικές προτεραιότητες δράσης που αντιστοιχούν στις αρχές της επάρκειας των συντάξεων, της οικονομικής βιωσιμότητας των συνταξιοδοτικών συστημάτων και του εκσυγχρονισμού τους, ώστε να ανταποκρίνονται στις νέες συνθήκες της οικονομίας, της κοινωνίας και των ατόμων. Οι προτεραιότητες αυτές αντανακλούν ουσιαστικά τις διαφορετικές προσεγγίσεις – τόσο σε επίπεδο οργάνων της Ένωσης όσο και σε επίπεδο Κρατών Μελών – για το ρόλο και τη λειτουργία των συνταξιοδοτικών πολιτικών, περιέχοντας στοχεύσεις κοινωνικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης μέσω των συστημάτων του πρώτου πυλώνα αλλά και επιδιώξεις ενίσχυσης ατομικών επιλογών μικρο - οικονομικής φύσης μέσω των συστημάτων του δεύτερου και τρίτου πυλώνα. 

Οι έντεκα προτεραιότητες / στόχοι που υιοθετήθηκαν με βάση την κοινή Έκθεση της Επιτροπής Κοινωνικής Προστασίας και της Επιτροπής Οικονομικής Πολιτικής «Ποιότητα και βιωσιμότητα των συντάξεων – Έκθεση για τους στόχους και τις μεθόδους εργασίας στον τομέα των συντάξεων» του Νοεμβρίου 2001 περιγράφονται συνοπτικά στον ακόλουθο Πίνακα.  


  ΠΙΝΑΚΑΣ 1. Στόχοι της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για τις Συντάξεις  


  Στόχος 1: Πρόληψη του κοινωνικού αποκλεισμού – προώθηση της ένταξης  Ο στόχος αυτός επικεντρώνεται στις κοινωνικές διαστάσεις των συνταξιοδοτικών πολιτικών που αντιστοιχούν στην εξασφάλιση  ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης για κάθε ηλικιωμένο και την προώθηση της συμμετοχής τους στον οικονομικό και κοινωνικό ιστό της χώρας τους  


  Στόχος 2: Εξασφάλιση επαρκούς βιοτικού επιπέδου μετά τη συνταξιοδότηση Ο στόχος αυτός αντιστοιχεί σε μία κατευθυντήρια γραμμή θεσμικού χαρακτήρα προς τα Κράτη Μέλη, καθώς υιοθετεί τη νομική προσέγγιση περί συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και αντανακλά το βασικό στόχο των παροχών κοινωνικής ασφάλειας σε περίπτωση εμφάνισης κοινωνικών κινδύνων, όπως το γήρας: πρόκειται για τη διατήρηση ενός βιοτικού επιπέδου που δεν θα αποκλίνει σημαντικά από τις συνθήκες διαβίωσης του ηλικιωμένου πριν τη συνταξιοδότησή του  


  Στόχος 3: Προώθηση της αλληλεγγύης Ο στόχος αυτός αντιστοιχεί στην αρχή της ασφαλιστικής αλληλεγγύης μεταξύ των γενεών αλλά και μεταξύ των ασφαλισμένων που απασχολούνται κατά τη διάρκεια μιας ενιαίας ασφαλιστικής περιόδου  


  Στόχος 4: Αύξηση των ποσοστών απασχόλησης Ο στόχος αυτός προσανατολίζεται στη σύνδεση μεταξύ των πολιτικών απασχόλησης και κοινωνικής ασφάλισης, ώστε να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που απορρέουν από τις δημογραφικές εξελίξεις και την παράταση της οικονομικής ύφεσης στο εσωτερικό της Κοινότητας  


  Στόχος 5: Παράταση του επαγγελματικού βίου – Κίνητρα συμμετοχής Ο στόχος αυτός κατευθύνεται ουσιαστικά στην παροχή κινήτρων για την παράταση του επαγγελματικού βίου και τον περιορισμό των πολιτικών πρόωρης συνταξιοδότησης  


  Στόχος 6: Εξασφάλιση βιώσιμων συντάξεων στο πλαίσιο ενός γενικότερου σταθερού μακροοικονομικού περιβάλλοντος Ο στόχος αυτός εισάγει τις δεσμεύσεις που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε οποιαδήποτε απόπειρα μεταρρύθμισης των εθνικών συνταξιοδοτικών πολιτικών (δεσμεύσεις μακροοικονομικού χαρακτήρα, οι οποίες απορρέουν τόσο από τους Γενικούς Προσανατολισμούς των Οικονομικών Πολιτικών όσο και από το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης)


Στόχος 7: Αναπροσαρμογή των παροχών και των εισφορών με ισόρροπο τρόπο μεταξύ των γενεών Ο στόχος αυτός επιβάλλει την εισαγωγή μηχανισμών τυποποίησης και χρηματοδότησης των συνταξιοδοτικών παροχών που δεν θα προσβάλλουν τις εργαζόμενες γενεές σε όφελος των συνταξιούχων


Στόχος 8:  Εξασφάλιση επαρκών και οικονομικά υγιών ιδιωτικών συντάξεων Ο στόχος αυτός κατευθύνεται στην ανάδειξη του ρόλου των συστημάτων του δεύτερου και του τρίτου πυλώνα, επιβάλλοντας τη ρύθμιση της λειτουργίας τους για την κατοχύρωση των παροχών που χορηγούν Στόχος 8:  Εξασφάλιση επαρκών και οικονομικά υγιών ιδιωτικών συντάξεων Ο στόχος αυτός κατευθύνεται στην ανάδειξη του ρόλου των συστημάτων του δεύτερου και του τρίτου πυλώνα, επιβάλλοντας τη ρύθμιση της λειτουργίας τους για την κατοχύρωση των παροχών που χορηγούν  


  Στόχος 9: Προσαρμογή σε περισσότερο ευέλικτα πρότυπα απασχόλησης και σταδιοδρομίας Ο στόχος αυτός αντιστοιχεί στην αναγκαιότητα προσαρμογής των εθνικών συστημάτων σε νέες προκλήσεις ή ακόμα και κινδύνους που συνδέονται με τις ευέλικτες μορφές εργασίας, την εσωτερική και διασυνοριακή κινητικότητα των εργαζομένων και την αύξηση της αυτοαπασχόλησης


  Στόχος 10: Προώθηση της ίσης μεταχείρισης μεταξύ γυναικών και αντρών Ο στόχος αυτός επιβάλλει την προσαρμογή των συνταξιοδοτικών νομοθετικών και κανονιστικών ρυθμίσεων στο κοινοτικό κεκτημένο που ήδη έχει παγιωθεί στον τομέα της ισότητας των φύλων  


  Στόχος 11: Εξασφάλιση της διαφάνειας στη λειτουργία των συνταξιοδοτικών συστημάτων Ο στόχος αυτός κατευθύνεται στην ενίσχυση της νομιμοποίησης των συνταξιοδοτικών πολιτικών απέναντι σε κάθε ενδιαφερόμενο πολίτη ή κοινωνικο-επαγγελματική ομάδα, που επηρεάζεται από τις μεταρρυθμίσεις των ασφαλιστικών συστημάτων  


    Η ανάλυση των άρθρων 1 - 2 του Ν. 3655 / 2008 και η διερεύνηση των αντίστοιχων αναφορών της Αιτιολογικής Έκθεσης οδηγούν στα ακόλουθα συμπεράσματα: 

α) Η ένταξη του ΤΣΠ – ΤΕ στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ δεν δημιουργεί ζητήματα συμβατότητας με τον Κανονισμό (ΕΚ) 883/2004 της 29ης Απριλίου 2004 για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, την Οδηγία 79/7 ΕΟΚ του Συμβουλίου περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης και την Οδηγία 86/613 ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με την αρχή της ίσης μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών που ασκούν αυτόνομη δραστηριότητα καθώς και σχετικά με την προστασία της μητρότητας. 

β) Η ένταξη του ΤΣΠ – ΤΕ στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ δεν ικανοποιεί  τον Στόχο 11 της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για τις Συντάξεις και επηρεάζει αρνητικά την προώθηση του Στόχου 6, καθώς η ενοποίηση ασφαλιστικών φορέων και κλάδων χωρίς συγκεκριμένα κριτήρια, όρους και προϋποθέσεις δεν μπορεί να εξασφαλίσει οικονομίες κλίμακας, δυνατότητα ουσιαστικού ελέγχου και εποπτείας, μείωση του διοικητικού και λειτουργικού κόστους και βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών προς τους ασφαλισμένους και συνταξιούχους του ΤΣΠ – ΤΕ. 2.2.2. Η συμβατότητα με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο στο πεδίο της Οικονομικής Πολιτικής Η Τράπεζα της Ελλάδας οργανώνεται και λειτουργεί με βάση κανόνες υπερνομοθετικής ισχύος (Πρωτόκολλο της Γενεύης της 15.9.1927), που ενσωματώθηκαν στην Ελληνική έννομη τάξη με το Ν. 3424/1927. Παράλληλα, από την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, το θεσμικό πλαίσιο της ΤΕ και συνακόλουθα το καθεστώς του Ταμείου Συντάξεων του Προσωπικού της επηρεάζονται άμεσα από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο περί των Κεντρικών Τραπεζών των Κρατών Μελών της Ένωσης, όπως αυτό εντοπίζεται στο πρωτογενές (Άρθρα 101-111 της Συνθήκης) και εξειδικεύεται στο παράγωγο (Κανονισμός ΕΚ 3603/93 και Απόφαση 98/415/ΕΚ του Συμβουλίου) Δίκαιο της Ένωσης. Το υπερνομοθετικό πλαίσιο λειτουργίας της Τράπεζας της Ελλάδας έχει παγιώσει ένα δυναμικό κεκτημένο αυτοτέλειας του Ταμείου Συντάξεων του Προσωπικού της, το οποίο μπορεί να ρυθμισθεί από υποκείμενες πηγές δικαίου (εθνική νομοθεσία) υπό ορισμένες συγκεκριμένες προϋποθέσεις:  η σκοπιμότητα της εθνικής ρύθμισης επιβάλλεται από βάσιμους λόγους δημοσίου συμφέροντος που δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν με κανένα άλλο μέσο  το περιεχόμενο της εθνικής ρύθμισης δεν προσβάλλει το καθεστώς αυτοτέλειας αλλά το ενισχύει  τα αρμόδια υπερεθνικά όργανα και η ίδια η διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδας συμμετέχουν στις διαδικασίες διαβούλευσης για την φύση και το περιεχόμενο της εθνικής ρύθμισης. Και οι τρεις αυτές προϋποθέσεις δεν πληρούνται στην περίπτωση των παρεμβάσεων του Ν. 3655/2008, καθώς η φιλοσοφία και το περιεχόμενο των άρθρων 1 - 2 του Ν. 3655/2008 όχι μόνο δεν τεκμηριώνονται σε βάσιμους λόγους δημοσίου συμφέροντος αλλά καταργούν πλήρως το ειδικό καθεστώς επιχειρησιακής, οργανωτικής και χρηματοδοτικής αυτοτέλειας του ΤΣΠ-ΤΕ, αμβλύνοντας άμεσα την ανεξαρτησία της ΤΕ και επηρεάζοντας αναίτια την αυτονομία του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών που κατοχυρώνεται ρητά στην Συνθήκη περί Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς την σύμφωνη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Τράπεζας της Ελλάδας. Το καθεστώς που εισάγει η ένταξη του ΤΣΠ–ΤΕ στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ–ΕΤΑΜ μετατρέπει ουσιαστικά έναν θεσμό εγγύησης της ανεξαρτησίας της ΤΕ σε εθνικό μηχανισμό άσκησης κοινωνικο¬ασφαλιστικής πολιτικής, αφού το ΙΚΑ–ΕΤΑΜ αποτελεί τον κύριο φορέα του Ελληνικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Η μετατροπή αυτή αντίκειται σαφώς στο κρίσιμο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Δικαίου που διέπει ζητήματα λειτουργίας των Κεντρικών Τραπεζών των Κρατών Μελών της Ένωσης, καθώς επιχειρείται με διατάξεις που δεν πληρούν τις παραπάνω συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Ειδικότερα: (α) Η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 2 του Ν. 3655 / 2008 αντίκειται στο Άρθρο 108 της Συνθήκης, που ρητώς απαγορεύει στις εθνικές κυβερνήσεις των Κρατών Μελών να προωθούν δεσμευτικές παρεμβάσεις στην οργάνωση και λειτουργία των Κεντρικών τους Τραπεζών. (β) Η διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 2 του Ν. 3655 / 2008 αντίκειται στο Άρθρο 101 παρ. 1 της Συνθήκης, που ρητώς απαγορεύει τις υπεραναλήψεις ή οποιουδήποτε άλλου είδους πιστωτικές διευκολύνσεις από τις Κεντρικές Τράπεζες των Κρατών Μελών προς ………………… άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου (όπως το ΙΚΑ–ΕΤΑΜ) ή δημόσιες επιχειρήσεις των Κρατών Μελών. Η απαγόρευση αυτή είναι απόλυτη και αμβλύνεται μόνο σε περίπτωση επίκλησης της ρήτρας  του άρθρου 101 παρ. 2 της Συνθήκης, που δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στην Τράπεζα της Ελλάδας. (γ) Η διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 2 του Ν. 3655/2008 αντίκειται στο Άρθρο 1 παρ. 1 του Κανονισμού ΕΚ 3603/93, που ρητώς απαγορεύει κάθε χρηματοδότηση υποχρεώσεων του δημόσιου τομέα έναντι τρίτων από τις Κεντρικές Τράπεζες των Κρατών Μελών. Με τη διάταξη αυτή θεσπίζεται σαφώς υποχρέωση άμεσης χρηματοδότησης οργανισμού δημοσίου δικαίου (του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ) από την ΤΕ για την εκπλήρωση υποχρεώσεων του έναντι τρίτων (ιδίως των συνταξιούχων του ΤΣΠ-ΤΕ). (δ)  Η διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 6 του Ν. 3655/2008 αντίκειται στο Άρθρο 108 της Συνθήκης, που ρητώς απαγορεύει στις εθνικές κυβερνήσεις των Κρατών Μελών να προωθούν δεσμευτικές παρεμβάσεις στην οργάνωση και λειτουργία των Κεντρικών τους Τραπεζών. (ε)  Οι διατάξεις των άρθρων 1 - 2 του Ν. 3655/2008 αντίκεινται στο Άρθρο 105 παρ. 4 της Συνθήκης, που ρητώς επιβάλλει την υποχρέωση να λαμβάνεται υπόψη από τον εθνικό νομοθέτη η Γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για κάθε σχέδιο νομοθετικής διάταξης που εμπίπτει στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της . (στ)  Οι διατάξεις των άρθρων 1 - 2 του Ν. 3655/2008 αντίκεινται στην Απόφαση 98/415/ΕΚ του Συμβουλίου, που ρητώς επιβάλλει την υποχρέωση προηγούμενης διαβούλευσης των εθνικών κυβερνήσεων με τις Κεντρικές τους Τράπεζες για κάθε τροποποίηση, ανάκληση ή κατάργηση διατάξεων που αφορούν το καθεστώς οργάνωσης και λειτουργίας τους. 2.4. Η συμβατότητα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Η ένταξη του ΤΣΠ–ΤΕ στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ–ΕΤΑΜ επηρεάζει άμεσα τις διαδικαστικές προϋποθέσεις θεμελίωσης του δικαιώματος σε συνταξιοδοτικές παροχές των εργαζομένων στην Τράπεζα της Ελλάδας, ενώ επιδρά στις διαδικασίες χορήγησης των παροχών προς τους ασφαλισμένους που έχουν ήδη θεμελιώσει αντίστοιχο δικαίωμα (συνταξιούχοι του ΤΣΠ–ΤΕ). Όπως προκύπτει από την ερμηνεία των άρθρων 2 και 5 του Ν. 3655/2008, η επίδραση αυτή είναι de facto αρνητική, αφού το ΤΣΠ–ΤΕ μετατρέπεται από ειδικό ταμείο με αυτοτελές θεσμικό, επιχειρησιακό και οργανωτικό καθεστώς σε έναν κλάδο συντάξεων του ΙΚΑ–ΕΤΑΜ χωρίς να έχει προηγηθεί κάποια ειδική μελέτη, με αποτέλεσμα να αποκλείεται εκ των άλλων η δυνατότητα συμμετοχής των εργαζομένων και των συνταξιούχων στην λήψη αποφάσεων. Θίγονται, έτσι, όχι μόνο οι προσδοκίες των εργαζομένων στην Τράπεζα της Ελλάδας, αλλά και τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των συνταξιούχων του ΤΣΠ–ΤΕ, καθώς εξαιτίας της ιδιαίτερης φύσης του, το δικαίωμα σε σύνταξη δεν εξαρτάται μόνο από τους όρους και τις προϋποθέσεις θεμελίωσής του, αλλά και από τις διαδικασίες χορήγησής του (διάρκεια ελέγχου αιτημάτων, ενημέρωση ασφαλισμένων, διαφάνεια, κλπ.), όπως χαρακτηριστικά επιβεβαιώνεται από τη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων και αναγνωρίζεται πανηγυρικά από τον Στόχο 11 της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για τις Συντάξεις. Η αναγνώριση της βλαπτικής επίδρασης που θα επιφέρει η ένταξη του ΤΣΠ–ΤΕ στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ–ΕΤΑΜ δημιουργεί μία θεμελιώδη διαφορά ασφαλιστικής φύσης, αναδεικνύοντας τα ακόλουθα κύρια ζητήματα:  Μπορεί η συγκεκριμένη διαφορά να υπαχθεί στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) ή αποκλείεται επειδή δεν αντιστοιχεί σε "δικαιώματα και υποχρεώσεις αστικής φύσης" που καλύπτονται από τη διάταξη;  Μπορεί η συγκεκριμένη διαφορά να υπαχθεί στους όρους και περιορισμούς που απορρέουν από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.; Η ανάλυση της νομολογίας των οργάνων της Ε.Σ.Δ.Α. οδηγεί στις εξής διαπιστώσεις: α) Οι διαφορές κοινωνικής ασφάλισης εμπίπτουν στην έννοια των δικαιωμάτων αστικής φύσης, στα οποία εφαρμόζεται το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ για την παροχή έννομης προστασίας. Υιοθετείται μάλιστα μία διευρυμένη προσέγγιση της έννοιας της "διαφοράς", στην οποία υπάγονται τόσο διαφορές που αφορούν τις διαδικασίες καταβολής ή τον προσδιορισμό του ύψους των παροχών (Feldbrugge, v. Netherlands της 29.5.1986, Α/99, Salesi V. Italy της 26.2.1993, Schuler - Zgraggen v. Switzerland, Α/263), όσο και διαφορές που αφορούν την επιβολή ασφαλιστικών εισφορών (Schouten, Meldrum v. Netherlands της 9.12.1994). Επομένως, η σχετική νομολογία εντάσσει στο προστατευτικό πεδίο του δικαιώματος σε κοινωνική ασφάλιση και τις διαδικαστικές προϋποθέσεις θεμελίωσης του δικαιώματος ή/και χορήγησης των παροχών. β) Οι απαιτήσεις για λήψη παροχών κοινωνικής ασφάλισης εμπίπτουν στην έννοια της ιδιοκτησίας που προστατεύεται σύμφωνα με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. Η ερμηνεία των άρθρων 1-2 του Ν. 3655/2008 αναφορικά με την ένταξη του ΤΣΠ – ΤΕ στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ υπό το πρίσμα των διατάξεων υπερνομοθετικής ισχύος της ΕΣΔΑ οδηγεί στα ακόλουθα βασικά συμπεράσματα: (α) Τα ασφαλιστικά δικαιώματα των συνταξιούχων του ΤΣΠ – ΤΕ αποτελούν κεκτημένα περιουσιακά δικαιώματα που θίγονται ως προς τις διαδικαστικές προϋποθέσεις χορήγησής τους από την κατάργηση του αυτοτελούς θεσμικού, επιχειρησιακού και οργανωτικού καθεστώτος του ΤΣΠ – ΤΕ. (β) Η προσβολή των κεκτημένων δικαιωμάτων των συνταξιούχων του ΤΣΠ – ΤΕ δεν στηρίζεται σε βάσιμους λόγους δημόσιου συμφέροντος, ώστε να δικαιολογείται η επιβολή νομοθετικών περιορισμών στην ιδιοκτησία για λόγους δημόσιου συμφέροντος σύμφωνα με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. (γ) Ο νομοθέτης δεν έλαβε υπόψη τις δεσμεύσεις που απορρέουν από το περιεχόμενο της ΕΣΔΑ στην επιχειρούμενη διαδικασία εκσυγχρονισμού ή εξορθολογισμού του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, προσβάλλοντας την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των συνταξιούχων του ΤΣΠ – ΤΕ απέναντι στην «προληπτική» λειτουργία των υπερεθνικών τεχνικών προστασίας των κεκτημένων δικαιωμάτων τους. Σημειώνεται συναφώς ότι η Ε.Σ.Δ.Α έχει όχι απλώς υπερνομοθετική, αλλά και υπερσυνταγματική ισχύ, καθώς μετά τη ρητή παραπομπή σε αυτήν του άρθρου ΣΤ παρ. 2 της Συνθήκης του Μαάστριχτ έχει καταστεί τμήμα του κοινοτικού δικαίου (βλ. σχετ. Σ.Τ.Ε. 249/97, Ε.Δ.Κ.Α. 1997, σελ. 78  επίσης. την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) Στραν κατά Ελληνικής Δημοκρατίας Α` 301 σ. 84, καθώς και Ρ. van Dijk -G.J.H. van Ηοοf: Theory and Practice of the Εurοpean Convention on Human Rights, The Hague 1998, σελ. 622 επ.) 2.5. Η συμβατότητα με την Διεθνή Σύμβαση Εργασίας Νο. 102 για τα ελάχιστα όρια κοινωνικής ασφάλειας Η ένταξη του ΤΣΠ–ΤΕ στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ–ΕΤΑΜ επηρεάζει άμεσα τις διαδικασίες διαχείρισης και παρακολούθησης των δραστηριοτήτων του, καθώς θεσπίζεται ένα νέο σύστημα οργάνωσης που αποκλείει την συμμετοχή των άμεσα ενδιαφερομένων (συνταξιούχοι). Οι εκπρόσωποι των συνταξιούχων δεν συμμετέχουν στα αντιπροσωπευτικά όργανα διοίκησης του ΙΚΑ–ΕΤΑΜ, με αποτέλεσμα να προσβάλλεται η καθιερωμένη αρχή της αντιπροσωπευτικότητας στην διοίκηση των ασφαλιστικών φορέων. Παράλληλα, η ένταξη του ΤΣΠ–ΤΕ στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ–ΕΤΑΜ συνοδεύεται από την άρση του αυτοτελούς θεσμικού, επιχειρησιακού και οργανωτικού καθεστώτος του ΤΣΠ–ΤΕ, χωρίς να έχει προηγηθεί καμία σχετική αντικειμενική τεκμηρίωση, καθώς  ο Ν. 3655/ 2008 δεν συνοδεύεται από ένα Επιχειρησιακό Σχέδιο του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας για την μεταρρύθμιση του καθεστώτος του ΤΣΠ–ΤΕ, το οποίο θα τεκμηρίωνε την σκοπιμότητα των μέτρων και θα αξιολογούσε την συμβολή τους στην προώθηση αντίστοιχων προτεραιοτήτων. Η αναγνώριση της σχετικής βλαπτικής επίδρασης που θα επιφέρει η ένταξη του ΤΣΠ–ΤΕ στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ–ΕΤΑΜ δημιουργεί και πάλι μία θεμελιώδη διαφορά ασφαλιστικής φύσης, αναδεικνύοντας τα ακόλουθα κύρια ζητήματα:  Μπορεί η συγκεκριμένη διαφορά να υπαχθεί στο πεδίο εφαρμογής της Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας Νο. 102 για τα ελάχιστα όρια κοινωνικής ασφάλειας;  Παραβιάζουν οι ρυθμίσεις του Ν. 3655/2008 συγκεκριμένες δεσμευτικές διατάξεις της Σύμβασης;  Ποιες νομικές συνέπειες δημιουργούνται από μία πιθανή παραβίαση σε επίπεδο εθνικής έννομης τάξης; α) Η Σύμβαση 102 για τα ελάχιστα όρια κοινωνικής ασφάλειας υιοθετήθηκε από τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας (Δ.Ο.Ε.) στις 28 Ιουνίου 1952 κατά τη διάρκεια της 35ης Διεθνούς Συνόδου). Η θέσπισή της θεωρείται ότι εγκαινίασε μια νέα περίοδο στην ιστορία της Δ.Ο.Ε., καθώς τυποποίησε τους κανόνες προηγούμενων μηχανισμών στον τομέα της κοινωνικής ασφάλειας σε ένα ενιαίο σύστημα που αφορά την ασφαλιστική κάλυψη όλου του πληθυσμού . Η Σύμβαση επικεντρώνεται στην κάλυψη των παραδοσιακών ασφαλιστικών κινδύνων και προβλέπει τις διαδικασίες προστασίας συγκεκριμένων κατηγοριών ασφαλισμένων μέσω της χορήγησης των αντίστοιχων παροχών. Οι κίνδυνοι που καλύπτονται είναι: – η ασθένεια – η ανεργία – το γήρας – το εργατικό ατύχημα και η επαγγελματική ασθένεια – η ανατροφή των τέκνων – η μητρότητα – η αναπηρία – ο θάνατος του προστάτη της οικογένειας. Για όλους αυτούς τους κινδύνους, ο Κώδικας προβλέπει ρητώς στο Μέρος XIII τέσσερις διαδικαστικές προϋποθέσεις, που αντιστοιχούν σε υποχρεώσεις των Συμβαλλομένων Μερών:  υποχρέωση ορθολογικής χορήγησης των παροχών (άρθρο 71 παρ. 3)  υποχρέωση εκπόνησης αναλογιστικών μελετών και υπολογισμών πριν από οποιαδήποτε τροποποίηση των ασφαλιστικών παροχών (άρθρο 71 παρ. 3)  υποχρέωση συμμετοχής στην διοίκηση των ασφαλιστικών φορέων αντιπροσώπων των προστατευομένων προσώπων (άρθρο 72 παρ. 1)  υποχρέωση ορθολογικής διοίκησης των  ασφαλιστικών φορέων (άρθρο 72 παρ. 2). β) Και οι τέσσερις αυτές υποχρεώσεις παραβιάζονται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 5 του Ν. 3655/2008. Επομένως, οι κρίσιμες διατάξεις του Ν. 3655/2008 έρχονται σε ευθεία και άμεση σύγκρουση με τους κανόνες μίας πολυμερούς Διεθνούς Σύμβασης. γ) Η Σύμβαση Νο. 102 για τα ελάχιστα όρια κοινωνικής ασφάλειας επικυρώθηκε από την Ελλάδα τον Ιούνιο του 1955 (Ν. 3251/55). Από τότε αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της εσωτερικής έννομης τάξης. Η πράξη επικύρωσης αναγνώρισε την εφαρμογή τόσο του Μέρους V (αναφέρεται στις παροχές γήρατος), όσο και του Μέρος XIII (κοινές διατάξεις). Επομένως, τα κρίσιμα άρθρα 71 και 72 εφαρμόζονται άμεσα στις διαφορές παροχών γήρατος. Η ερμηνεία των άρθρων 1, 2 και 5 του Ν. 3655/2008 αναφορικά με την ένταξη του ΤΣΠ – ΤΕ στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ υπό το πρίσμα των διατάξεων υπερνομοθετικής ισχύος της Σύμβασης Νο. 102 για τα ελάχιστα όρια κοινωνικής ασφάλειας οδηγεί στα ακόλουθα βασικά συμπεράσματα: (α) Οι υποχρεώσεις των άρθρων 71 και 72 της Σύμβασης παραβιάζονται άμεσα από τις σχετικές διατάξεις του Ν. 3655/2008, επηρεάζοντας αρνητικά τις διαδικαστικές προϋποθέσεις χορήγησης των παροχών γήρατος στους συνταξιούχους του ΤΣΠ – ΤΕ και καταργώντας την συμμετοχή τους στην διοίκηση των ασφαλιστικών φορέων. (β) Ο νομοθέτης δεν έλαβε υπόψη τις δεσμεύσεις που απορρέουν από το περιεχόμενο της Σύμβασης στην επιχειρούμενη διαδικασία εκσυγχρονισμού ή εξορθολογισμού του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, προσβάλλοντας και πάλι την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των συνταξιούχων του ΤΣΠ–ΤΕ απέναντι στην «προληπτική» λειτουργία των υπερεθνικών τεχνικών προστασίας των κεκτημένων δικαιωμάτων τους. 2.6. Η συμβατότητα με τον Ευρωπαϊκό Κώδικα Κοινωνικής Ασφάλειας Η ένταξη του ΤΣΠ–ΤΕ στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ-ΤΑΜ επηρεάζει άμεσα τις διαδικασίες διαχείρισης και παρακολούθησης των δραστηριοτήτων του, καθώς θεσπίζεται ένα νέο σύστημα οργάνωσης που αποκλείει την συμμετοχή των άμεσα ενδιαφερομένων (συνταξιούχοι). Οι εκπρόσωποι των συνταξιούχων δεν συμμετέχουν στα αντιπροσωπευτικά όργανα διοίκησης του ΙΚΑ–ΕΤΑΜ, με αποτέλεσμα να προσβάλλεται η καθιερωμένη αρχή της αντιπροσωπευτικότητας στην διοίκηση των ασφαλιστικών φορέων. Παράλληλα, η ένταξη του ΤΣΠ–ΤΕ στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ συνοδεύεται από την άρση του αυτοτελούς θεσμικού, επιχειρησιακού και οργανωτικού καθεστώτος του ΤΣΠ–ΤΕ, χωρίς να έχει προηγηθεί καμία σχετική αντικειμενική τεκμηρίωση, καθώς  ο Ν. 3655/ 2008 δεν συνοδεύεται από ένα Επιχειρησιακό Σχέδιο του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας για την μεταρρύθμιση του καθεστώτος του ΤΣΠ–ΤΕ, το οποίο θα τεκμηρίωνε την σκοπιμότητα των μέτρων και θα αξιολογούσε την συμβολή τους στην προώθηση αντίστοιχων προτεραιοτήτων. Η αναγνώριση της σχετικής βλαπτικής επίδρασης που θα επιφέρει η ένταξη του ΤΣΠ–ΤΕ στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ δημιουργεί και πάλι μία θεμελιώδη διαφορά ασφαλιστικής φύσης, αναδεικνύοντας τα ακόλουθα κύρια ζητήματα:  Μπορεί η συγκεκριμένη διαφορά να υπαχθεί στο πεδίο εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Κώδικα Κοινωνικής Ασφάλειας;  Παραβιάζουν οι ρυθμίσεις του Ν. 3655/2008 συγκεκριμένες δεσμευτικές διατάξεις του Ευρωπαϊκού Κώδικα Κοινωνικής Ασφάλειας;  Ποιες νομικές συνέπειες δημιουργούνται από μία πιθανή παραβίαση σε επίπεδο εθνικής έννομης τάξης; α) Ο Ευρωπαϊκός Κώδικας Κοινωνικής Ασφάλειας (European Code of Social Security) αποτελεί πολυμερή Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης που υπογράφθηκε στο Στρασβούργο στις 16 Απριλίου 1964, αποβλέποντας στην καθιέρωση υψηλότερων επιπέδων ασφαλιστικής προστασίας σε σχέση με την 102 Διεθνή Σύμβαση Εργασίας που αφορά τα ελάχιστα όρια κοινωνικής ασφάλειας. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη επεδίωξαν την κατοχύρωση ελαχίστων ορίων στον τομέα της κοινωνικοασφαλιστικής προστασίας που θα ήταν όμως υψηλότερα από τα αντίστοιχα της 102 Δ.Σ.Ε. Ο Κώδικας καλύπτει όλους τους παραδοσιακούς ασφαλιστικούς κινδύνους, με ιδιαίτερες προβλέψεις για τις κατηγορίες των προστατευόμενων προσώπων και τις παροχές που πρέπει να χορηγούνται για την κάλυψή τους. Η διάκριση των παροχών (Μέρος ΙΙ - Μέρος Χ) στηρίζεται στην τυποποίηση των αντίστοιχων κινδύνων: • Ιατρικές φροντίδες • Επιδόματα ασθενείας • Παροχές ανεργίας • Παροχές γήρατος • Παροχές λόγω εργατικών ατυχημάτων ή επαγγελματικών νόσων • Οικογενειακές παροχές • Παροχές μητρότητας • Παροχές επιζώντων. Για όλους αυτούς τους κινδύνους, ο Κώδικας προβλέπει ρητώς στο Μέρος XII τέσσερις διαδικαστικές προϋποθέσεις, που αντιστοιχούν σε υποχρεώσεις των Συμβαλλομένων Μερών:  υποχρέωση ορθολογικής χορήγησης των παροχών (άρθρο 70 παρ. 3)  υποχρέωση εκπόνησης αναλογιστικών μελετών και υπολογισμών πριν από οποιαδήποτε τροποποίηση των ασφαλιστικών παροχών (άρθρο 70 παρ. 3)  υποχρέωση συμμετοχής στην διοίκηση των ασφαλιστικών φορέων αντιπροσώπων των προστατευομένων προσώπων (άρθρο 71 παρ. 1)  υποχρέωση ορθολογικής διοίκησης των  ασφαλιστικών φορέων (άρθρο 71 παρ. 2). β) Και οι τέσσερις αυτές υποχρεώσεις παραβιάζονται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 5 του Ν. 3655/2008. Επομένως, οι κρίσιμες διατάξεις του Ν. 3655/2008 έρχονται σε ευθεία και άμεση σύγκρουση με τους κανόνες μίας πολυμερούς Διεθνούς Σύμβασης. γ) Ο Ευρωπαϊκός Κώδικας επικυρώθηκε από την Ελλάδα το Μάρτιο του 1981 (Ν. 1136/81). Από τότε αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της εσωτερικής έννομης τάξης. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της πράξης επικύρωσης είναι ότι δεν αφορά το σύνολο των διατάξεων του Κώδικα. Κάνοντας χρήση της διάταξης του άρθρου 2§1 που επιβάλλει την εφαρμογή έξι τουλάχιστον από τα εννέα Μέρη του ουσιαστικού τμήματος του Κώδικα, η Ελληνική Κυβέρνηση δεν επικύρωσε τα Μέρη IV και VII. Τα Μέρη αυτά αφορούν τις παροχές ανεργίας και τις οικογενειακές παροχές αντίστοιχα. Η πράξη επικύρωσης αναγνώρισε όμως την εφαρμογή τόσο του Μέρους V (αναφέρεται στις παροχές γήρατος), όσο και του Μέρος XII (κοινές διατάξεις). Επομένως, τα κρίσιμα άρθρα 70 και 71 εφαρμόζονται άμεσα στις διαφορές παροχών γήρατος. Η ερμηνεία των άρθρων 1, 2 και 5 του Ν. 3655/2008 αναφορικά με την ένταξη του ΤΣΠ–ΤΕ στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ–ΕΤΑΜ υπό το πρίσμα των διατάξεων υπερνομοθετικής ισχύος του Ευρωπαϊκού Κώδικα Κοινωνικής Ασφάλειας οδηγεί στα ακόλουθα βασικά συμπεράσματα: (α) Οι υποχρεώσεις των άρθρων 70 και 71 του Κώδικα παραβιάζονται άμεσα από τις σχετικές διατάξεις του Ν. 3655/2008, επηρεάζοντας αρνητικά τις διαδικαστικές προϋποθέσεις χορήγησης των παροχών γήρατος στους συνταξιούχους του ΤΣΠ–ΤΕ και καταργώντας την συμμετοχή τους στην διοίκηση των ασφαλιστικών φορέων. (β) Ο νομοθέτης δεν έλαβε υπόψη τις δεσμεύσεις που απορρέουν από το περιεχόμενο του Κώδικα στην επιχειρούμενη διαδικασία εκσυγχρονισμού ή εξορθολογισμού του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, προσβάλλοντας και πάλι την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των συνταξιούχων του ΤΣΠ–ΤΕ απέναντι στην «προληπτική» λειτουργία των υπερεθνικών τεχνικών προστασίας των κεκτημένων δικαιωμάτων τους. Ιδιαίτερα πρέπει να τονιστεί η διάταξη του άρθρου 70 παρ. 3 του Ευρωπαϊκού Κώδικα Κοινωνικής Ασφάλειας που κυρώθηκε με το N 1136/81. Σύμφωνα με τη ρητή ρύθμιση του Ευρωπαϊκού Κώδικα Κοινωνικής Ασφάλειας: «Το συμβαλλόμενον μέρος δέον όπως αναλαμβάνει γενικήν ευθύνην εις ότι αφορά την εξυπηρέτηση των χορηγουμένων παροχών κατ’ εφαρμογήν του παρόντος Κώδικος και όπως αναλαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για προς επίτευξη του σκοπού αυτού. Οφείλει συντρεχούσης περιπτώσεως να εξασφαλίζει ώστε αι μελέται και οι αναγκαίοι αναλογιστικοί υπολογισμοί, οι αφορώντες την οικονομικήν ισορροπία να γίνονται περιοδικώς και εν πάσει περιπτώσει εκ προοιμίου εις πάσαν τροποποίηση των παροχών, του ποσοστού ασφαλιστικών εισφορών και ή των φόρων των διατιθέμενων εις την κάλυψιν των υπόψην κινδύνων» (βλ. ΣΤΕ Πρακτικό Επεξεργασίας 119/96, Ε.Δ.Κ.Α 1996, σελ. 366, Πρακτικό Επεξεργασίας Σ.Τ.Ε.  178/2000 Ε.Δ.Κ.Α 2000, σελ. 364,  ). Στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουμε τροποποίηση των όρων χρηματοδότησης χωρίς προηγούμενη αναλογιστική μελέτη και άρα παραβίαση της υποχρέωσης αυτής. 3. Τα πορίσματα της αξιολόγησης του νέου θεσμικού πλαισίου ασφάλισης των υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος και συνταξιοδότησης των συνταξιούχων της Η αξιολόγηση του νέου θεσμικού πλαισίου ασφάλισης των υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος και συνταξιοδότησης των συνταξιούχων της (άρθρα 1, 2 και 5 του Ν. 3655/2008) αποδεικνύει ότι οι σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις προσκρούουν σε διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος, καθώς δεν λαμβάνουν υπόψη αρχές και δεσμεύσεις στο επίπεδο του Συντάγματος, του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Δικαίου και του Διεθνούς Δικαίου Κοινωνικής Ασφάλειας. Παράλληλα, οι σχετικές ρυθμίσεις δεν ικανοποιούν βασικούς Στόχους της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για τις Συντάξεις, που προωθείται από τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο της Ανοικτής Μεθόδου Συντονισμού των εθνικών συνταξιοδοτικών συστημάτων. 4. Ενδεδειγμένες ενέργειες για την κατοχύρωση της ασφαλιστικής αυτοτέλειας του Ταμείου των Εργαζομένων στην Τράπεζα της Ελλάδος Α. ΣΕ ΕΘΝΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ Οι νόμοι δεν προσβάλλονται ευθέως δικαστικά στο ελληνικό δίκαιο, αλλά η συμβατότητα τους με τις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις κρίνεται με αφορμή διοικητικές πράξεις κανονιστικές ή ατομικές που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή του νόμου. Τέτοιες πράξεις μπορεί να είναι: Η τυχόν εκδοθησόμενη διαπιστωτική πράξη του Δ.Σ. του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. περί ένταξης του Ταμείου των Εργαζομένων στην Τράπεζα της Ελλάδος στο Ι.Κ.Α. -Ε.Τ.Α.Μ. Οι Υπουργικές Αποφάσεις που θα εκδοθούν κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 2 παρ. 6 και 8 του νέου νόμου. Οι εξουσιοδοτικές διατάξεις των παραγράφων 6 και 8 έχουν ως εξής: “…….6. Με απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, αν η κινητή και ακίνητη περιουσία των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης από τους οποίους προέρχονται οι εντασσόμενοι κλάδοι δεν είναι κατανεμημένη κατά κλάδους, κατανέμεται κατά την αναλογία του ποσοστού εισφορών, που προβλέπεται για κάθε κλάδο πριν την ένταξή του στο διάδοχο φορέα. 8. Εντός εξαμήνου από την ένταξη, συντάσσεται ειδική οικονομική μελέτη, για κάθε εντασσόμενο κλάδο και Ταμείο, που προκηρύσσεται και ανατίθεται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών. Αν διαπιστωθούν ελλείμματα, το κράτος αναλαμβάνει την κάλυψή τους. ….» Τόσο η διαπιστωτική πράξη που ίσως εκδοθεί από  το Δ.Σ. του Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ. όσο και οι Υπουργικές Αποφάσεις μπορούν να προσβληθούν με αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου Της Επικρατείας. Μαζί με την αίτηση ακύρωσης μπορεί να ασκηθεί και αίτηση αναστολής εκτέλεσης μέχρις εκδικάσεως της αίτησης ακύρωσης. Επίσης είναι δυνατόν να υποβληθούν από τους συνταξιούχους η/και ασφαλισμένους αιτήσεις για την εξαίρεση τους από την ασφάλιση του Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ. Μετά την άρνηση της διοίκησης του Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ. η οποία μπορεί να εκδηλωθεί είτε με έγγραφο είτε με την πάροδο τριμήνου χωρίς απάντηση (σιωπηρή άρνηση) μπορεί να ασκηθεί προσφυγή στο Τριμ. Διοικητικό Πρωτοδικείο. Επισημαίνεται πάντως ότι η προσφυγή στο Διοικητικό Πρωτοδικείο δεν συνιστάται μεταξύ άλλων γιατί είναι πολύ αργή διαδικασία. Β. ΣΕ ΥΠΕΡΕΘΝΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ Η κατοχύρωση του αυτοτελούς θεσμικού, επιχειρησιακού και οργανωτικού καθεστώτος του ΤΣΠ – ΤΕ επιβάλλει την κατάργηση του νέου θεσμικού πλαισίου ασφάλισης των υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος και συνταξιοδότησης των συνταξιούχων της (άρθρα 1, 2 και 5 του Ν. 3655/2008), που μπορεί να προωθηθεί με τις ακόλουθες διαδικασίες: (α) Προσβολή των κρίσιμων διατάξεων ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων μετά την έκδοση των πρώτων κανονιστικών διοικητικών πράξεων εφαρμογής τους. (β) Ενημέρωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την παραβίαση του Ευρωπαϊκού Δικαίου περί των Κεντρικών Τραπεζών των Κρατών Μελών της Ένωσης (Άρθρα 101 - 111 της Συνθήκης, Κανονισμός ΕΚ 3603/93 και Απόφαση 98/415/ΕΚ του Συμβουλίου), ώστε να ενεργοποιηθεί η διαδικασία του Άρθρου 228 της Συνθήκης που μπορεί να οδηγήσει στην κατάθεση προσφυγής ενώπιον του ΔΕΚ κατά της Ελληνικής Κυβέρνησης με αίτημα την καταδίκη για παραβίαση του πρωτογενούς και παράγωγου κοινοτικού οικονομικού δικαίου. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί να ζητηθεί, μάλιστα, από το ΔΕΚ η αναστολή εφαρμογής των κρίσιμων διατάξεων του Ν. 3655/2008 μέχρι της έκδοσης οριστικής απόφασης. (γ) Καταγγελία ενώπιον της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την παραβίαση του Ευρωπαϊκού Δικαίου περί των Κεντρικών Τραπεζών των Κρατών Μελών της Ένωσης (Άρθρα 101 - 111 της Συνθήκης, Κανονισμός ΕΚ 3603/93 και Απόφαση 98/415/ΕΚ του Συμβουλίου), ώστε να καταγγείλει αυτοτελώς στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τις διατάξεις του Ν. 3655/2008 και να παρέμβει - σε περίπτωση κατάθεσης προσφυγής από τις υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ενώπιον του ΔΕΚ κατά της Ελληνικής Κυβέρνησης - υπέρ των αιτημάτων της Επιτροπής. Σημειώνεται ότι στα  πλαίσια του καθήκοντος που έχει το άρθρο 237 (δ) της  Συνθήκης να διασφαλίζει η συμμόρφωση των κεντρικών τραπεζών με την απαγόρευση  της νομισματικής χρηματοδότησης, η ΕΚΤ ήδη ανέφερε ότι κατά την άποψη της ο νόμος περιέχει διατάξεις οι οποίες θα μπορούσαν να υποχρεώσουν την ΤΕ να διενεργήσει συναλλαγές που θα συνιστούσαν  παραβίαση του άρθρου 1, παρ. 1, β) του κανονισμού (ΕΚ) 36-3/93 του Συμβουλίου της 13.12.1993 (ΕΕ L 332 της 31.12.1993, σελ.1) περί του προσδιορισμού των εννοιών που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή των απαγορεύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 104 της Συνθήκης και αφορούν στην αποφυγή των υπέρμετρων δημοσιονομικών ελλειμμάτων.  Η διάταξη αυτή του κανονισμού 3603/93 απαγορεύει κάθε χρηματοδότηση υποχρεώσεων του δημοσίου τομέα έναντι τρίτων από τις κεντρικές τράπεζες. Η γνώμη της Ε.Κ.Τ. αγνοήθηκε μέχρι σήμερα. (δ) Ενημέρωση της Επιτροπής Κοινωνικής Προστασίας και της Επιτροπής Οικονομικής Πολιτικής για την προσβολή βασικών Στόχων της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για τις Συντάξεις, που προωθείται από τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο της Ανοικτής Μεθόδου Συντονισμού των εθνικών συνταξιοδοτικών συστημάτων. (ε) Άσκηση καταγγελίας ενώπιον της Επιτροπής Αναφορών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την παραβίαση του Ευρωπαϊκού Δικαίου περί των Κεντρικών Τραπεζών των Κρατών Μελών της Ένωσης (Άρθρα 101 - 111 της Συνθήκης, Κανονισμός ΕΚ 3603/93 και Απόφαση 98/415/ΕΚ του Συμβουλίου). (στ) Κατάθεση ατομικής ή συλλογικής προσφυγής ενώπιον των αρμόδιων οργάνων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου μετά την έκδοση τελεσίδικης απόφασης εθνικών δικαστηρίων με αντικείμενο τον έλεγχο παραβίασης  του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου  Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. (ζ) Ενημέρωση της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας (αρμόδια για τον αρχικό έλεγχο των Εθνικών Εκθέσεων) για την παραβίαση των άρθρων 70 – 71 της Σύμβασης Νο. 102 για τα ελάχιστα όρια κοινωνικής ασφάλειας. (η) Ενημέρωση- υποβολή καταγγελίας ενώπιον της Επιτροπής των Εμπειρογνωμόνων Κοινωνικής Ασφάλειας του Συμβουλίου της Ευρώπης για την παραβίαση των άρθρων 70 – 71 του Ευρωπαϊκού Κώδικα Κοινωνικής Ασφάλειας. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση αξιολόγησης στο Συμβούλιο των Υπουργών που έχει τη δυνατότητα – εάν κρίνει ότι κάποιο Κράτος δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον Κώδικα – να το καλέσει να λάβει συγκεκριμένα μέτρα για την τήρηση των σχετικών υποχρεώσεων. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ Οι ρυθμίσεις του Ν. 3655/08 που αφορούν την ασφαλιστική μεταχείριση των υπαλλήλων και συνταξιούχων της Τράπεζας της Ελλάδος αντίκεινται σε κανόνες δικαίου υπερνομοθετικής ισχύος. Για την εξασφάλιση των νόμιμων δικαιωμάτων και συμφερόντων των υπαλλήλων και συν/χων της Τράπεζας της Ελλάδος υπάρχουν τα μέσα που αναφέρθηκαν αναλυτικά παραπάνω. 

ΑΘΗΝΑ, 12 Ιουνίου 2008 

ΟΙ ΓΝΩΜΟΔΟΤΟΥΝΤΕΣ 

Ανδρέας Κ Ματθαίου Διδάκτωρ Νομικής-Δικηγόρος   

Aλέξης Π. Mητρόπουλος Διδάκτωρ Νομικής-Δικηγόρος